Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ Ο ΟΙΔΙΠΟΥΣ
του Γιώργου Γιαννόπουλου*
Ο πατέρας μου ο Οιδίπους
φοβόταν ότι είχε κρεμαστεί
απ' το ποδάρι
της νιότης
Έζησε δίκαιος, έγινε σοφός
πιστός στην κληρονομιά του
δεν ήξερε αν έτρωγε τον πόνο
ή αυτός τον κατέτρωγε
Και τώρα εγώ
κληρονόμος ενός έρημου βασιλείου
επιστατώ ξανά
τα σύνορα της ύπαρξής μου
To θωρακισμένο τραίνο του λόγου
μεταφέρει το αίνιγμα :
να έχεις χάσει τα πάντα
και να ξαναρχίζεις
απ' την αρχή
H πορεία, η διέλευση ο δρόμος συγκροτούν τον λόγο του Οιδίποδα. Οι χρησμοί, η Σφίγγα, το μέτρο, οι πνοές του χορού, ο ιδρώτας και η ανάσα της Ιοκάστης, το αίμα της μήτρας και η κάβλα της μητέρας βασίλισσας, το μάτι του κορακιού στην δροσιά της σκόνης, τα σταυροδρόμια και τα άνυδρα τοπία, ο κότινος της οδύνης ορίζουν τα υψίπεδα της ιστορίας. Όταν πάμε στην Θήβα το μυαλό μας οδύρεται στην Βιέννη. Στην ομίχλη του δάσους, όπου σβήνουν οι σιδηροτροχιές, στις συλφίδες με τις νοτισμένες ρώγες, στα πένθιμα γυμνά του Paul Delveaux, στον ύπνο της λιονταρίνας, στο δράμα της μετωνυμίας, στην κατάρα του άταφου πτώματος, στο αίμα της Βηρυττού, στην τέφρα του σπαραγμού ο χρησμός στρώνει τον δρόμο, ορίζει την διαδρομή. Ο βασιλιάς με τα πρισμένα πόδια ιχνηλατεί τα όρια του βασιλείου του.Το νόημα της αγάπης, το τραίνο του βλέμματος, τον χρησμό και την κραυγή της πόλης.