Δημόσιο χρέος στις χώρες του Βορρά: Και αν ζητάγαμε το λογαριασμό;

του Πασκάλ Φρανσέ (Pascal Franchet)

20 Οκτωβρίου 2009

Οι πάντες μιλάνε για το δημόσιο χρέος αυτή τη στιγμή. Τα ΜΜΕ ψοφάνε για αυτό.  Το να τρομάζεις «πουλάει».  Και για να εντυπωσιάσουν ακόμα περισσότερο, πράγμα που είναι της μόδας, τη δουλειά την κάνουν οι «μετρητές» του δημόσιου χρέους. Σαν κι αυτόν της βρετανικής εφημερίδας The Economist που δείχνει συνεχώς στην ιστοσελίδα της την πρόοδο του παγκόσμιου δημόσιου χρέους.  Δείχνει, για 112 χώρες, το ύψος του δημόσιου χρέους και το ύψος του χρέους κατά κάτοικο.

Το σοκ που προκαλεί είναι εξασφαλισμένο.  Ένας δημοσιογράφος μιας γαλλικής εφημερίδας κάνει λόγο για «ρολόι τρόμου». Ελάχιστες είναι σήμερα οι ειδικευμένες και μη εφημερίδες που δεν αναφέρονται σε αυτό.

Γενικά, οι χρησιμοποιούμενες διατυπώσεις είναι: «την ώρα που γράφω αυτό το άρθρο, το παγκόσμιο δημόσιο χρέος είναι Χ δεκάδες χιλιάδες δισεκατομμύρια δολάρια και αυτός ο αριθμός μεγαλώνει σε κάθε δευτερόλεπτο». Η σκοπιμότητα αυτής της επικοινωνιακής υπερπροβολής  του δημόσιου χρέους δεν αποσκοπεί μόνο στη πώληση εφημερίδων.  Η ιδεολογική της λειτουργία είναι προφανής. Ένα μήνυμα πρέπει να διαποτίσει τα μυαλά: «Εμείς (σικ) έχουμε ένα αφόρητο χρέος για το οποίο ο καθένας μας είναι υπόλογος». Το ζητούμενο είναι λοιπόν να κάνουν να πληρώσουν τις συνέπειες της κρίσης οι πιο φτωχοί, είτε αυξάνοντας τη φορολογική πίεση πάνω στους πιο αναξιοπαθούντες (ΦΠΑ, φόρος διοξειδίου του άνθρακα, τοπικοί φόροι, κλπ.,…) είτε μειώνοντας δραστικά τις δημόσιες δαπάνες και την κοινωνική προστασία, είτε ακόμα κάνοντας και τα δυο.(…)

debt5

Το δημόσιο χρέος σερβίρεται με όλες τις σάλτσες

Με την ευκαιρία των πρόσφατων εκλογών (Γερμανία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Μ. Βρετανία, κλπ), το πρόγραμμα και οι θέσεις κάθε υποψήφιου μετρώνται  ανάλογα με τι προτείνει για να επιλύσει αυτό  «το αφόρητο βάρος για τις μέλλουσες γενιές» για το οποίο μιλούσε ο πρώην πρωθυπουργός Ζ. Π. Ραφαρέν και ο Μ. Πεμπερό, διευθύνων σύμβουλος της BNP-Paribas και σημερινός σύμβουλος του Ν. Σαρκοζί.

Για την Ιρλανδία, το «αφόρητο δημόσιο χρέος» και η κρίση χρησίμεψαν ως επιχειρήματα για τους υποστηρικτές της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Ο εκβιασμός λειτούργησε, ελλείψει εναλλακτικής απάντησης στο καπιταλισμό και στη νεοφιλελεύθερη Ευρώπη.

Η γαλλική πολιτική και δημοσιονομική συζήτηση επικεντρώνεται ουσιαστικά σε αυτό το ζήτημα: το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος.

Στο όνομα της ανάγκης να μειωθούν τα ελλείμματα, πρέπει λοιπόν να μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες, να ιδιωτικοποιηθεί το ταχυδρομείο, να μεταρρυθμιστούν τα συνταξιοδοτικά καθεστώτα, να καταργηθούν οι δημόσιες μεταφορές εμπορευμάτων στους κρατικούς σιδηροδρόμους, να κλείσουν νοσοκομεία, να καταστραφούν οι κοινωνικές εγγυήσεις, να αυξηθεί η συντάξιμη ηλικία, να συρρικνωθεί ο δημόσιος τομέας και να καταργηθούν 34.000 θέσεις δημόσιων υπαλλήλων.

Αντίθετα, εκτιμάται απαραίτητο να αυξηθούν τα δημόσια ελλείμματα (και άρα το χρέος για να χρηματοδοτηθούν αυτά τα ελλείμματα) με φορολογικά και κοινωνικά δώρα στις πιο εύπορες κοινωνικές τάξεις, με δισεκατομμύρια που μοιράζονται ανεξέλεγκτα στις τράπεζες και στις αυτοκινητοβιομηχανίες μέσω των σχεδίων διάσωσης, ή αύριο ακόμα με το «μεγάλο δάνειο».

Όλα αυτά τα δεκάδες, αυτά τα εκατοντάδες, αυτά τα χιλιάδες δισεκατομμύρια ευρώ και δολάρια, που προορίζονται να ανατάξουν ένα οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα που χρεοκόπησε, δεν βάζουν κανένα πρόβλημα στους κυβερνήτες μας που μας παρουσιάζουν κατόπιν το λογαριασμό. (Δεν έχει καμιά σημασία η ασυναρτησία του λόγου, όταν είναι χρήσιμος για την ανάκαμψη!).

 

Να ξεσκεπάσουμε το «κατά κεφαλή Δημόσιο Χρέος»!

Ένας δείκτης του Άτλαντα του «The Economist» που δείχνει ξεκάθαρα την ιδεολογική του λειτουργία, είναι το διάσημο «Public Debt per capita», το δημόσιο χρέος κατά κάτοικο. Είναι ένας τρόπος να λένε ότι κάθε κάτοικος έχει ένα χρέος, ένα παθητικό για το οποίο είναι ένοχος και υπόλογος και ότι πρέπει να το ξεπληρώσει. Και όπως το χρέος απορρέει από τα δημόσια ελλείμματα που οφείλονται πρωτίστως στις «υπερβολικές» δημόσιες δαπάνες, πρέπει κατά συνέπεια να περιορίσουμε αυτές τις δαπάνες. Όπερ Έδει Δείξε.

Δεν είναι μόνον ο Εκόνομιστ που σερβίρει αυτή τη σούπα τού κατά κάτοικο χρέους. Το υπερφιλελεύθερο Οικονομικό Ινστιτούτο του Μόντρεαλ  έφτιαξε κι αυτό ένα μετρητή που προσφέρει δευτερόλεπτο με δευτερόλεπτο την αύξηση του δημόσιου χρέους  και, στα σχόλια του, δεν παραλείπει να καταγγέλλει το βάρος του χρέους κατά κάτοικο.

Αυτή είναι επίσης η γλώσσα που χρησιμοποιούν ο ΟΟΣΑ, το ΔΝΤ. Η Παγκόσμια Τράπεζα και η ΠΟΥ, και που υιοθετούν οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις του Βορρά και οι δουλικοί συνένοχοί τους στις χώρες του Νότου.  Και βέβαια ήταν η γλώσσα του Ραφαρέν και της γαλλικής εργοδοσίας, καθώς και των σοσιαλφιλελεύθερων.

 

Από τη μεριά των κεϋνσιανών…

Για να απορρίψουν αυτή τη προσέγγιση, οι κεϋνσιανοί λένε:  ο πολίτης έχει ένα παθητικό, αλλά έχει και ένα κατά πολύ ανώτερο ενεργητικό που αντιπροσωπεύεται από το ποσοστό της αξίας των ενεργητικών της χώρας του που του αναλογεί (δρόμοι, σχολεία, κλπ., συμπεριλαμβανομένων της αστυνομίας και του στρατού).

Αυτός ο τρόπος να λένε τα πράγματα (που, θεωρητικά, δεν είναι εντελώς λαθεμένος) έχει κάποια αδύνατα σημεία που δίνουν όλο το νόημά της σε μια εναλλακτική θεώρηση: ποια είναι η πραγματική δυνατότητα απόφασης του πολίτη πάνω στη διαχείριση των δημόσιων αγαθών, στη λειτουργία και στο ρόλο των δημόσιων υπηρεσιών, στους οικονομικούς προσανατολισμούς;  Ποιο είδος δημοκρατίας εφαρμόζεται: άμεση, αντιπροσωπευτική, κατ’όνομα, προς το συμφέρον ποιανού, για να κάνουν να ζήσει ποιο οικονομικό σύστημα; Και τέλος, ο πολίτης είναι στ’αλήθεια ιδιοκτήτης του παθητικού (το χρέος) και του ενεργητικού (τα δημόσια αγαθά); Δεν είμαστε καθόλου σίγουροι!

Στην πραγματικότητα, ο πολίτης «λάμδα» δεν υπάρχει. Δεν διαθέτει ούτε παθητικό, ούτε ενεργητικό αυτής της κοινωνίας. Δεν είναι ιδιοκτήτης τους, το Κράτος τού παραχωρεί βέβαια μια ιδιαίτερη χρήση των δημόσιων αγαθών σύμφωνα με το επίπεδο των κοινωνικών κατακτήσεων και του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ κοινωνικών τάξεων, αλλά σε καμιά περίπτωση ένα δικαίωμα γνώμης, παρέμβασης ή απόφασης για αυτά τα ίδια δημόσια αγαθά.

Ο χρήστης υφίσταται, και με εντελώς άνισο τρόπο, τις συνέπειες των οικονομικών, δημοσιονομικών και κοινωνικών επιλογών των κυβερνήσεων, του Κράτους που διαχειρίζεται αυτά τα δημόσια αγαθά (ενεργητικό και παθητικό) στην υπηρεσία της ιδιοκτήτριας αστικής τάξης, της προσόδου και του κεφαλαίου. «Αναλόγως αν είσαστε ισχυρός ή εξαθλιωμένος» έλεγε ο Ζαν ντε λα Φοντέν…

Με τη συλλογιστική του OFCE (Γαλλικό Παρατηρητήριο των Οικονομικών Συγκυριών), παραμένουμε στο σημείο εκκίνησης (υπάρχει ένα χρέος αλλά επίσης ένα ενεργητικό και μετά; Μετά; Τίποτα…).


Η ενοχοποιητική συνέπεια είναι εξασφαλισμένη!

Ο πολίτης «λάμδα» γίνεται ξαφνικά ισότιμος μπροστά στο χρέος χάρη στο θαύμα μιας απλής διαίρεσης: το σύνολο του χρέους που διαιρείται δια του αριθμού των κατοίκων. Μας είχαν ήδη κάνει αυτό το κόλπο συγκρίνοντας το χρέος του Κράτους με εκείνο των νοικοκυριών. Παραλείποντας να διευκρινίσουν, φυσικά, ότι η βασική διαφορά μεταξύ ενός Κράτους και ενός νοικοκυριού είναι ότι ένα νοικοκυριό μπορεί δύσκολα να αυξήσει τα έσοδά του ενώ ένα Κράτος αποφασίζει πότε θέλει να αυξήσει τους πόρους του με τους φόρους.

Έχει λίγη σημασία ότι ο πολίτης λάμδα δεν είναι ισότιμος στην «αληθινή ζωή», απέναντι στην ανεργία ή στην αναδιανομή του πλούτου που παράγει η αμειβόμενη εργασία, το σημαντικό είναι να αισθάνεται συν-υπεύθυνος και ατομικά υπόλογος για το χρέος.

Έχει επίσης λίγη σημασία ότι δεν είναι ισότιμος ούτε απέναντι στο φόρο, μια ανισότητα ηθελημένη από τις πολιτικές επιλογές που βρίσκονται στη ρίζα των μειώσεων των φορολογικών εσόδων των Κρατών, που αυτές οι ίδιες γεννούν τα δημόσια ελλείμματα τα οποία τροφοδοτούν το δημόσιο χρέος.

Αυτές οι φορολογικές πολιτικές επιτρέπουν στις εύπορες τάξεις να εξοικονομούν και να αγοράζουν κρατικά ομόλογα μέσω των τραπεζών, ασφαλιστικών εταιριών και λοιπών επενδυτικών ταμείων  (που εξάλλου τα κονομάνε παρεμπιπτόντως), και έτσι να κερδίζουν από αυτό δυο φορές (λιγότεροι φόροι και παραπάνω τόκοι από το ομολογιακό δάνειο).

Μήπως γνωρίζουμε επίσης ότι  από τις 18 τράπεζες τις επιφορτισμένες με τη πώληση των ΟΑΤ (αφομοιώσιμα ομόλογα του θησαυροφυλακίου), 4 από αυτές είναι γαλλικές και επωφελήθηκαν από τα σχέδια ανάκαμψης της κυβέρνησης χωρίς το παραμικρό αντάλλαγμα; Το σημαντικό είναι να γίνουν αδιαφανή αυτά τα δεδομένα. Τέτοιου είδους εθνικά παραδείγματα μπορούν εύκολα να βρεθούν και  στις άλλες χώρες του Βορρά.

Η κοινή λογική θα ήθελε να αυξήσουμε τους φόρους εκείνων που έχουν τα μέσα, αλλά κάτι τέτοιο δεν υπάρχει στα προγράμματα των κυριότερων υποψηφίων. Αντίθετα, μιλάνε για μειώσεις των δημόσιων δαπανών, για δημοσιονομικούς περιορισμούς, για πολιτική λιτότητας, για θυσίες προκειμένου να ενθαρρυνθεί η ανάκαμψη της οικονομίας, για επιστροφή στην ανάπτυξη. Και αυτό συμβαίνει σε όλα τα προγράμματα των κομμάτων της δεξιάς όπως και σε εκείνο των σοσιαλφιλελευθέρων, με διαφορά ελάχιστων αποχρώσεων.

 

Να ζητήσουμε το λογαριασμό για το δημόσιο χρέος!

Η υπενθύμιση στη δημόσια συζήτηση αυτών των προφανών αληθειών είναι σήμερα απαραίτητη απέναντι στο καταιγισμό των ανοησιών που κυκλοφορούν στα =πρόθυμα για κάτι τέτοια- ΜΜΕ σε σχέση με το δημόσιο χρέος, αλλά κινδυνεύει να μην αρκεί. Ο πολίτης έχει το δικαίωμα να ζητήσει το λογαριασμό. Θα είχαμε άδικο να μην το κάνουμε. Πρέπει να επιβάλλουμε αυτή την απαίτηση! Πρέπει να απαιτήσουμε τη διαφάνεια, να επιτραπεί στον καθένα να γνωρίζει και να αποφασίζει κατά πόσο αυτό το χρέος είναι κοινωνικά χρήσιμο ή όχι, να προχωρήσει στον έλεγχο από τους  πολίτες αυτού του χρέους στο όνομα του οποίου βρίσκεται σε εξέλιξη το κοινωνικό πισωγύρισμα, να πει αν αυτό το χρέος είναι νόμιμο ή όχι, να παλέψει για την ακύρωσή του.

Αυτό συνεπάγεται να τεθεί η οικονομία υπό τον άμεσο έλεγχο εκείνων που δημιουργούν τον πλούτο με την εργασία τους και που αποκλείονται σήμερα από κάθε δυνατότητα να παίρνουν τις αποφάσεις. Αυτό σημαίνει επίσης να χτίσουν νέους αλληλέγγυους αγώνες μεταξύ των λαών του Βορρά και του Νότου.

Αυτή είναι μια από τις διακυβεύσεις που βάζει η οικονομική κρίση. Μαζί με την άλλη αναδιανομή του πλούτου, είναι ένα από τα στοιχεία των εναλλακτικών απαντήσεων που πρέπει να δημιουργήσουμε.

 

Χωρίς να ξεχνάμε το ιδιωτικό χρέος!

Το δημόσιο χρέος διογκώθηκε σημαντικά στις χώρες του Βορρά και για αρκετές από αυτές, ειδικά στις πρώην ανατολικές χώρες και στις βαλκανικές, η αγορά του δημόσιου χρέους γίνεται απρόσιτη, αναγκάζοντας τις να προσφεύγουν στις καλές υπηρεσίες του ΔΝΤ με  τη συνοδεία των όρων  και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεών του.

Μια φούσκα αυτών των δημόσιων χρεών είναι καθοδόν να σχηματιστεί και μια κρίση των επιτοκίων είναι ιδιαίτερα προβλέψιμη (πολύ χαμηλά, κανένας δεν τα θέλει, πολύ υψηλά, τα Κράτη δεν μπορούν να πληρώσουν). Όμως, ο επικοινωνιακός θόρυβος γύρω από το δημόσιο χρέος έχει και μια άλλη λειτουργία: να μας κάνει να ξεχάσουμε την έρπουσα κρίση του ιδιωτικού χρέους, σε σύγκριση με την οποία εκείνη των «subprimes» θα φαίνεται πολύ μικρή.

Όπως το υπογραμμίζει ο Φρεντερίκ Λορντόν, θα σκάσουν μαζικά οι αδυναμίες εξυπηρέτησης και άλλων χρεών νοικοκυριών και επιχειρήσεων ήδη από το 2010, 2011 και 2012. Πρόκειται για τα συμβόλαια δανεισμού Alt A (ενυπόθηκης πίστωσης) mortgage.

Οι τράπεζες θα δουν τους ισολογισμούς τους να απαξιώνονται  ανάλογα προς αυτές τις αδυναμίες εξυπηρέτησης που επιδεινώνονται από την ύφεση των βιομηχανικών και εμπορικών δραστηριοτήτων.

Θα ζητήσουν και πάλι τη βοήθεια των Κρατών  που, πειθήνια, θα ανοίξουν πάλι τις σωτήριες στρόφιγγες των «σχεδίων διάσωσης» και θα επιδεινώσουν ακόμα περισσότερο τη κατάσταση των δημόσιων χρεών.

Για να μειώσουν τα ελλείμματα που προκάλεσαν οι αυξανόμενες εξυπηρετήσεις του χρέους και τα νέα σχέδια ανάκαμψης, τα Κράτη θα περιορίσουν ακόμα περισσότερο τις δημόσιες δαπάνες και πρωτίστως τη κοινωνική προστασία και τα συνταξιοδοτικά καθεστώτα.

 

Με φόντο τη κρίση που κάθε άλλο παρά τελειώνει…

Όλα αυτά πρέπει να εκτιμηθούν μέσα σε ένα πλαίσιο όπου η οικονομική κρίση κάθε άλλο παρά τελειώνει, παρά τις βιαστικές ερμηνείες της ασθενούς επιστροφής στην ανάπτυξη που διαπιστώνεται στα τελευταία τρίμηνα.

Η παραγωγικότητα της εργασίας μειώθηκε κατά 2,2%, άρα λιγότερα κέρδη για τις επιχειρήσεις. Με την έκρηξή της, η υπερχρέωση, που είναι παράγοντας υπερκατανάλωσης (και αύξησης του ΑΕΠ), δεν θα λειτουργεί πια ως κινητήρας της οικονομίας των πλούσιων χωρών.

Για να αποκαταστήσουν τα ποσοστά κέρδους τους, οι καπιταλιστές θα μειώσουν ακόμα περισσότερο τα κόστη τους (και τις επενδύσεις τους), και άρα θα αυξήσουν την ανεργία και θα περιορίσουν, ή ακόμα και θα μειώσουν, τους μισθούς όπως το προτείνει το ΔΝΤ για την ανατολική Ευρώπη.

Οι δημοσιονομικές πολιτικές, χαλιναγωγημένες από ένα δημόσιο χρέος που καλπάζει και από την άρνηση να αυξηθεί η φορολόγηση των μεγάλων εισοδημάτων, προσανατολίζονται προς μια μείωση των δημόσιων επενδύσεων και των κοινωνικών προφυλάξεων, άρα μια προβλέψιμη επιστροφή σε μια υφεσιακή κατάσταση της οικονομίας.

Εξαιτίας της απουσίας επαρκούς κοινωνικής κινητοποίησης, μια ανάκαμψη χάρη σε μια κεϋνσιανή πολιτική (δημόσια έργα και επενδύσεις με μείωση των επιτοκίων είχαν ευνοήσει την έξοδο από τη κρίση στη δεκαετία του 1930) πρέπει λοιπόν να αποκλειστεί.

Η παρούσα φυγή προς τα εμπρός με την επιστροφή σε μια υπερφιλελεύθερη οικονομία σαν κι αυτή που γέννησε την οικονομική κρίση, σπρώχνει τη παγκόσμια οικονομία κατευθείαν στο τοίχο και δεν μπορεί να λειτουργήσει, καθώς οι ίδιες αιτίες παράγουν τις ‘ίδιες συνέπειες.

Η μόνη αντιμετωπίσιμη έξοδος από τη κρίση, για να βγούμε από αυτό τον εφιαλτικό φαύλο κύκλο, είναι εκείνη της κοινωνικής κινητοποίησης για το ριζικό μετασχηματισμό αυτής της κοινωνίας. Να ρίξουμε φως στα δημόσια χρέη των χωρών του Βορρά, να οικοδομήσουμε, μέσω των ελέγχων από τους πολίτες των δημόσιων χρεών, τις βάσεις μιας άλλης οικονομικής και κοινωνικής λογικής στραμμένης προς την ικανοποίηση των βασικών κοινωνικών και οικολογικών αναγκών των κατοίκων του πλανήτη, να τι διακυβεύεται στη μαύρη περίοδο που ανοίγεται μπροστά μας. Στο επίπεδό της, η Επιτροπή για την Ακύρωση του Χρέους του Τρίτου Κόσμου (Cadtm)  θα συμβάλει σε αυτό.