Daniel Bensaïd: «Ένας από τους πιο χαρισματικούς θεωρητικούς του μαρξισμού της γενιάς του»
του Tariq Ali
Σαν σήμερα, στις 12 Ιανουαρίου 2010, έφυγε ο γνωστός θεωρητικός του Μαρξισμού, ηγέτης του τροτσκιστικού κινήματος και αρχηγού της φοιτητικής επανάστασης του ’68 στη Γαλλία, Daniel Bensaïd, αφού έχασε τη μάχη με τον καρκίνο. Ο διανόητής και συγγραφέας Tariq Ali περιγράφει για λογαριασμό της εφημερίδας Guardian την πορεία του Daniel Bensaïd στην πολιτική και την περιπλάνησή του στους δρόμους της διανόησης.
O Γάλλος φιλόσοφος Daniel Bensaïd, ο οποίος απεβίωσε σε ηλικία 63 ετών από καρκίνο, ήταν ένας από τους πιο χαρισματικούς θεωρητικούς του μαρξισμού της γενιάς του. Το 1968, μαζί με τον Daniel Cohn-Bendit, συνέβαλε στην «Κινητοποίηση της 22ας Μαρτίου», η οποία βοήθησε στην πυροδότηση της εξέγερσης που συντάραξε τη Γαλλία τον Μάιο και τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς. Ο Bensaïd ξεσήκωνε τα πλήθη μαθητών και εργαζομένων εξηγώντας τις ιδέες του, ενώ κρατούσε το ακροατήριό του μαγεμένο. Ήμουν μάρτυρας σε μια ομιλία του στη γενέτειρά του την Τουλούζ, το 1969, όταν συμμετείχαμε σε ένα συλλαλητήριο 10.000 ανθρώπων προς υποστήριξη του Alain Krivine, ενός από τους επικεφαλής της εξέγερσης, κατά τη διάρκεια της προεδρικής του εκστρατείας όπου είχε θέσει υποψηφιότητα με την Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα (LCR).
H διεισδυτική ανάλυση του Bensaïd ποτέ δεν παρουσιάστηκε με συγκαταβατικό τρόπο, ανεξάρτητα από τη σύνθεση του ακροατηρίου. Οι ιδέες του προέρχονταν από τον κλασικό μαρξισμό - Μαρξ, Λένιν, Τρότσκι, Ρόζα Λούξεμπουργκ, όπως ήταν σύνηθες σε εκείνες τις ημέρες - αλλά ο τρόπος με τον οποίο τις εξετάζει και τις παρουσιάζει ήταν δικός του. Τα φιλοσοφικά και πολιτικά του γραπτά έχουν ηχούν λυρικά - στις ιδιαίτερα κουραστικές συνεδριάσεις των κεντρικών επιτροπών, θα μπορούσε κανείς να τον βλέπει συχνά να βυθίζεται στον Προυστ - και αντιστέκονται στην εύκολη μετάφρασή τους στα αγγλικά.
Ως ηγέτης της LCR και της Τέταρτης Διεθνούς, με την οποία συνδεόταν, ο Bensaid ταξίδεψε σε μεγάλο μέρος της Νότιας Αμερικής, ιδιαίτερα στη Βραζιλία, και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια οργάνωσης του Κόμματος των Εργατών (PT), που βρίσκεται σήμερα στην εξουσία υπό τον Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα. Μια απερίσκεπτη σεξουαλική επαφή ελάττωσε τη διάρκεια ζωής του Bensaid. Προσεβλήθη από Aids και, για τα τελευταία 16 χρόνια, ήταν εξαρτημένος από φάρμακα που θα τον κρατούσαν ζωντανό, τα οποία όμως είχαν θανατηφόρες παρενέργειες, όπως έναν καρκίνο, που τελικά τον σκότωσε.
Σωματικά, έγινε μια σκιά του προηγούμενου εαυτού του, αλλά η νοημοσύνη του δεν επηρεάστηκε και παρήγαγε πάνω από δώδεκα βιβλία για την πολιτική και φιλοσοφία. Έγραψε για την πίστη στον Εβραϊσμό, που έδειχνε ο ίδιος και άλλοι σύντροφοί του, η οποία ποτέ δεν τον είχε παραπλανήσει, για να ακολουθήσει το δρόμο του Σιωνισμό τυφλά και απερίσκεπτα. Απεχθανόταν την πολιτική της ταυτότητας (identity politics) και στα δύο τελευταία βιβλία του, Fragments Mécréants (Λόγος ενός απίστου, το 2005) και Eloge de la Politique Profane (Σε εκτίμηση της κοσμικής Πολιτικής, το 2008) - εξηγεί πώς αυτή είχε υποκαταστήσει τη σοβαρή κριτική σκέψη.
Ήταν ένας κορυφαίος δημόσιος διανοητής του μαρξισμού στη Γαλλία, τον οποίο ζητούσαν συχνά για συμμετοχή του σε talkshows και για τη συγγραφή δοκιμίων και σχολίων στις εφημερίδες Le Monde και Libération. Σε μια εποχή όπου ένα μεγάλο τμήμα της γαλλικής διανόησης άλλαξε στρατόπεδο και αγκάλιασε τον νεοφιλελευθερισμό, ο Bensaid παρέμεινε σταθερός, αλλά χωρίς ίχνος δογματισμού. Ακόμη και στη δεκαετία του 1960 είχε αποφύγει αριστερά κλισέ και σκεφτόταν δημιουργικά, συχνά αμφισβητώντας τις αλήθειες της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Μαθήτευσε στα λύκεια Bellevue και Fermat στην Τουλούζη, αλλά οι επιρροές που τον καθόρισαν ήταν οι γονείς του και ο κοινωνικός τους περίγυρος. Ο πατέρας του, Haim Bensaid, ήταν ένας Σεφαρδίτης Εβραίος προερχόμενος από μια φτωχή οικογένεια της Αλγερίας. Μετακόμισε στο Οράν, όπου βρήκε δουλειά ως σερβιτόρος σε ένα καφέ, αλλά σύντομα ανακάλυψε την πραγματική κλίση του. Εκπαιδεύτηκε ως πυγμάχος κι εξελίχθηκε σε πρωταθλητής μποξ βαρέων βαρών της βόρειας Αφρικής.
Η μητέρα του Daniel, Marthe Starck, ήταν μια ισχυρή και δραστήρια Γαλλίδα από οικογένεια της εργατικής τάξης στην Blois της κεντρικής Γαλλίας. Στα 18 μετακόμισε στο Οράν. Εκεί συνάντησε τον πυγμάχο και τον ερωτεύτηκε. Οι Γάλλοι έποικοι σοκαρίστηκαν και προσπάθησαν σκληρά να την πείσουν να μην παντρευτεί έναν Εβραίο, λέγοντάς της ότι ήταν καταδικασμένη να κολλήσει αφροδίσια νοσήματα και να βγάλει παιδιά με ανωμαλίες.
Με τη Γαλλία να βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή και το μεγαλύτερο μέρος της ελίτ της χώρας να φέρεται με μια διάθεση συνεργασίας με την κυβέρνηση του Vichy, η γαλλική αποικιακή διοίκηση ευθυγραμμίστηκε. Σαν Εβραίος, ο πατέρας του Daniel συνελήφθη, αλλά κατάφερε να δραπετεύσει από το στρατόπεδο αιχμαλώτων, και απερίσκεπτα αποφάσισε να πάει στην Τουλούζη, όπου η Marthe τον βοήθησε να αποκτήσει ψεύτικα έγγραφα. Με τη νέα του ταυτότητα, αγόρασε ένα μπιστρό, το Le Bar des Amis. Εκείνος κατάφερε να επιζήσει, σε αντίθεση με τους δύο αδελφούς του, οι οποίοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της κατοχής, κυρίως χάρη στη γυναίκα του, η οποία είχε ένα επίσημο πιστοποιητικό Vichy που δήλωνε για εκείνη ότι «δεν ανήκε στην εβραϊκή φυλή».
Συγκινητικά τα απομνημονεύματά του, Μία Αργή Ανυπομονησία (2004), όπου ο Daniel σημειώνει ότι αυτές οι βαρβαρότητες είχαν λάβει χώρα σε γαλλικό έδαφος μερικές δεκαετίες πριν από το 1968. Το Bar des Amis, έγραψε, ήταν μια κοσμοπολίτικη τοποθεσία όπου σύχναζαν Ισπανοί πρόσφυγες, Ιταλοί αντιφασίστες, πρώην μαχητές της αντίστασης και ένα πολύμορφο πλήθος εργαζομένων, με την τοπική οργάνωση του κομμουνιστικού κόμματος να κάνει τις συνεδριάσεις της εκεί. Λόγω των έντονων ρεπουμπλικανικών και ιακωβιστικών επιρροών της μητέρας του (όταν μία συγγενής της, έπειτα από ένα γαλλικό τηλεοπτικό πρόγραμμα που αφορούσε τη βρετανική μοναρχία, εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με τον απαγχονισμό του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ και της Μαρίας Αντουανέτας, η Marthe δεν της ξαναμίλησε για 10 χρόνια), θα ήταν απορίας άξιον αν ο νεαρός Bensaid γινόταν ολιγαρχικός.
Εξοργισμένος από τη σφαγή των Αλγερινών στη στάση του μετρό Charonne το 1961 (με εντολή του Maurice Papon, διοικητή της αστυνομίας και πρώην συνεργάτη των Ναζί), εντάχθηκε στην Ένωση των Κομμουνιστών Φοιτητών. Σύντομα όμως δυσαρεστήθηκε από την ορθοδοξία του κόμματος και οργανώθηκε σε μια αριστερή αντιπολιτευτική ομάδα στους κόλπους της Ένωσης που οργανώθηκε από τoυς Henri Weber (επί του παρόντος είναι γερουσιαστής με το Σοσιαλιστικό κόμμα) και Alain Krivine. Η κουβανική επανάσταση και η οδύσσεια του Τσε Γκεβάρα έκανε τα υπόλοιπα. Όσοι διαφωνούσαν εκδιώχθηκαν από το κόμμα το 1966.
Το ίδιο έτος, ο Bensaid εισήχθη στην σχολή Ecole Normale Supérieure στο Saint-Cloud και μετακόμισε στο Παρίσι. Εδώ βοήθησε να βρεθεί με την Κομμουνιστική Επαναστατική Νεολαία (JCR), όπου νέοι αντιφρονούντες είχαν ως έμπνευση τον Γκεβάρα και τον Τρότσκι. Αυτή αργότερα ενσωματώθηκε στην Κομμουνιστική Επαναστατική Λίγκα.
Την τελευταία φορά που τον συνάντησα, λίγα χρόνια νωρίτερα, στο αγαπημένο του καφέ στο Καρτιέ Λατέν του Παρισιού, είχε μεγάλη ζωτικότητα. Η ασθένεια δεν είχε εξασθενήσει τη θέλησή του να ζήσει ή να σκέφτεται. Τα πολιτικά ήταν πηγή ζωής γι αυτόν. Μιλήσαμε για την κοινωνική αναταραχή στη Γαλλία και το κατά πόσον θα ήταν αρκετή ώστε να φέρει τη σημαντική αλλαγή. Εκείνος σήκωσε τους ώμους του. «Ίσως να μη συμβεί στους καιρούς μας, αλλά εμείς εξακολουθούμε να παλεύουμε. Τι άλλο να κάνουμε;»
Ο Daniel Bensaïd, φιλόσοφος, γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου του 1946 και πέθανε στις 12 Ιανουαρίου 2010.