Αργεντινή: Αντιφάσεις της νεοαναπτυξιοκρατίας
του Κλάουντιο Κατς [1]
Η επιβράδυνση της οικονομίας στην Αργεντινή είναι ήδη ορατή σε πολλούς τομείς. Ο ρυθμός ανάπτυξης παρουσιάζει μια απότομη πτώση και κατά τους επόμενους μήνες θα φανεί αν η ύφεση οδηγήσει σε στασιμότητα. Υπάρχει αναδίπλωση στη βιομηχανία και τον τομέα των κατασκευών,η οποία οξύνει τη περιορισμένη δημιουργία θέσεων απασχόλησης των τελευταίων ετών ενώ παράλληλα δημιουργεί τις προυποθέσεις για την κατάργηση θέσεων εργασίας.
Οικονομική κατάσταση και προβλέψεις
Υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με τη διάρκεια και την ένταση της οικονομικής επιβράδυνσης. Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν, ότι η πτώση της παραγωγής θα είναι σύντομη, εφόσον το τρέχον εξάμηνο ανεβεί το επίπεδο δραστηριότητας του κυριότερου εταίρου της χώρας. Πιστεύουν ότι τα μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση της Βραζιλίας ,θα έχουν θετικό αντίκτυπο στην Αργεντινή. Προβλέπουν ,επίσης, ότι η ανοδική πορεία θα ξεκινήσει το 2013, αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για το ρεκόρ υψηλών τιμών στις καλλιέργειες . Η πλημμύρα των δολαρίων που θα προέλθουν από τις πωλήσεις αυτές ,θα διευκολύνουν τις εισπρακτικές ανάγκες ενώ παράλληλα θα μειώσουν τα ληξιπρόθεσμα δημόσια χρέη.
Άλλοι οικονομολόγοι περιγράφουν ένα πιο ζοφερό ορίζοντα, τόσο γιατί εκτιμούν ότι ο προηγούμενος κύκλος έκλεισε όσο και από την απουσία ιδιωτικών επενδύσεων. Αλλά κανείς δεν βλέπει την επανεμφάνιση στη χώρα, μιας κατάστασης παρόμοιας με την κατάρρευση του 2001-02. Συζητούν την έκταση που μπορεί να έχει η ύφεση , έχοντας ως σημείο αναφοράς το φθινόπωρο του 2009.
Είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσει κανείς την τρέχουσα κατάσταση με βάση την επίσημη εκτίμηση, η οποία λέει ότι ”όλος ο κόσμος έπεσε επάνω μας”. Στην πραγματικότητα, η επίδραση των εξωτερικών παραγόντων είναι περιορισμένη. Είναι αλήθεια ότι η στασιμότητα της Βραζιλίας επηρεάζει σημαντικά την εξαγωγική βιομηχανία. Αλλά η Ευρωπαϊκή πανωλεθρία έχει ελάχιστες συνέπειες και η σχετική απομόνωση του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος, εξουδετερώνει τις συνέπειες των διεθνών τραπεζικών τριγμών.
Επιπλέον, η τιμή ανά τόνο των κύριων εξαγωγών της Αργεντινής βρίσκεται στο απίθανο ρεκόρ των600 $, λόγω των κακών καιρικών συνθηκών (ξηρασία στις ΗΠΑ) και της χρηματοοικονομικής κατάστασης (κερδοσκοπία επί των πρώτων υλών). Η διάρκεια αυτής της εκπληκτικής ανατίμησης είναι απρόβλεπτη, αλλά συμβάλλει κατά 24% στην αύξηση , που σημείωσαν οι εμπορικές συναλλαγές από το 2007.
Οι οικονομολόγοι του κυβερνώντος κόμματος, σχετικοποιούν αυτά τα στοιχεία και εκτιμούν ότι η Αργεντινή θα γλυτώσει από τη παγκόσμια καταιγίδα ,χάρη στη σώφρονα διαχείριση των μακροοικονομικών μεταβλητών. Αντιπαραθέτουν την τακτική αυτή, με την καταστροφική διαχείριση που επικρατεί στην περιφέρεια της Ευρώπης. Συγκρίνουν τις δύο καταστάσεις και αναδεικνύουν την ικανότητα που επέδειξε η χώρα να αντιμετωπίσει την ίδια καταιγίδα ”χωρίς προσφυγή στην προσαρμογή” [2].
Αυτό όμως , δεν εξηγεί γιατί οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική (Χιλή, Κολομβία, Μεξικό, Περού), δεν περνούν από μια περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής . Αντιμετωπίζουν μια κατάσταση παρόμοια με της Αργεντινής , εφαρμόζοντας στρατηγικές οικονομικής απελευθέρωσης, ιδιωτικοποιήσεων και ευελιξίας στην αγορά εργασίας, παρόμοιες με τους ευρωπαίους ομολόγους τους.
Σαφώς, η παγκόσμια κρίση έχει διαφορετικές επιπτώσεις σε κάθε περιοχή, ανάλογα με τον οικονομική κατάσταση ή την χρηματοπιστωτική και εμπορική θέση τής κάθε χώρας στην παγκόσμια οικονομία. Για τους ίδιους λόγους που η καπιταλιστική κρίση επηρεάζει ,με διαφορετικό τρόπο τις ΗΠΑ και την Κίνα ή την Ινδία και τη Γαλλία, η κατάσταση στη Λατινική Αμερική διαφέρει από την Ευρώπη. Για να κατανοήσουμε αυτή την αντίθεση ,θα πρέπει να αποφεύγονται οι επιφανειακές αναλογίες, οι οποίες επιδιώκουν απλά να σταθμίσουν τα πλεονεκτήματα μιας οικονομικής πολιτικής σε βάρος μιας άλλης [3].
Η σύγκριση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ισπανία, με την Αργεντινή δεν ισχύει. Εξισώνουν οικονομίες που αντιμετωπίζουν πολύ διαφορετικά προβλήματα .Θα ήταν χρήσιμο να συγκρίνουμε τη σημερινή κατάσταση των χωρών αυτών ,με την δική μας κατάρρευση του 2001-02 . Μόνο τότε η Αργεντινή υπέφερε από την ίδια κατάρρευση και δεν πρέπει να ξεχνάμε ,ότι κατά την διάρκεια αυτού του κραχ, τα κυβερνώντα κόμματα στην εξουσία (PJ ή η Συμμαχία) ήταν οι εκτελεστές της ρύθμισης .Υιοθέτησαν τη σημαία της ανάπτυξης μόνο όταν η κρίση άρχισε να υποχωρεί.
Η χρησιμοποίηση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής καταιγίδας , ως εύκολο πολιτικό επιχείρημα, οδηγεί στην χειρισμό των εκτιμήσεων , ανάλογα με τις σκοπιμότητες της στιγμής. Η ίδια η συγκυρία χρησιμοποιείται για να διογκωθεί η αναταραχή (για παράδειγμα, να δικαιολογηθεί η αναβολή των εκλογών) ή για το αντίθετο: την ενδυνάμωση ενός μοντέλου “θωρακισμένου” απέναντι σε κάθε διεθνή αντιξοότητα.
Η σοβαρή ανάλυση για το τι συμβαίνει, ωστόσο, απαιτεί να ληφθεί υπόψη ,το αντιφατικό αποτέλεσμα της παγκόσμιας κρίσης, στην οικονομία της Αργεντινής και στις εσωτερικές ρωγμές του σημερινού μοντέλου. Αυτό το σχέδιο διήνυσε χωρίς δυσκολίες την πρώτη περίοδο ανάπτυξης (2003-2008) καθώς και το δεύτερο στάδιο λελογισμένων προσαρμογών (2009-2011).
Τρία καυτά σημεία
Ο πληθωρισμός είναι το πρώτο ιδιαίτερο πρόβλημα της εθνικής οικονομίας. Ο παραλογισμός της συγκάλυψης της ένδειας ,που πραγματοποιείται από το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής και Απογραφής(INDE
Ο πληθωρισμός, δημιουργεί και πάλι ένα ανησυχητικό επίπεδο φτώχειας και ανέχειας ,που τείνει να απομυζήσει το βασικό επίδομα κοινωνικής αρωγής .Μπορεί επίσης , να έχει αντίκτυπο στους μισθούς στον δημόσιο τομέα ,με την εκ νέου αναπροσαρμογή του ύψους των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που συμφωνήθηκαν προσφάτως.Ό,τι αποφασίστηκε στο πλαίσιο της κοινής συμφωνίας μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, θα ακυρωθεί αν συνεχιστεί η άνοδος των τιμών. Αυτό το αποτέλεσμα μπορεί να είναι πολύ σημαντικό για τους μισούς εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα , που κερδίζουν λιγότερα από 4000 πέσος.
Πολλοί καθοριστικοί παράγοντες συνδυάζονται για να τροφοδοτήσουν τον πληθωρισμό, αλλά οι τιμές αυξάνονται, κυρίως λόγω της διατήρησης της κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου. Οι καπιταλιστικοί όμιλοι διασφαλίζουν ξανά τα κέρδη τους.
Από το 2008 ο πληθωρισμός αντανακλά ισχυρούς περιορισμούς στην προσφορά, η οποία προέρχεται από το χαμηλό επίπεδο των επενδύσεων. Οι τιμές έχουν αυξηθεί λόγω της μειωμένης προσφοράς προϊόντων ενώ η ζήτηση επανακάπτει.Με αυτήν , όμως ,την παραγωγική ικανότητα δεν μπορούν να ικανοποιηθούν μεγαλύτερες παραγγελίες.
Επίσης,η αυξανόμενη νομισματική κυκλοφορία αρχίζει να αναδεικνύεται ως πιθανός επιταχυντής του πληθωρισμού. Ο ρυθμός δημιουργίας χρήματος έχει αυξηθεί και η ποσότητα των πέσος σε κυκλοφορία προκαλεί , όπως και στο παρελθόν, ανοδική ώθηση στις τιμές.
Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα της οικονομικής κατάστασης είναι η συνεχής διαφυγή κεφαλαίων. Για πληρωμές του χρέους και τη μεταφορά των κερδών των επιχειρήσεων , το περασμένο έτος μετανάστευσαν 13.5 δις δολάρια, δηλαδή το ισόποσο του συνολικού εμπορικού πλεονάσματος. Από τα τέλη του 2007 μέχρι τον Οκτώβριο του 2011, το ποσό αυτών των αποσύρσεων ανήλθε σε 80 δις δολάρια. Η αιμορραγία αυτή αντισταθμίστηκε από τα 100 δις δολάρια που απέφεραν οι εξαγωγές.
Το μέγεθος αυτής της φυγής κεφαλαίων οφείλεται σε πολλούς λόγους. Οι τοπικές θυγατρικές των ξένων εταιρειών μεταβιβάζουν τεράστια ποσά στην έδρα τους ,για να αντισταθμίσουν την επιδείνωση που επικρατεί στις οικονομίες των κεντρικών χωρών. Επιπλέον, πολλές εγχώριες επιχειρήσεις συνέχισαν την διασπορά των επενδύσεών τους στο εξωτερικό, φυλάσσοντας μέρος των κεφαλαίων τους έξω από τη χώρα .
Η βιομηχανία , από την άλλη πλευρά, προσπάθησε να αντιμετωπίσει τα εξωτερικά εμπόδια που δημιουργήθηκαν μετά από ένα κύκλο ευημερίας. Σε τέτοιες περιόδους το εμπορικό έλλειμμα ενισχύεται ,σε έναν τομέα που καταναλώνει πολύ συνάλλαγμα για τις εισαγωγές. Τέλος, η άνευ προηγουμένου χιονοστιβάδα στην αγορά καυσίμων από το εξωτερικό ,που προκάλεσαν τη φθίνουσα εσωτερική παροχή πετρελαίου, είχε αποτέλεσμα τη τεράστια απώλεια δολαρίων.
Η συνεχής προσδοκία της υποτίμησης ,δημιουργεί χάσμα στη συναλλαγματική ισοτιμία, η οποία επιδεινώνει την μετανάστευση του κεφαλαίου. Η λεγόμενη «απόσυρση του δολαρίου» στην πραγματικότητα οφείλεται, σε ένα «εν εξελίξει πληθωρισμό”, ο οποίος έχει διαταράξει τη σχέση μεταξύ των δύο μεταβλητών. Από το 2007 το εθνικό νόμισμα ανατιμήθηκε κατά 43%, ενώ οι εγχώριες τιμές αυξήθηκαν κατά 189%.
Το τρίτο σοβαρό πρόβλημα της σημερινής συγκυρίας είναι η δημοσιονομική ανισορροπία. Το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα εξαφανίστηκε ,όποια και αν είναι η τεχνική ερμηνεία του υπολογισμού της ανισορροπίας (μέσω της χρηματοδότησης που παρείχε η Κεντρική Τράπεζα και το Anses(Εθνική Υπηρεσία Κοινωνικής Ασφάλισης)). Εξαφανίστηκε το πλεόνασμα ,που υπήρχε στην αρχή αυτού του μοντέλου διαχείρισης και η κυβέρνηση προσφεύγει σε πολλά μέσα, για την αντιστάθμιση της απώλειας.
Η απουσία της προοδευτικής φορολογικής μεταρρύθμισης είναι η κύρια αιτία της φορολογικής στασιμότητας. Η αλλαγή στην είσπραξη φόρων είναι απαραίτητη για την εξισορρόπηση μέσω νέων εσόδων ,της σημαντικής αύξησης των δημοσίων δαπανών. Η αντοχή του παλαιού οπισθοδρομικού συστήματος ,έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια σε μια μη βιώσιμη κατάσταση, εξ αιτίας του μεγέθους των δημόσιων επενδύσεων που είναι ιδιαίτερα ανεπαρκές σε δύο τομείς (ενέργεια και μεταφορές).
Η δημοσιονομική επιδείνωση έχει πλήξει τις επαρχίες, στις οποίες αυξήθηκε σημαντικά η απασχόληση στο δημόσιο (από 764.000 σε 1,2 εκατομμύρια εργαζόμενους μεταξύ 2003 και 2012) και τώρα δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν αυτή την διεύρυνση . Οι αποδοχές του προσωπικού απορροφούν περισσότερο από το ήμισυ αυτών των προϋπολογισμών. Η ανεπαρκής χρηματοδότηση στην επαρχία, οξύνεται περαιτέρω από την απώλεια του ποσοστού στην κατανομή των εσόδων .Τα έσοδα αυτά, για πρώτη φορά, μειώνονται από 50,6% του συνόλου (1993), στο 34% (2009) και τελικά στο 32,7% (2011). Αντιμέτωποι με το τεράστιο έλλειμα που επηρεάζει τα δημόσια οικονομικά στο εσωτερικό της χώρας, δεν είναι αξιόπιστη η προεδρική εξήγηση, η οποία αποδίδει την ανισορροπία στην αναποτελεσματικότητα των διοικητών.
Η ερμηνεία αυτή αγνοεί ότι οι ίδιοι δημοσιονομικοί περιορισμοί έπληξαν την εθνική κυβέρνηση. Αυτές οι δυσκολίες καθόρισαν, για παράδειγμα, τη καθυστέρηση της προσαρμογής του κατώτερου μη φορολογήσιμου ορίου στην αύξηση των μισθών .Για το λόγο αυτό, η επίπτωση της φορολογίας επί των μισθών έχει γίνει ένα σημαντικό πρόβλημα. Περισσότερα από 3 εκατομμύρια εργαζόμενοι φορολογούνται προς όφελος των επιχειρηματιών. Σε πολλές περιπτώσεις αυτή η ‘’συνεισφορά’’ απορροφά ένα ολόκληρο δώρο Χριστουγέννων.
Οι συνέπειες της διατήρησης ενός τόσο οπισθοδρομικού φορολογικού συστήματος είναι κραυγαλέες. Οι απαλλαγές στα χρηματοπιστωτικά έσοδα και στους βιομηχανικούς κλάδους που προωθούνται, αφαιρούν από το ταμείο ετησίως 8,9 δις πέσος.Το ποσό αυτό υπερβαίνει κατά πολύ τις φορολογικές δαπάνες των 3 δις πέσος, το οποίο θα μπορούσε να καταργήσει μια φορολογική επιβάρυνση στους μισθούς και θα καταταγραφόταν στα κέρδη.
Αλλά το χειρότερο είναι, η επίσημη αιτιολόγηση αυτού του φόρου, ως ποινή για την «εργατική αριστοκρατία». Ισχυρίζονται ότι ο τομέας αυτός έχει βελτιώσει σημαντικά το επίπεδο του εισοδήματος του και πρέπει να έχει μεγαλύτερη φορολογική συμβολή. Μια τέτοια προσέγγιση παίρνει σαν δεδομένη την φορολόγηση του ειδικευμένου εργατικού δυναμικού και την απαλλαγή των χρηματιστών .
Μερικοί χρησιμοποίησαν την ίδια αιτιολογία, για να υποστηρίξουν την επιβολή διδάκτρων σε κρατικά πανεπιστήμια. Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η μεσαία τάξη πρέπει να πληρώσει περισσότερο από τους φτωχούς ,για τη χρήση των δημόσιων υπηρεσιών. Με αυτό τον τρόπο παρακάμπεται η εξάλειψη των φορολογικών προνομίων που προστατεύουν τις πλούσιες ομάδες.
Το κουστούμι της προσαρμογής
Ο πληθωρισμός, η φυγή κεφαλαίων και τα δημοσιονομικά ελλείμματα έχουν περιπλέξει το οικονομικό σενάριο. Το κατεστημένο πιέζει την κυβέρνηση να εξαπολύσει ισχυρή επίθεση κατά των εργαζομένων. Από τον περασμένο Νοέμβριο, διεκδικούν αυτό το αίτημα στην αγορά συναλλάγματος μέσω των μεγάλων αγορών δολαρίων.
Οι επιχειρηματίες έχουν τρία αιτήματα – διακοπή του προγράμματος- υποτίμηση , και νέος δανεισμός-μέσω των παλιών πρωταγωνιστών που επέστρεψαν στη σκηνή, (από τον Broda μέχρι τον Cavallo). Παρουσιάζουν τις προτάσεις τους ‘’ποντάροντας’’ στη συλλογική αμνησία ,για όσα συνέβησαν τη δεκαετία του ’90.
Οι πρώην εμπειρογνώμονες του Προγράμματος Μετατρεψιμότητας κινδυνολογούν κατά των περιορισμών των ατομικών οικονομικών ελευθεριών, ως εάν η καπιταλιστική οικονομία να λειτουργεί χωρίς αυστηρούς κανονισμούς. Επαναλαμβάνουν την τετριμμένη σύγκριση της εγχώριας οικονομίας με το εθνικό ισοδύναμο, για να θυμόμαστε ότι «δεν μπορούμε να ξοδεύουμε περισσότερα από όσα κερδίζουμε.” Αλλά να μην ξεχνάμε μόνο τις συμφωνίες τους για το χρέος . Παραβλέπουν την ποιοτική διαφορά ανάμεσα σε μια οικογένεια – με περιορισμένο εισόδημα- και ένα κράτος,που είναι ικανό να επηρεάσει το γενικό επίπεδο των δραστηριοτήτων των μακρο-οικονομικών πολιτικών.
Οι Δεξιοί προβλέπουν το ‘’Ροντριγκάτσο’’ (Rodrigazo) και το ενθαρρύνουν στην πράξη. Αναζητούν την αυτοκαταστροφή της σημερινής κυβέρνησης, φαντασιώνονται με την επιστροφή του ορθόδοξου νεοφιλελευθερισμού. Μετά από την κατάρρευση των οικονομιών που επαινούσαν την τελευταία δεκαετία (όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία), τώρα θέλουν να μιμηθούν το μοντέλο της Χιλής, του Περού και της Κολομβίας.
Αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι ο τρόπος με τον οποίο εμφανίζεται η υποκρισία. Οι απολογητές του ελεύθερου εμπορίου αμφισβητούν την εξάρτηση της αργεντίνικης οικονομίας από τη σόγια ["σόγια-εξάρτηση'' ( Melconian)]. Ο πρώην εκπρόσωπος της Διοίκησης των Ασφαλιστικών και Συνταξιοδοτικών Ταμείων (AFJP) προειδοποιεί ενάντια στη «σπατάλη των χρημάτων των συνταξιούχων’’. Οι αυτοκρατορίες του Τύπου επωφελήθηκαν από την ιδιωτικοποίηση του συνταξιοδοτικού συστήματος που το ονόμασαν κακοτυχίες της ανενεργού τάξης (Clarín). Τα πρώην στελέχη των αμερικανικών τραπεζών κατείγγειλαν την αύξηση του δημόσιου χρέους (Prat Gay).
Ορισμένοι οπαδοί της ρύθμισης αξιώνουν άμεσα υποτίμηση (López Murhpy). Άλλοι προτείνουν το ίδιο με πιο κομψό τρόπο. Μιλούν για «διόρθωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας » (Frenkel), “τακτοποίηση των απορυθμισμένων μεταβλητών ” (Lavagna) ή κατάργηση των “συναλλαγματικών αποθεμάτων » (Llach). Όλοι αποκρύπτουν ότι τα μέτρα αυτά θα προκαλέσουν άμεση επιδείνωση του λαϊκού εισοδήματος [4].
Κανείς δεν προτείνει τη μείωση του πληθωρισμού οριοθετώντας την κερδοφορία των καπιταλιστών. Προβλέπουν μια στάσιμη οικονομία, τη οποία αποκαλούν “αποτελεσματική αντιπληθωριστική πολιτική” (Rapaport Luis), ή “Ειλικρίνεια των τιμών” (Frigerio). Ούτε διορθώνεται το δημοσιονομικό έλλειμμα με την περικοπή των επιδοτήσεων σε μεγάλους ομίλους . Απλά απαιτούν να πάρει τέλος το ”πανηγύρι των δημόσιων δαπανών”. Πραγματικός στόχος τους είναι να ακυρώσουν τις κοινωνικές βελτιώσεις που επιτεύχθηκαν τα τελευταία χρόνια [5].
Οι Δεξιοί θεωρούν αμαρτωλή την αντιμετώπιση της ανισορροπίας των δημοσίων λογιστικών με οποιοδήποτε φόρο επί των πλουσίων. Για το λόγο αυτό ωρύονταν , πριν από την αγροτική αναπροσαρμογή . που έγινε στην επαρχία του Μπουένος Άιρες, για να έρθουν στο φως οι αξίες γης .που φορολογούνταν επτά φορές λιγότερο από ότι το 1984.
Οι καθεστωτικοί οικονομολόγοι δημιούργησαν σκάνδαλο για τον έλεγχο των εισαγωγών (Sturzenegger), παραλείποντας ότι οι εν λόγω περιορισμοί αποτελούν τον κανόνα στις συνετές οικονομίες του καπιταλιστικού κέντρου . Ορισμένες εφημερίδες (La Nación) φτάνουν στο σημείο να προειδοποιούν για αμερικάνικα και ευρωπαικά αντίποινα αγνοώντας τα δασμολογικά εμπόδια που δυσχεραίνουν τις εξαγωγές της Αργεντινής [6].
Για να συγκαλύψουν το πρόγραμμα προσαρμογής τα μέσα μαζικής ενημέρωσης χρησιμοποιούν έναν μαγικό όρο: “επαναφορά της εμπιστοσύνης”. Δεν διευκρινίζουν ότι αυτή η πολυαναμενόμενη ασφαλεία απευθύνεται αποκλειστικά στους μεγάλους καπιταλιστές. Η εμμονή τους είναι ”η βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος” με την μεγαλύτερη δυνατή προστασία των κερδών.
Η δεξιά πτέρυγα αγωνίζεται για την αντικατάσταση “της αμελούς “ τρέχουσας διαχείρισης από έμπειρα πρώην στελέχη της οικονομικής εξουσίας . Θεωρούν ότι η ικανοποίηση των τραπεζιτών και των βιομηχάνων διασφαλίζει τη βέλτιστη απόδοση του συστήματος. Δεν έχουν αντιληφθεί ότι η παγκόσμια κρίση ξέσπασε με την εφαρμογή αυτών των προτάσεων κατά τη διάρκεια δύο δεκαετιών αχαλίνωτης νεοφιλελεύθερης πρακτικής.
Οι ταλαντεύσεις του κυβερνώντος κόμματος
Η κυβέρνηση αγνοεί δημοσίως τα προβλήματα της οικονομίας και διαδίδει ένα φανταστικό σενάριο ευημερίας . Αλλά στην πραγματικότητα λαμβάνει υπόψη της την ατζέντα των ισχυρών και ταλαντεύεται μεταξύ της δοσολογίας και οριοθέτησης της προσαρμογής (“λεπτομερής ρύθμιση “(“sintonía fina”))και την επανενεργοποίηση της ανάκαμψης μέσω του πληθωρισμού. Αμφιταλαντεύεται μεταξύ δύο κατευθύνσεων και διαχειρίζεται μία δημόσια διοίκηση που κατρακυλά , με μεγάλη δόση αυτοσχεδιασμού.
Μέχρι τον περασμένο Μάρτιο συνεχίστηκε το πήγαινε έλα,θέτοντας αυστηρά ανώτατα όρια για τις μισθολογικές αυξήσεις (18%). Οι παρεμβάσεις κατά των συνδικάτων και των απεργιών προετοίμασαν το έδαφος. Για το σκοπό αυτό, αμαυρώθηκαν οι κοινωνικοί αγώνες και πολλαπλασιάστηκαν οι εκκλήσεις για την παθητικότητα των εργαζομένων (‘’στην Ευρώπη δεν κλείνουν το Palacio de la Moncloa’’ (την πρωθυπουργική κατοικία) ).
Αλλά η υπογραφή των συλλογικών συμβάσεων με αυξήσεις πάνω από 23% αποδυνάμωσε αυτή τη στρατηγική. Σημάδια λαϊκής αντίστασης και ένα δυσμενές πλαίσιο αντιπαράθεσης με τους εργαζόμενους, οδήγησε την κυβέρνηση να βάλει στο συρτάρι το αρχικό της σχέδιο. Ο σάλος που δημιουργήθηκε από την τραγωδία των Εντεκα καθόρισε τη στροφή που εγκαινιάστηκε με την αναβολή της αύξησης των φόρων στις μεταφορές .
Η ” λεπτομερής ρύθμιση ” έχει αντικατασταθεί από μια νέα προσπάθεια ,που στηρίζεται στην αφύπνιση της κατανάλωσης . Η αυξανόμενη βαρύτητα της ομάδας Kicilof επιβεβαιώνει την υπεροχή αυτής της επιλογής. Στοιχηματίζουν σε μια μικρή επιβράδυνση της οικονομίας και στο να ξεπεράσουν την τρέχουσα ύφεση με την ίδια αντι-κυκλική πολιτική ,που τέθηκε σε εφαρμογή το 2009.
Αλλά η βιωσιμότητα αυτής της επανάληψης είναι αμφίβολη. Πριν από τρία χρόνια υπήρχαν άφθονοι δημοσιονομικοί πόροι και μόλις είχε ξεκινήσει η φυγή κεφαλαίων και η επιτάχυνση του πληθωρισμού. Το έδαφος για την υιοθέτηση μέτρων με μεγάλο αντίκτυπο (όπως συνέβη με το επίδομα τέκνων) μειώθηκε και οι διαπραγματεύσεις με τις επιχειρήσεις ,που θα περιόριζαν τις απολύσεις, σαν αντάλλαγμα για τις επιδοτήσεις, θα ήταν πολύπλοκες. Οι επεμβάσεις αυτές απέτυχαν επίσης να περιορίσουν την ανοδο των τιμών ή να αντιμετωπίσουν την πτώση των ιδιωτικών επενδύσεων.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να τονώσει τη ζήτηση, με τη ρύθμιση της οικονομικής πολιτικής και την ενθάρρυνση της παραγωγής. Αλλά έχουν συσσωρευθεί πολλά από την καθυστέρηση της εφαρμογής και τη μείωση της αποτελεσματικότητας αυτών των μέτρων. Δεν είναι η ίδια προσπάθεια το 2012, με αυτή που έπρεπε να υλοποιηθεί το 2005 ή το 2007. Αυτή η ασυμφωνία επαληθεύεται σε πολλούς τομείς.
Η ηγετική ομάδα αποφάσισε, πρώτον, να παρακάμψει την υποτίμηση μέσω της αυξημένης πεσοποίησης ( μετατροπή σε πέσος) της οικονομίας. Ο δεδηλωμένος στόχος είναι να διοχετεύσουν τα δολάρια που κυκλοφορούν στην παραγωγική δραστηριότητα και να διασφαλίσουν το συνάλλαγμα. Ορισμένοι οικονομολόγοι υπογραμμίζουν περαιτέρω την πατριωτική ανάγκη για την ανάκτηση της υπεροχής του εθνικού νομίσματος και ζητούν να αγνοηθούν οι διακυμάνσεις της παράλληλης αγοράς. [7].
Αλλά η πεσοποίηση άρχισε όταν ήδη είχε φύγει στο εξωτερικό ένα μεγάλο μέρος από τα δολάρια που ήταν αποταμιευμένα . Ήταν ανεκτή η φυγή κεφαλαίων , η απώλεια κερδών και οι τεράστιες δαπάνες για την εισαγωγή καυσίμων. Αναμφίβολα, ο έλεγχος του συναλλάγματος είναι η αφετηρία μιας πολιτικής, για την προστασία της εγχώριας οικονομίας ,απέναντι στην παγκόσμια αστάθεια. Αλλά αυτός ο στόχος δεν επιτυγχάνεται με σπασμωδικές ενέργειες, αυθαίρετες και προσωρινές.
Ένα δεύτερο παράδειγμα της καθυστερημένης αντίδρασης είναι η εξαγγελία ενός προγράμματος παροχής στεγαστικών δανείων, μετά από πολλά χρόνια παρότρυνσης για την οικοδόμηση πολυτελών κατοικιών ,που θα ανεβάσουν τις τιμές των ακινήτων και θα κάνουν αδύνατη την πρόσβαση στα λαϊκά στρώματα. Το νέο πρόγραμμα δεν θα χρηματοδοτηθεί από τη φορολόγηση των καπιταλιστών ,οι οποίοι πλουτίζουν από την οικοδομική άνθηση, αλλά με κεφάλαια από το Anses . Προβάλλεται το επιχείρημα ότι αυτή η ενέργεια θα δώσει ώθηση στην οικονομική ανάκαμψη και μεγαλύτερη ροή χρημάτων για τις μελλοντικές πληρωμές των συντάξεων. Αλλά οι ηλικιωμένοι χρειάζονται άμεσες βελτιώσεις και δεν μπορούν να περιμένουν τους καρπούς αυτής της ευημερίας.
Ενώ η συνολική κάλυψη του πληθυσμού αυξήθηκε σημαντικά (από 68% το 2005 σε 91% το 2010), οι συντάξεις κατά μέσο όρο είναι περίπου στο 40-50% του μέσου μισθού. Το 75% λαμβάνει το ελάχιστο ποσόν και πολλοί έχουν υποστεί ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων μεταξύ 2002 και 2006. Υπάρχουν επίσης 266.000 αγωγές σε εκκρεμότητα και κάθε χρόνο ρυθμίζεται μόνο το ένα τέταρτο των τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων. Είναι αλήθεια ότι τα χρήματα του Anses πρέπει να επενδυθούν σε εγχώριες παραγωγικές δραστηριότητες, αλλά η προτεραιότητα είναι να καταβληθούν οι οφειλές που εκκρεμούν στους ηλικιωμένους.
Αν συνεχίσει , εξάλλου, η χρήση των πόρων της κοινωνικής πρόνοιας για την κάλυψη των τρεχουσών δαπανών του κράτους (επιδόματα – βοηθήματα τέκνων για ανέργους , ελλείματα των επαρχιών …)το Ταμείο Αειφορίας (Fondo de Sustentabilidad) διατρέχει σοβαρό κίνδυνο απομείωσης . Πέρυσι, το ενεργητικό του αυξήθηκε κατά 12,1% έναντι του 24% πληθωρισμού.
Η απόφαση καταναγκασμού των τραπεζών , να διαθέσουν ένα ποσοστό του χαρτοφυλακίου τους σε δάνεια για επενδύσεις, είναι ένα τρίτο παράδειγμα των καθυστερήσεων και τα ανεπαρκών μέτρων. Για χρόνια, ο λόγος των βιομηχάνων δεν απηχούσε την πραγματική οικονομική δραστηριότητα. Οι τράπεζες έκαναν περιουσίες με τα καταναλωτικά δάνεια και τις χρηματιστηριακές συναλλαγές με κρατικά χρεόγραφα.
Ορισμένοι οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι τα νέα μέτρα με πιστωτικό προσανατολισμό είναι εφικτά μόλις τώρα, που ολοκληρώθηκε η μεταρρύθμιση στο καταστατικό της Κεντρικής Τράπεζας. Λένε ότι οι αυτές οι αλλαγές διευρύνουν τη δυνατότητα της χρησιμοποίησης των αποθεματικών για αντι-κυκλικές πολιτικές. Υποστηρίζουν ότι μπορεί να ρυθμίσουν τελικά το ποσό των χρημάτων για τις ανάγκες της οικονομίας και όχι μόνο για τους στόχους του πληθωρισμού [8].
Η επίτευξη αυτών των στόχων θα απαιτήσει σαφείς προτεραιότητες της παραγωγής για τη χρήση των αποθεμάτων. Είναι αλήθεια ότι έχουν εξαλειφθεί τα απομεινάρια της πολιτικής της μετατρεψιμότητας (του νομίσματος )και τα εικονικά κριτήρια ανεξαρτησίας της Κεντρικής Τράπεζας(BCRA). Αλλά επιτρέπονται άλλοι μεγάλοι περιορισμοί , όπως οι πληρωμές του εξωτερικού χρέους με αποθησαυρισμένα δολάρια. Χρησιμοποιείται επίσης παραπλανητική ρητορική για να δικαιολογήσει αυτές τις δαπάνες. Η περίπτωση ακύρωσης της BODEN 2012 είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτής της τακτικής.
Το μέτρο παρουσιάστηκε σαν πατριωτική πράξη («χωρίς χρέος είμαστε πιο ελεύθεροι”), που ξεφορτώνεται μια ξένη κληρονομιά («σταματάμε να πληρώνουμε το corralito που μας άφησαν άλλοι”). Αλλά στην πραγματικότητα έχει επικυρωθεί η κοινωνικοποίηση των ζημιών που προκάλεσε η υποτίμηση της ασύμμετρης πεσοποίησης, το 2002. Η αποζημίωση αυτή ευνόησε περισσότερο τις τράπεζες παρά τους καταθέτες, δεδομένου ότι μόνο το 23% των καταθετών ήταν σε θέση να διατηρήσει τους τίτλους. Οι περισσότεροι έπρεπε να τα ρευστοποιήσουν σε χαμηλές τιμές.
Η καταβολή , όμως, αυτού του συμβολικού μπόνους, είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της αυτονομίας της κυβέρνησης στη διαχείρηση των δημόσιων οικονομικών .Το ίδιο συνέβη και με την έγκαιρη αποπληρωμή του χρέους προς το ΔΝΤ. Αλλά είναι σημαντικό να σημειωθεί πως αυτή η ευελιξία χρησιμοποιείται για να ευνοήσει τους πιο συγκεντρωμένους καπιταλιστικούς ομίλους .
Η διαχείριση της βιομηχανίας του πετρελαίου, αποτελεί ένα τέταρτο παράδειγμα της λάθος προσέγγισης των προβλημάτων και της απόδοσης ευθυνών σε άλλους. Για οκτώ χρόνια, η κυβέρνηση αγνόησε τις αμέτρητες καταγγελίες για λεηλασίες που διαπράχθηκαν από τη REPSOL. Επαίνεσε την εταιρεία, επικυρώνοντας ακόμη και μία διαρροή που μόνο στη λεκάνη της Cuenca Neuquina ,άφησε ένα περιβαλλοντικό χρέος ύψους 5 δις δολαρίων . Η εθνικοποίηση ήρθε όταν η απώλεια της αυτάρκειας,η μείωση των αποθεμάτων και οι δαπάνες εισαγωγής δημιούργησαν μια ανυπόφορη κατάσταση.
Η τρέχουσα στρατηγική διαχείρησης του πετρελαίου είναι ένας μεγάλος άγνωστος. Από τη μία πλευρά, διορίστηκε επικεφαλής της YPF, ο διαχειριστής των ιδιωτικών πετρελαίων (Gallucio), ο οποίος επιδιώκει να συνάψει συμβάσεις με τις εταιρείες, που ευνοούνται από την αύξηση των τιμών, ανάλογα με το ποσοστό εξόρυξης του πετρελαίου( en boca de pozo).Από την άλλη πλευρά, έχει επεκτείνει τον κρατικό έλεγχο σε όλες τις επενδύσεις και τα κέρδη στον τομέα, αντιστρέφοντας την ελεύθερη διαθεσιμότητα του αργού πετρελαίου, ενώ συνάπτει συμφέρουσες εταιρικές συμφωνίες με την PDVSA. Αυτές οι διακυμάνσεις στη διαχείριση των υδρογονανθράκων ακολουθούν το ίδιο αμφίθυμο μοτίβο που επικρατεί στον τομέα του νομίσματος, της παραγωγής ή των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών .
Συγγένειες μεταξύ των δύο μοντέλων
Η οικονομική πολιτική του κιρσνερισμού ποικίλλει ανάλογα με τις σημαντικές ανισορροπίες που επηρεάζουν την οικονομία της Αργεντινής. Το κυβερνών κόμμα προσπαθεί να διαχειριστεί τις εντάσεις χωρίς να αναστρέψει τις αιτίες τους. Δεν τροποποιεί τον εύθραυστο χαρακτήρα της εθνικής παραγωγικής δομής και σε διάφορους τομείς επιτείνει αυτήν την ευπάθεια.
Το μοντέλο υποστηρίζει την αυξανόμενη εξάρτηση από μια μονο-καλλιέργεια που διευρύνει την υπεροχή της. Η σόγια που εξαπλώνεται με την αποψίλωση των δασών και τα αγροτοξικά φάρμακα σε όλες τις γεωργικές εκτάσεις, προκαλεί την έξωση αγροτών, τη συγκέντρωση των γαιών και τη μείωση του αριθμού των γεωργικών εκμεταλλεύσεων.
Τις ίδιες επιπτώσεις δημιουργεί η επέκταση του ανοιχτού μεγα- ορυχείου, που απειλεί την παροχή του νερού από τους παγετώνες. Αυτή η δραστηριότητα καταστρέφει τις παραδοσιακές καλλιέργειες και ενισχύει τους ” οικονομικούς θυλάκους» που διευθύνονται από πολυεθνικές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν δημιουργούν θέσεις εργασίας, και δεν πληρώνουν φόρους ανάλογα με τη δραστηριότητά τους. Αυτός ο τρόπος εξόρυξης επιδεινώθηκε από τη έλλειψη καυσίμων η οποία ακολούθησε την απώλεια της αυτάρκειας. Η έλλειψη πετρελαίου και φυσικού αερίου εμποδίζει την ανάπτυξη της οικονομίας.
Μετά από οκτώ χρόνια υψηλής ανάπτυξης δεν παρατηρείται αποτελεσματική ανάκαμψη της βιομηχανίας. Ο μεταποιητικός τομέας έχει επεκταθεί κάτω από την ώθηση των κυκλικών διακυμάνσεων, χωρίς να διορθώσει τις ανεπάρκειές του, την υψηλή συγκέντρωση, την συνεχή επέκταση της αλλοδαπής ιδιοκτησίας και τη συστηματική μεταφορά των κερδών στο εξωτερικό.
Για τους λόγους αυτούς, επανεμφανίστηκαν οι παλιοί περιορισμοί που επηρεάζουν έναν τομέα ιδιαίτερα εξαρτώμενο, κλαδικά κατακερματισμένο και εμπορικά ελλειματικό .Οι εισαγωγές αυξάνονται πλεον ταχύτερα από τις εξαγωγές .Το μοντέλο λειτουργεί με την επικύρωση μιας καπιταλιστικής λογικής υψηλής αποδοτικότητας , η οποία προωθεί την παραγωγή των αυτοκινήτων αντί των τρένων και την κατασκευή των ουρανοξυστών, σε βάρος των λαϊκών συγκροτημάτων στέγασης. Προάγουν την κατανάλωση των υψηλών εισοδημάτων και όχι την παραγωγική ανάπτυξη.
Είναι αλήθεια ότι στο πλαίσιο αυτό έχει ολοκληρωθεί η ανάκτηση σημαντικών λαικών κατακτήσεων . Η επίσημη πολιτική δέχτηκε σε αυτόν τον τομέα, την επίδραση των κοινωνικών δυνάμεων που ήταν ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους. Για το λόγο αυτό ,οι αποδοχές στο επίσημο τομέα εργασίας αυξήθηκαν με βάση τον πληθωρισμό. Αλλά τα επιτεύγματα αυτών των εργαζομένων δεν έχουν εξαπλωθεί και σε άλλους . Αντίθετα, ενισχύεται η διάσπαση μεταξύ των εργαζομένων που έχουν την κοινωνική προστασία και τους ανασφάλιστους που στερούνται οποιαδήποτε κάλυψη.
Οι ανεπίσημα εργαζομένοι εξακολουθούν να υφίσταται άσχημες συνθήκες εκμετάλλευσης της εργασίας με άθλια εισοδήματα . Η ύπαρξη των μεγάλων κοινωνικών δαπανών επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα κοινωνικής πρόνοιας που να συμπεριλαμβάνει και τους άστεγους . Η ανισότητα παραμένει σε επίπεδα παρόμοια με τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και θα ήταν αφελές να υποθέσουμε ότι το οικονομικό μοντέλο είναι άσχετο από τα αποτελέσματα αυτά.
Μερικοί υποστηρικτές του κυβερνώντος κόμματος αγνοούν αυτά τα προβλήματα, άλλοι επαναλαμβάνουν το μοτίβο ‘’παραλάβαμε κληρονομιά ” και κάποιοι αναλυτές εκτιμούν ότι οι δυσκολίες είναι πολύ μικρότερες από τα επιτεύγματα. Υποστηρίζουν αυτή την άποψη λόγω της έντονης αντιπαράθεσης που υπάρχει μεταξύ των δεξιών που στέκονται κριτικά απέναντι στο μοντέλο και των επαίνων που προέρχονται από προοδευτικούς οικονομολόγους του εξωτερικού. Πιστεύουν ότι και οι δύο αντιδράσεις επιβεβαιώνουν ότι είμαστε στο σωστό δρόμο. [9].
Αλλά αυτό δείχνει μόνο πώς υπάρχει πόλωση μεταξύ των απόψεων των νεοαναπτυξιοκρατών του ισχύοντος προγράμματος και των προτάσεων της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας. Αυτές οι δύο επιλογές θεωρούνται ως η μόνη εφικτή συζήτηση για την πορεία και ως εκ τούτου ασχολούνται μόνο με τις διαφορές μεταξύ των δύο μοντέλων. Οι διαφορές που επισημαίνονται είναι στην οικονομική πολιτική (ώθηση της οικονομίας μέσω της ζήτησης και των επενδύσεων), τη διοίκηση του κράτους (ρύθμιση ή ιδιωτικοποιήσεις) και τα κυρίαρχα συγκρουόμενα συμφέροντα (αγρο-βιομηχανικοί όμιλοι έναντι χρηματοπιστωτικών ομιλών) [10].
Αλλά υπογραμμίζοντας αυτές τις διαφορές χάνονται από την οπτική μας πολλαπλά συγκοινωνούντα δοχεία που συνδέουν τα δύο προγράμματα . Η συγγένεια αυτή σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στη συντηρητική σφραγίδα που έχει η σύχρονη νεοαναπτυξιοκρατία .Αυτό το ρεύμα είναι αντίθετο σε οποιαδήποτε πραγματική αναδιανομή του εισοδήματος, τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου για το λαό σε βάρος των κερδών των επιχειρήσεων. Για το λόγο αυτό δεν μειώνει την ανισότητα με προοδευτικά φορολογικά μέτρα.
Το κοινωνικό χάσμα δεν μπορεί να μειωθεί χωρίς να επηρεαστούν τα κέρδη που προωθεί το σημερινό μοντέλο, ως κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης. Οι νεοαναπτυξιοκράτες θεωρητικοί αγνοούν αυτήν την πραγματικότητα, επειδή διατηρούν μια ειδυλλιακή άποψη του καπιταλισμού και υποθέτουν ότι η πνοή του κέρδους είναι πλήρως συμβατή με σημαντικές και βιώσιμες βελτιώσεις για τη λαϊκή πλειοψηφία. Διαλαλούν την πρόοδο για την ευημερία όλων των πολιτών με την βελτίωση των υπαρχόντων πολιτικών θεσμών, ως εάν οι κοινωνικές συγκρούσεις και ταξικές αντιθέσεις να είναι ιστορίες του παρελθόντος.
Η αργεντίνικη νεοαναπτυξιοκρατία είναι η περιφερειακή προώθηση της αντίληψης ενός οικονομικού σχεδίου ,το οποίο κερδίζει έδαφος σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής, λόγω της αυξανόμενης αίγλης του νεοφιλελευθερισμού. Άρχισε να αναπτύσσεται ακόμα και στη Βραζιλία, μέσω μιας υβριδικής μορφής λειτουργίας του , που διέπρεψε κατά τη δεύτερη θητεία του Λούλα [11].
Σε αντίθεση με την παλιά αναπτυξιοκρατία οι σύγχρονοι υποστηρικτές της, θεωρούν δευτερεύουσα την εκβιομηχάνιση από την εξαγωγή των βασικών αγαθών και δεν διοχετεύουν τα έσοδα που εισπράτονται από το κράτος, προς την ανάπτυξη των δημόσιων επιχειρήσεων. Ούτε δίνουν προτεραιότητα στην εγχώρια αγορά και αποδέχονται την παθητική παρέμβαση της Λατινικής Αμερικής ως διεθνή προμηθευτή των ορυκτών, των τροφίμων ή των καυσίμων.
Η νεοαναπτυξιοκρατία συντονίζεται με τους τομείς των κυρίαρχων τάξεων, που έχουν διεθνοποιήσει τις πηγές κέρδους τους. Προωθεί τη δραστηριότητα των ομάδων αυτών, μέσω ενεργών παρεμβάσεων του κράτους, ενός ευρύτερου περιφερειακού συντονισμού και την αυξημένη χρηματοπιστωτική αυτονομία. Στηρίζει όλα τα σχέδιά της στο νέο στάδιο της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και αφήνει πίσω του όλες τις αντιιμπεριαλιστικές ιδιοτροπίες του παρελθόντος.
Ανάδυση της εθνικής αστικής τάξης;
Οι υπερασπιστές του μοντέλου σταθμίζουν την ανάκτηση μίας εθνικά κυρίαρχης διαχείρησης της οικονομίας, αλλά ποτέ δεν διευκρινίζουν ποιοι θα είναι οι κύριοι δικαιούχοι τής εν λογω προσπάθειας. Αντί να καθορίζουν τα θέματα αυτά ,απαντούν με γενικότητες (όλη η κοινωνία), που θυμίζουν εθνικιστές (η χώρα, η πατρίδα) ή με εφαπτόμενες αναφορές στην πλειοψηφία (ο λαός). Μόνο λίγοι οικονομολόγοι αναγνωρίζουν ότι ο κύριος κοινωνικός στόχος, τού εν εξελίξει καθεστώτος, είναι να αναδημιουργήσει την σημερινή εθνική αστική τάξη, που τόσο συχνά επαινούσε ο Κίρσνερ.
Αλλά αυτό έρχεται σε αντίθεση, με την απουσία των μεγάλων καπιταλιστικών ομίλων, που επικεντρώνονται αποκλειστικά στην τοπική συσσώρευση και στην εγχώρια αγορά. Τα διάφορα τμήματα της επιχειρηματικής κοινότητας, δεν καταλαμβάνουν πλέον περίοπτη θέση στην κορυφή της οικονομικής εξουσίας. Το κατεστημένο έχει σε μεγάλο βαθμό διαμορφωθεί από εξαγωγικούς ομίλους και διάφορες επιχειρήσεις με μεγάλα κεφάλαια και συμφέροντα στο εξωτερικό.
Κατά τα τελευταία οκτώ χρόνια έχουν χρησιμοποιηθεί τεράστιοι πόροι του κράτους για την προώθηση της αναβίωσης της εθνικής αστικής τάξης, ελπίζοντας να υποστηριχθεί η ανάπτυξη αυτού του οικονομικού μοντέλου. Οι επιδοτήσεις αυτές ,εξοφλήθηκαν στο σύνολό τους από τα λαϊκά στρώματα και το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό. Επαναλαμβάνεται η ανεπιτυχής εμπειρία ενός “παλιoύ γνώριμου καπιταλισμού’’ που σπαταλάει πόρους και εμποδίζει την εκβιομηχάνιση. Αναλυτές που σχετίζονται στενά με το ισχύον σύστημα αναγνωρίζουν αυτό το αποτυχημένο αποτέλεσμα [12].
Η διαδοχή των σκανδάλων διαφθοράς είναι μια έκφραση αυτής της αποτυχίας. Οι μίζες είναι ένα αναπόφευκτο καρύκευμα οποιασδήποτε στρατηγικής για τη διαμόρφωση μιας καπιταλιστικής τάξης με προνόμια στο δημόσιο τομέα. Αλλά η συγκρότηση επιχειρήσεων που στηρίζονται στην κρατική ρύθμιση έχει ακμάσει χωρίς κανένα αντάλλαγμα για τις ιδιωτικές επενδύσεις ή την επέκταση της παραγωγής.
Η υπόθεση Ciccione αποτελεί την πιο πρόσφατη από αυτές τις διαπραγματεύσεις. Δεδομένου ότι ως αντιπρόεδρος ασχολείται με ένα θέμα τόσο ευαίσθητο όπως η εκτύπωση χρήματος, είχε μεγάλο αντίκτυπο. Η σύγκρουση ανάμεσα στην ομάδα που χρηματοδοτείται από τον Boudou και την ανταγωνιστική στον τομέα ,εταιρεία Boldt, (προστατεύεται από αρκετούς διοικητές) συνοδεύτηκε από τη συνήθη διαδικασία πλουτισμού των ανώτερων υπαλλήλων. Ο θόρυβος που έκαναν τα μέσα ενημέρωσης που αντιτίθενται στην κυβέρνηση (όπως με τον Clarín) είναι ανάλογος με την σιωπή που έπεσε , όταν οι διαπραγματεύσεις θα έβλαπταν τα συμφέροντά τους(συνταξιοδοτικά ταμεία, γεωργική βιομηχανία, δημοσιογραφικό χαρτί).
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να τονιστεί η ύπαρξη ενός μεγάλου δικτύου καπιταλιστικών ομάδων, που επωφελούνται από τη νεοαναπτυξιοκρατία ,χωρίς όμως την αναδημιουργία της αναμενόμενης εθνικής αστικής τάξης. Οι τομείς αυτοί ”τιμώνται” με τις επίσημες επιδοτήσεις που συσσωρεύουν, σπαταλούν ή διαφεύγουν χωρίς να ολοκληρώνουν τις επενδύσεις που υπόσχονται.
Μπροστά σε αυτές τις απογοητεύσεις η επίσημη αντίδραση ήταν η επαναφορά ενός άλλου υποκατάστατο του ιδίου είδους. Τον τελευταίο καιρό έχουν εκτοπιστεί οι Britos, Eurnekian και Mindil, ενώ ο Cristóbal López είναι ακόμα στο παιχνίδι και αναζητά νέους συνεργάτες σε διάφορες δραστηριότητες (πετρέλαιο, ηλεκτρικό ρεύμα, δρόμοι) [13]
Αυτό που συνέβη στο σιδηροδρομικό σταθμό είναι ιδιαίτερα ενδεικτικό της επίσημης τάσης ,να αντικατασταθεί ένας συνεργάτης σε δυσμένεια .από κάποιον άλλο του ίδιου τύπου. Μετά την τραγωδία των Εντεκα αφαίρεσαν το προνόμιο από τον Cirigliano για να το δώσουν στον Roggio-Romero .Αυτό το κάστρο διατηρεί την ίδια δομή για δεκαετίες, υπό την αιγίδα των ίδιων μαφιόζων υπαλλήλων και γραφειοκρατών συνδικαλιστών που συμμετέχουν στην UGOFE. Αποδείχθηκε ότι ένα “παρόν κράτος ” μπορεί να είναι τόσο ολέθριο όσο και ένα «απόν», αν βοηθάει στην οργάνωση διαπραγματεύσεων (Jaime), ή στην επικύρωση της συνενοχής (Schiavi).
Οι οικονομολόγοι Κ( οι Κιρσνερικοί) ,συνεχίζουν να διαφωνούν για τους λόγους που εμποδίζεται η επανεμφάνιση των ικανών επιχειρηματιών, που παρατηρείται σε άλλα μέρη . Μερικοί πιστεύουν ότι υπάρχει ένας ιστορικός καθοριστικός παράγοντας, που είναι δύσκολο να αποφευχθεί σε μια χώρα που σχηματίζεται γύρω από το αγροτικό εισόδημα. Άλλοι πιστεύουν ότι η βελτίωση των συστημάτων ελέγχου από το κράτος ,θα πρέπει να επιτευχθεί τροποποιώντας το πρότυπο των αργεντίνων καπιταλιστών , οι οποίοι είναι απρόθυμοι να επενδύσουν ή διστάζουν να ρισκάρουν και έχουν συνηθίσει στο άμεσο κέρδος.
Κανείς δεν ξέρει αν ποτέ εμφανιστεί ξανά, η αναμενόμενη εθνική αστική τάξη. Αλλά το να μαδάς την μαργαρίτα έχει κόστος, καθώς η κυβέρνηση εκχωρεί μνημειώδεις επιδοτήσεις για το έργο αυτό . Εάν αποκαλυφθούν αυτοί οι αριθμοί ,θα είναι πολύ δύσκολο να υπερασπιστεί δημοσίως τέτοια υπερβολή. Τελικά, το οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα της Αργεντινής δεν είναι στην κυρίαρχη μορφή του καπιταλισμού, αλλά στην συνέχιση ενός συστήματος που παράγει εκμετάλλευση, βάσανα και αδικία. Τα δεινά του καπιταλισμού, δεν διορθώνονται αναζητώντας ένα άλλο καπιταλισμό.
Σύγχυση και ευκαιρίες
Η προτεραιότητα που θέτει η νεοαναπτυξιοκρατία, για την ενίσχυση των τοπικών επιχειρηματικών ομάδων , οδηγεί στην αναβολή της ικανοποίησης πολλών κοινωνικών αιτημάτων. Οι δημόσιοι πόροι, που προέρχονται από την δραστηριότητα ιδιωτών ,δεν είναι πλεον δημοφιλείς . Ευτυχώς οι εργαζόμενοι και τα κοινωνικά κινήματα συνεχίζουν τα αιτήματά τους, χωρίς να υπονομεύονται από τους αστικούς στόχους που τροφοδοτούνται από το κυβερνών κόμμα.
Η έντονη πρακτική των διαδηλώσεων, των πικετοφοριών και των απεργιών συνεχίζεται ,μαζί με το υψηλό επίπεδο μαχητικότητας, που χαρακτηρίζει τους εργαζόμενους της Αργεντινής. Αλλά αυτή η δράση δεν εκφράζει τα δικά τους σχέδια, τα οποία είναι αντίθετα με τις διάφορες πολιτικές παρατάξεις, που ευνοούν νεοφιλελεύθερες ή νεοαναπτυξιοκρατικές
Για να προχωρήσει αυτός ο σχηματισμός ,είναι σημαντικό να αποφευχθεί η σύγχυση ,ανάμεσα στην κριτική προς την κυβέρνηση και τα ερωτήματα που προπαγανδίζει η νεοφιλελεύθερη αντίδραση. Είναι ζωτικής σημασίας να αποσαφηνιστούν αυτά τα ζητήματα, στο σημερινό πλαίσιο τού βομβαρδισμού των δεξιών μέσων ενημέρωσης. Το καθεστώς επιδιώκει να διαδώσει μια εικόνα ομοιόμορφων αντιρρήσεων, συμπληρωματικών και συμβατών με όλους τους αντιπάλους , ενάντια σε έναν κοινό εχθρό, την κυβέρνηση. Η στρατηγική αυτής της σύγχυσης ευνοεί ιδιαίτερα τα οικονομικά ζητήματα.
Τα τελευταία χρόνια, πολλοί κεντοαριστεροί επικριτές της πολιτικής Κίρσνερ ,φλέρταραν εσκεμμένα ή ακούσια στην κατατεύθυνση αυτή. Τον τελευταίο καιρό αυτή η στάση έχει αλλάξει, αλλά δεν έχει εκλείψει . Κάποιοι ακόμη αρνούνται την καταγραφή των διαφορών που χωρίζουν την κυβέρνηση και τους νεοφιλελεύθερους. Αυτή η άγνοια είναι μοιραία και οδηγεί σε σύγχυση, κάθε φορά που το κυβερνών κόμμα υιοθετεί μικρής έκτασης προοδευτικά μέτρα (όπως η πρόσφατη εθνικοποίηση της YPF). Η αποδιάρθρωση είναι ακόμη μεγαλύτερη ανάμεσα σε εκείνους που επαναλαμβάνουν το σενάριο των μέσων ενημέρωσης ενάντια στον προεδρικό “απολυταρχισμό”, ή ” λαικισμό” .
Στην αριστερά παρατηρούνται οι πιο ακραίες περιπτώσεις τύφλωσης. Μερικοί επικριτές έχουν αντιστρέψει πλήρως την ερμηνεία των οικονομικών γεγονότων και χαρακτηρίζουν τη πεσοποίση , ως το ξεκίνημα ενός ”Rodrigazo” και την εθνικοποίηση της YPF, ως τα προεόρτια της εκ νέου ιδιωτικοποίησης της εταιρείας. Διαδίδουν επίσης προβλέψεις για χρηματοπιστωτικές και νομισματικές εκρήξεις ,σε πλήρη ευθυγράμμιση με τα σενάρια του κατεστημένου [14].
Η σύγχυση αυτή προέρχεται από την προσέγγιση σημερινών συγκρούσεων που αφορούν τα εθνικά ‘η λαικά συμφέροντα , σαν απλές ενδοκαπιταλιστικές διαφορές. Προέρχεται επίσης από την αδυναμία να αντιληφθούν τις κοινωνικές και δημοκρατικές κατακτήσεις ,που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Με την τοποθέτηση αυτή δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε γέφυρες με τις λαϊκές μάζες, που παρακολουθούν με συμπάθεια την παρούσα κυβέρνηση.
Παρά την πόλωση που έχει αναπτυχθεί μεταξύ του σύμπαντος Κ και αντι-Κ , τα πολιτικοποιημένα στρώματα του πληθυσμού ακούν προσεκτικά τα μηνύματα της Αριστεράς και του προοδευτισμού.. Αλλά η αποτελεσματική κατανόηση των δηλώσεων αυτών ,εξαρτάται από την ποιότητα και την διατύπωση αυτών των μηνυμάτων [15].
Υπάρχουν οι προυποθέσεις για την πρόοδο και την οικοδόμηση μιας πραγματικά λαϊκής τρίτης εναλλακτικής λύσης. Πρέπει όμως να προσδιοριστούν οι στόχοι, να βελτιωθούν οι εναλλακτικές προτάσεις και να εμβαθύνει η συλλογική επεξεργασία.
————-
Σημειώσεις
[1] *Ο Claudio Katz είναι οικονομολόγος, ερευνητής και καθηγητής. Είναι μέλος της ομάδας των αριστερών οικονομολόγων(EDI). Ιστοσελίδα του: www.lahaine.org/katz
[2] Feletti Roberto, “Argentina redobla la apuesta”, Página 12, 23-7-2012.
[3] Hemos explicado los impactos diferenciados de la crisis en dos textos recientes. Katz Claudio, “ El ajedrez global de la crisis”, Batalla de ideas, n 3, año 3, Buenos Aires, 2012. Katz Claudio, “Los atolladeros de la economía latinoamericana”, en El neoliberalismo y su crisis. Causas, Escenarios y Posibles Desenvolvimientos, Santiago de Chile, 2012, ARCIS, REDEM.
[4] Melconian Carlos, “Otra vez la revolución conservadora”, La Nación, 29-7-2012. Lavagna Roberto, “Estamos frente a una economía en falsa escuadra”, Clarín, 6-6-2012. Llach Juan José, “Para no tentar a una nueva crisis”, La Nación, 24-5-2012. López Murphy Ricardo, “Qué esconde la reforma al Banco Central”, Clarín, 19-3-2012.
[5] Oppenheimer Andrés, “Argentina economic fiesta is over”, Miami Herald, 18-6-2012. Rapaport Luis, “Cristina: con quién pesificará sus dólares”, Clarín, 8-6-2012. Frigerio Rogelio, “Comparar a veces es engañoso”, Clarín 11-5-2012.
[6] Sturzenegger Federico, “Los seis errores de la economía K”, La Nación, 10-6-2012.
[7] Rofman Alejandro, “El dólar y una obligación ciudadana”, Página 12, 1-6-2012, Scaletta Claudio, “Desdolarización y tendencia”, Página 12, 15-7-2012
[8] Heller Carlos defiende el proyecto de reforma de la Carta Orgánica. Telam, 14-3-2012.
[9] Aronskind Ricardo, “El rechazo de la derecha empresaria”, Página 12, 25-3-2012. Roffman Alejandro, “Una mirada distinta”, Página 12, 22-7-2012.
[10] Hemos presentado nuestra caracterización de los rasgos neo-desarrollistas del modelo actual en Katz Claudio, “Los nuevos desequilibrios de la economía argentina”, Anuario EDI, n 5, septiembre 2010, Buenos Aires.
[11] Boito Armando, “A economia capitalista está em crise e as contradições tendem a se aguçar”, Jornal Brasil de Fato, 09/04/2012, www.brasildefato.
[12] Zaiat Alfredo, “Burguesía fallida”, Página 12, 1-4-2012.
[13] “La rueda de la fortuna de los empresarios K”, La Nación, 17-6-2012
[14] Altamira Jorge, “El arte de pensar en pesos”, Prensa Obrera 1224, 31-5-2012. Ramal Marcelo, “La izquierda independiente saluda la nueva YPF”, Prensa Obrera 1219, 5-7-2012.
[15] El reciente documento de los Economistas de Izquierda (EDI) se ubica en esta perspectiva. “Afloran floran los límites del modelo”. www.rebelion.org., 4-4.-2012
http://www.lahaine.org/index.
Μετάφραση :http://www.