Featured

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί, χρειάζεται ανυπακοή

του Éric Toussaint

Στην Ευρώπη, ένα παράθυρο έχει ανοίξει για μιαν εναλλακτική ριζοσπαστική αριστερά της αντικαπιταλιστικής, διεθνιστικής, αντι-ιμπεριαλιστικής, φεμινιστικής, οικολογικής ρήξης… Όμως, αν η ριζοσπαστική αριστερά, όπως συνέβη στην Ελλάδα, δεν τηρήσει τις δεσμεύσεις της, αν προσαρμοστεί στην διαχείριση της λιτότητας και στην εφαρμογή νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, το παράθυρο αυτό θα ξανακλείσει και νέες προοπτικές, ευνοϊκές για την άκρα δεξιά και την σκληρή δεξιά, θα παρουσιαστούν.Μια δύναμη της αριστεράς που φιλοδοξεί να πετύχει αλλαγή, πρέπει να δεσμευτεί στην ανυπακοή προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τους πιστωτές, στην κινητοποίηση των πολιτών και στην αναζήτηση της αλληλεγγύης μεταξύ των λαών. Για τις περιφερειακές χώρες όπως η Ελλάδα, η ανυπακοή συνεπάγεται την αναστολή της πληρωμής του χρέους για να υπάρχει περιθώριο ελιγμών ώστε να επενδύσει στην ανάκαμψη της οικονομίας της και στην ικανοποίηση των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Είναι απαραίτητο να οικοδομηθεί μια ισορροπία δυνάμεων απέναντι στους πιστωτές για να αναγκαστούν να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να τους επιβληθούν λύσεις που να σέβονται τα δικαιώματα των λαών.

Η εναλλακτική ριζοσπαστική αριστερά στην Ευρώπη

Στον Ζαν Λυκ Μελανσόν, ηγέτη της Ανυπότακτης Γαλλίας (France Insoumise ), για  έλειπαν μόνον 1,7% των ψήφων για να φθάσει στον δεύτερο γύρο των εκλογών |3|.Στις ΗΠΑ, αν ο Μπέρνι Σάντερς ήταν ο υποψήφιος απέναντι στον Τραμπ, πολύ πιθανά θα είχε κερδίσει. Με 800.000 επί πλέον ψήφους, το κόμμα των Εργατικών του Κόρμπυν θα μπορούσε να είχε νικήσει απέναντι στο συντηρητικό κόμμα, τον Ιούνιο του 2017. Ο Κόρμπυν έκανε μιαν εκστρατεία με έντονα αριστερά στοιχεία, σε πλήρη ρήξη με τον προσανατολισμό του Μπλαίρ. Είχε επιλέξει να δώσει διεθνιστικό προσανατολισμό στο Brexit, με μια οικονομική εκστρατεία επανεθνικοποίησης. Στην Βόρεια Ιρλανδία, το Sinn Fein πέρασε από 4 σε 7 βουλευτές. Στο Βέλγιο, στις δημοσκοπήσεις, η πρόθεση ψήφου υπέρ του ΡΤΒ (Κόμμα των Βέλγων Εργαζομένων) είναι σε σημαντική άνοδο. Όλα αυτά τα παραδείγματα δείχνουν ότι σε ένα μέρος της Ευρώπης ένα σημαντικό τμήμα του λαού αναζητά έναν ριζοσπαστικό αριστερό προσανατολισμό, έναν προσανατολισμό αντικαπιταλιστικής, διεθνιστικής, αντι-ιμπεριαλιστικής, φεμινιστικής, οικολογικής ρήξης…

Κυβερνήσεις της αλλαγής

Το πρόβλημα συνίσταται στην ικανότητα του καπιταλιστικού Κράτους, σε όλα τα επίπεδα εξουσίας του, να μπορεί να απορροφά την ριζοσπαστική αριστερά όταν αυτή κερδίζει θέσεις στα δημοτικά συμβούλια και στα κοινοβούλια. Από τον Μάιο του 2015, στο Ισπανικό Κράτος, κυβερνήσεις αλλαγής έφθασαν σε δημοτικό επίπεδο. Το περιθώριο ελιγμών των δήμων είναι πολύ περιορισμένο: λόγω της υποχρέωσης αποπληρωμής του χρέους, οι δημόσιες υπηρεσίες που μπορούν να «επαναδημοτικοποιηθούν» αφού είχαν ανατεθεί σε ιδιώτες είναι ιδιαίτερα περιορισμένες, αφού δεν υπάρχει δυνατότητα επένδυσης σημαντικών κεφαλαίων για τον σκοπό αυτόν.

Στο Καδίζ έλαβε χώρα, στις αρχές Ιουνίου 2017, η συνάντηση των Δήμων κατά του αθέμιτου χρέους και των μέτρων λιτότητας. Η πρωτοβουλία αυτή ξεκίνησε τον Νοέμβρη του 2016 με το μανιφέστο του Oviedo που ζητεί τον λογιστικό έλεγχο του χρέους για να προσδιοριστεί το αθέμιτο τμήμα του. Αυτό το μανιφέστο «ζητά» από τους ισχυρούς δήμους (Ahora Madrid της Μαδρίτης, Barcelona en común της Βαρκελώνης...) να ενωθούν με τους μικρούς και μεσαίους δήμους που πνίγονται από το χρέος, για να αντιμετωπίσουν την κυβέρνηση. Αν οι κυβερνήσεις της αλλαγής επιλέξουν να δράσουν μόνο ως καλύτεροι διαχειριστές της εξαθλίωσης των δημόσιων οικονομικών, θα είναι απογοητευτικό. Αν συνδυάσουν την καλύτερη διαχείριση με την επίτευξη μιας συμμαχίας των δήμων για να αντιμετωπίσουν ενωμένοι την ισπανική κυβέρνηση, τότε, υπάρχει μια εφικτή εναλλακτική.

Τα διδάγματα από την συνθηκολόγηση της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα στην Ελλάδα

Μια δύναμη της αριστεράς που φιλοδοξεί να φέρει την αλλαγή πρέπει να δεσμευθεί στην ανυπακοή, στην κινητοποίηση των πολιτών και στην αναζήτηση της αλληλεγγύης των άλλων λαών. Αν γίνει κυβέρνηση, οφείλει να επιδείξει ανυπακοή στις ευρωπαϊκές συνθήκες, στις εντολές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των πιστωτών. Η ελληνική περίπτωση είναι το παράδειγμα του αντίθετου. Τέλη Ιανουαρίου του 2015, ο Τσίπρας έγινε πρωθυπουργός με πολύ ισχυρή λαϊκή στήριξη, αλλά έβαλε ένα στοίχημα: να διατηρήσει καλές σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω ατέλειωτων διαπραγματεύσεων, ενώ συνέχιζε να αποπληρώνει το χρέος. Πίστευε πως μπορούσε έτσι να επιτύχει μια σημαντική μείωση του χρέους από τις ευρωπαϊκές αρχές. Αυτό δεν είναι εφικτό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί. Μια κυβέρνηση της αλλαγής πρέπει να χρησιμοποιήσει το περιθώριο ελιγμών που απορρέει από την λαϊκή στήριξη της οποίας χαίρει για να αντιμετωπίσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με επιχειρήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και να έχει την θέληση να θέσει τέλος στην λιτότητα. Αυτή είναι η επιλογή της ανυπακοής.

Ένα δεύτερο δίδαγμα είναι πως μια κυβέρνηση της αλλαγής πρέπει να δεσμευτεί ότι θα κινητοποιήσει τους πολίτες της χώρας της και της υπόλοιπης ηπείρου. Ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης ταξίδευαν τακτικά στο εξωτερικό για να διαπραγματευθούν με εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή του ΔΝΤ, χωρίς να κινητοποιήσουν τον ελληνικό λαό ούτε και να καλέσουν τους ευρωπαϊκούς λαούς να επιδείξουν αλληλεγγύη προς τους Έλληνες για να αντιμετωπίσουν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αν ο Τσίπρας ενημέρωνε διαρκώς την κοινή γνώμη σχετικά με το πραγματικό περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων και με τον εκβιασμό στον οποίο υποβάλλονταν η κυβέρνησή του, αν είχε καλέσει σε κινητοποιήσεις, αν είχε υιοθετήσει επιθετικό λόγο καλώντας τους λαούς της Ευρώπης να κινητοποιηθούν για κοινούς στόχους, η κατάσταση θα ήταν ριζικά διαφορετική. Η Ελλάδα, μια από τις πλέον αδύναμες χώρες, στην περιφέρεια της ευρωζώνης, θα ήταν - αναστέλλοντας την πληρωμή του χρέους - σε θέση να κερδίσει την μάχη κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Για να πληρώσει το χρέος, ο Τσίπρας άδειασε τα Δημόσια Ταμεία και απαίτησε από τις δημόσιες υπηρεσίες και επιχειρήσεις να μεταφέρουν την ρευστότητά τους στην Κεντρική Τράπεζα. Εξ αιτίας αυτού, δεν είχε πλέον πόρους για να χρηματοδοτήσει ένα ανθρωπιστικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης σε ικανό σημαντικό επίπεδο. Μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουνίου 2015, η Ελλάδα κατέβαλε 7 δις ευρώ στους πιστωτές της, χωρίς να λάβει ούτε ένα ευρώ σε αντιστάθμισμα. Σε αυτό το διάστημα, η ΕΚΤ χρησιμοποίησε όλα τα μέσα πίεσης που διέθετε. Από τις 4 Φεβρουαρίου 2015, ενώ η κυβέρνηση Τσίπρα δεν ήταν παρά μιας εβδομάδας, η ΕΚΤ μπλόκαρε τις ρευστότητες έναντι των ελληνικών τραπεζών, θέτοντας στην διάθεσή τους μόνον ρευστότητες έκτακτης ανάγκης, πολύ πιο ακριβές. Μερικούς μήνες αργότερα, όταν ο Τσίπρας ανακοίνωσε το δημοψήφισμα, η ΕΚΤ μπλόκαρε και τις ρευστότητες έκτακτης ανάγκης και η ελληνική κυβέρνηση χρειάστηκε να κλείσει τις τράπεζες. Η ΕΚΤ χρησιμοποίησε όλα τα μέσα που διέθετε κατά της κυβέρνησης Τσίπρα, ενώ αυτός δεν χρησιμοποίησε κανένα. Παρά τον εκβιασμό που του γινόταν, ο ελληνικός λαός απέρριψε μαζικά τις απαιτήσεις των πιστωτών, στις 5 Ιουλίου 2015. Ο Τσίπρας πρόδωσε αυτήν την εντολή.

Για τις περιφερειακές χώρες όπως η Ελλάδα, η ανυπακοή συνεπάγεται την αναστολή της πληρωμής του χρέους για να υπάρχει περιθώριο ελιγμών ώστε να επενδύσει στην ανάκαμψη της οικονομίας της.

Πρέπει αυτό να συνδυαστεί με άλλα μονομερή μέτρα: τον έλεγχο των κεφαλαίων, την κοινωνικοποίηση του τραπεζικού τομέα και την αύξηση του ελλείμματος για να αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες. Είναι δυνατόν και απαραίτητο. Αληθεύει ότι αυτό μπορεί να καταλήξει στην εκδίωξη από την ευρωζώνη, ακόμη και αν το καταστατικό της ευρωζώνης δεν το προβλέπει. Κάθε χώρα είναι που αποφασίζει αν φεύγει ή όχι από την νομισματική ένωση. Θεωρώ πως, πριν φύγει κανείς, πρέπει να επιδείξει ανυπακοή και να ανοίξει περιθώριο ελιγμών για να ενεργοποιήσει μια μετάβαση όπου είναι δυνατόν να συγκεντρώσει δυνάμεις και να διατηρήσει την λαϊκή στήριξη μέσω της λαϊκής κινητοποίησης, συμμετοχής και αυτό-οργάνωσης.

Είναι μια ριζοσπαστική επιλογή και μια κυβέρνηση μπορεί να πάρει δυνατά μέτρα αν έχει φθάσει να πείσει τους πολίτες σχετικά με την αναγκαιότητα μιας τέτοιας προοπτικής: υπάρχουν στρατηγικοί τομείς που πρέπει να μεταβιβαστούν στον δημόσιο τομέα. Η υγεία, η παιδεία, η ενέργεια ή ο ιδιωτικός χρηματοπιστωτικός τομέας πρέπει να περάσουν στον δημόσιο τομέα. Οι δημόσιες αρχές χρειάζονται εργαλεία για να επενδύσουν μαζικά στην οικολογική μετάβαση κι αυτό συνεπάγεται την κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί. Πρέπει, συνεπώς, να παλέψουμε εναντίον της και να δείξουμε στους λαούς ότι υπάρχουν δυνατότητες εφαρμόζοντας την ικανότητα λήψης κυρίαρχων μονομερών μέτρων.

Μετάφραση από τα γαλλικά: Christine Cooreman

Πρωτότυπο:  Manu Robles-Arangiz Institutua