Λεόν Τρότσκι
H αυτοκτονία του Μαγιακόφσκυ
Γράφτηκε: Μάης 1930
Πηγή: Δελτίο Ρωσικής Αριστερής Αντιπολίτευσης Μάης 1930 - Ελληνική Μετάφραση: Μιχάλης Λίλλης*
[To κείμενο περιλαμβάνει και το ποίημα ΛΕΝΙΝ του Μαγιακόφσκυ (1925), σε μετάφραση του Μιχάλη Λίλλη, από τη γαλλική ελεύθερη μετάφραση των Έλσα Τριολέ και Λουϊ Αραγκόν(1934). Μας το παραχώρησε ευγενικά το Πολιτικό Καφενείο]
Ήδη ο Μπλόκ είχε αναγνωρίσει στο Μαγιακόβσκι «τεράστιο ταλέντο». Μπορεί να πει κανείς δίχως υπερβολή ότι υπήρχαν στο Μαγιακόβσκι τα αντιφεγγίσματα της μεγαλοφυΐας. Δεν ήταν ωστόσο ταλέντο αρμονικό. Που θα μπορούσε να βρεθεί καλλιτεχνική αρμονία μέσα σε κείνη τη δεκαετία των καταστροφών, στο ασημάδευτο όριο δυο εποχών; Στη δημιουργία του Μαγιακοβσκι οι κορυφές πάνε ζευγαρωτά με τις άβυσες, φανερώματα μεγαλοφυΐας ξαφνιάζουν πλάι σε στροφές τριμμένες, καμιά φορά μάλιστα κραυγαλέα αγοραίες.
Ο Μαγιακόβσκι θέλησε ειλικρινά να είναι επαναστάτης, προτού καν να είναι ποιητής. Στην πραγματικότητα ήταν πριν απ' όλα ένας ποιητής, ένας καλλιτέχνης, που απομακρύνθηκε από τον παλιό κόσμο χωρίς να ξεκόψει μαζί του, μόνο ύστερα από την Επανάσταση ζήτησε και, σ' ορισμένο μετρό, βρήκε σ' αυτήν στήριγμα. Δε συγχωνεύτηκε μαζί της πέρα για πέρα για τι δεν είχε έρθει σ' αυτήν μέσα στη σκληρή περίοδο των χρόνων της παράνομης προετοιμασίας. Γενικότερα, ο Μαγιακόβσκι δεν ήταν μόνο ο «ψάλτης» μα και το θύμα μιας κρίσιμης εποχής που, προετοιμάζοντας τα στοιχεία μιας καινούργιας κουλτούρας με δύναμη άγνωστη ως τότε, πηγαίνει πιο αργά απ’ όσο θάπρεπε για να εξασφαλίσει την αρμονική εξέλιξη ενός ποιητή, μιας γενιάς από ποιητές που δόθηκαν στην επανάσταση. Πρέπει να δούμε εδώ την απουσία εσωτερικής αρμονίας που φανερωνότανε στο στυλ του ποιητή, την ανεπαρκή πειθαρχία του λόγου του και το άμετρο των εικόνων του: την καυτή λαβα του παθητικού και την ανικανότητα να συνδεθεί με την εποχή, με την τάξη, το κακόγουστο χωρατό με το οποίο ο ποιητής μοιάζει να θέλει να προστατευτεί από κάθε προσβολή του εξωτερικού κόσμου. Καμιά φορά σκεφτόμασταν την καλλιτεχνική όσο και ψυχολογική υποκρισία! Όχι! Τα γράμματα που γράφτηκαν πριν απ’ το θάνατο του αναδίδουν τον ίδιο ήχο: τι σημαίνει η επιγραμματική έκφραση «το επεισόδιο έληξε» με την οποία ο ποιητής τραβάει μια τελευταία γραμμή; Ότι ήταν ο λυρισμός και η ειρωνεία για τον αργοπορημένο ρομαντικό Ερρίκο Χάινε — η ειρωνεία εναντίον του λυρισμού μα συνάμα για την υπεράσπιση του — είναι για τον αργοπορημένο «φουτουριστή» Μαγιακόβσκι το παθητικό και το αγοραίο: το αγοραίο εναντίον του παθητικού μα συνάμα για την υπεράσπιση του.
Η επίσημη γνώμη, που φιλοτεχνήθηκε από τη «Γραμματεία» (Σ.Π.K.: πρόκειται για τη Γενική Γραμματεία του Κόμματος, δηλαδή για το Στάλιν) σε γλώσσα νομικού πρωτόκολλο, βιάζεται να πληροφορήσει ότι αυτή η αυτοκτονία «δεν έχει καμιά σχέση με τις κοινωνικές και λογοτεχνικές ασχολίες του ποιητή». Πράγμα που είναι σα να λες πως ο θεληματικός θάνατος του Μαγιακόβσκι δεν έχει καμιά σχέση με τη ζωή του, ή ότι η ζωή του δεν είχε τίποτα κοινό με την επαναστατική και ποιητική δημιουργία του, αυτό είναι σα να μεταβάλεις το θάνατο του σ' ένα τυχαίο μικρογεγονός. Αυτό δεν είναι ούτε αληθινό ούτε αναγκαίο ούτε ...έξυπνο! «Η βάρκα της αγάπης έσπασε πάνω στην τρεχούμενη ζωή», γράφει ο Μαγιακόβσκι στους τελευταίους στίχους του. Αυτό θέλει να πει ότι οι «κοινωνικές και λογοτεχνικές του ασχολίες» είχαν πάψει να τον ανεβάζουν αρκετά πάνω από τις ταλαιπωρίες της καθημερινής ζωής για να τον προφυλάξουν από τα ανυπόφορα χτυπήματα που έπεφταν πάνω του. Πώς να γράψεις τότε: «δεν έχει καμιά σχέση»;
Η τωρινή επίσημη ιδεολογία στο θέμα της «προλεταριακής λογοτεχνίας» — ξαναβρίσκουμε στο λογοτεχνικό τομέα κείνο που βλέπουμε στον οικονομικό τομέα — είναι βασισμένη πάνω σε μιαν ολοκληρωτική έλλειψη κατανόησης των ρυθμών και των προθεσμιών της πολιτιστικής ωρίμανσης. Η πάλη για την «προλεταριακή κουλτούρα»— κάτι σαν την «ολοκληρωτική κολλεχτιβοποίηση» όλων των κατακτήσεων της ανθρωπότητας στα πλαίσια του πεντάχρονου πλάνου — είχε στις απαρχές της Οκτωβριανής Επανάστασης χαρακτήρα ουτοπικού ιδεαλισμού, και γι' αυτό ίσα-ίσα συνάντησε την αντίσταση του Λένιν και του συντάκτη αυτών των γραμμών. Αυτά τα τελευταία χρόνια αυτή κατάντησε απλούστατα σύστημα γραφειοκρατικής διοίκησης — και καταστροφής — της τέχνης. Αποτυχημένοι της αστικής λογοτεχνίας στο είδος του Σεραφίμοβιτς, του Γκλάντκοβ και Σία, ανακηρύχτηκαν κλασικοί της ψευτοπρολεταριακής λογοτεχνίας. Μια ευλύγιστη μηδαμινότητα όπως ο ’βερμπαχ βαφτίστηκε Μπιελίνσκι της ...«προλεταριακής»(!) λογοτεχνίας! Η υψηλή διεύθυνση των καλών γραμμάτων βρίσκεται στα χέρια του Μόλοτοβ, ζωντανής άρνησης κάθε δημιουργικού πνεύματος μέσα στην ανθρώπινη φύση. Και το χειρότερο είναι ότι βοηθός του Μόλοτοβ είναι ο Γκούσεβ, καλλιτέχνης σε πολλούς και διάφορους τομείς εκτός από την τέχνη. Η εκλογή είναι ολότελα κατ' εικόνα του γραφειοκρατικού εκφυλισμού στις επίσημες σφαίρες της επανάστασης. Ο Μόλοτοβ και ο Γκούσεβ απλώσανε πάνω στα καλά γράμματα μια λογοτεχνία παραμορφωμένη, πορνογραφική, «επαναστατών» αυλοκολάκων, έργο ενός περιληπτικού ανώνυμου. Οι καλύτεροι εκπρόσωποι της προλεταριακής νεολαίας, που ο προορισμός τους είναι να προετοιμάσουνε τις βάσεις μιας καινούργιας λογοτεχνίας και μιας καινούργιας κουλτούρας παραδόθηκαν στις διαταγές ανθρώπων που μετατρέψανε σε κριτήριο της πραγματικότητας την ίδια τους την έλλειψη κουλτούρας.
Ναι, ο Μαγιακόβσκι είναι ο πιο αρρενωπός και πιο θαρραλέος απ' όλους εκείνους που, ανήκοντας στην τελευταία γενιά της παλιάς ρωσικής λογοτεχνίας και μη έχοντας ακόμα αναγνωριστεί απ' αυτήν, ζήτησαν να δημιουργήσουν δεσμούς με την Επανάσταση. Ναι, ύφανε δεσμούς άπειρα πιο πολύπλοκους απ' όλους τους άλλους συγγραφείς. Ένας βαθύς σπαραγμός παράμενε μέσα του. Στις αντιφάσεις που περικλείει η Επανάσταση, ολοένα και πιο οδυνηρές για την τέχνη που αναζητάει βελτιωμένες μορφές, ήρθε να προστεθεί τα τελευταία τούτα χρόνια το αίσθημα της παρακμής όπου την κατάντησαν οι επίγονοι. Πρόθυμος να υπηρετήσει την «εποχή» του με τα πιο ταπεινά καθημερινά έργα, ο Μαγιακόβσκι δε μπορούσε να αποστραφεί την ψευτο-επαναστατική ρουτίνα. Ήταν ανίκανος να 'χει πλήρη συνείδηση γι' αυτό στο θεωρητικό πεδίο και, κατά συνέπεια, να βρει το δρόμο για να την υπερνικήσει. Λέει σωστά για τον εαυτό του πως «δεν είναι για παίνεμα». Για καιρό και ρωμαλέα αρνήθηκε να μπει στο διοικητικό κολχόζ της υποτιθέμενης «προλεταριακής» λογοτεχνίας του ’βερμπαχ. Επιχείρησε να ιδρύσει, κάτω από τη σημαία του Λέφ, το τάγμα των φλογερών σταυροφόρων της προλεταριακής επανάστασης: να την υπηρετήσει με πλήρη συνείδηση και όχι κάτω από την απειλή. Το Λέφ δεν είχε φυσικά τη δύναμη να επιβάλει το ρυθμό του στα Εκατοπενήντα Εκατομμύρια: η δυναμική των πλημμυρίδων και αμπώτιδων της επανάστασης ήτανε παρά πολύ βαριά, παρά πολύ βαθιά. Το Γενάρη αυτού του χρόνου, ο Μαγιακόβσκι, νικημένος από τη λογική της κατάστασης, έκανε μια μεγάλη προσπάθεια πάνω στον εαυτό του για να προσχωρήσει τελικά στη Σοβιετική ένωση των προλεταριακών ποιητών (VAPP), δυο - τρεις μήνες προτού σκοτωθεί. Αυτή η προσχώρηση δεν του πρόσφερε τίποτα, του πήρε αντίθετα κάτι. Σαν καθάρισε τους λογαριασμούς του τόσο στο προσωπικό πεδίο όσο και στο δημόσιο και βούλιαξε τη «βάρκα» του, οι εκπρόσωποι της γραφειοκρατικής λογοτεχνίας,«κείνοι που είναι για παίνεμα», ξεφώνισαν: «ασύλληπτο, ακατανόητο», δείχνοντας μ' αυτό πως δεν είχαν περισσότερο καταλάβει το μεγάλο ποιητή Μαγιακόβσκι απ' ότι τις αντιφάσεις της εποχής.
Ιδρυμένη ύστερα από πογκρόμ ενάντια στις ατόφια επαναστατικές και ζωντανές λογοτεχνικές εστίες, η Ένωση των προλεταριακών ποιητών (VAPP), υποταγμένη στο γραφειοκρατικό καταναγκασμό και παραδομένη ιδεολογικά στην εγκατάλειψη, δεν εξασφάλισε ολοφάνερα την ηθική ενότητα: στην αναχώρηση του πιο μεγάλου ποιητή της Σοβιετικής Ρωσίας το μόνο που βρίσκουν ν' απαντήσουν με ημιεπίσημη αμηχανία είναι κείνο το «δεν έχει καμιά σχέση...». Είναι λίγο, αληθινά λίγο, για κείνον που θέλει να οικοδομήσει μια καινούργια κουλτούρα μέσα στις πιο σύντομες προθεσμίες.
Ο Μαγιακόβσκι δεν έγινε, δε μπορούσε να γίνει, ο θεμελιωτής της προλεταριακής λογοτεχνίας για τον ίδιο λόγο που ο σοσιαλισμός δε μπορεί να οικοδομηθεί σε μια μόνο χώρα. Στους αγώνες της μεταβατικής περιόδου ήταν ο πιο θαρραλέος πρόδρομος της λογοτεχνίας που θα δόση στον εαυτό της η νέα κοινωνία.
ΛΕΝΙΝ
Χρόνε, θ' αρχίσω την ιστορία του Λένιν.
Πέρασαν οι μέρες της δυστυχίας.
Πάει καιρός που ο πόνος κοφτερός
έχει γίνει πια ένα κακό παλιό και καθάριο.
Χρόνε, κάνε να ξανατρικυμίσουν οι φράσεις
του Λένιν.
Αρμόζει να λυθούμε σε κοπετούς
όταν ο Λένιν μένει πάντα πιότερο από κάθε άλλον
Ζωντανός;
Γνώση μας είναι η δύναμη και τ' άρματα.
Οι άνθρωποι; Βάρκες έξω απ' το νερό.
Ένα πλήθος από μικρές αχιβάδες
που δεν έχουνε γεννήσει ακόμα απογόνους
Κολλούν παντού στα όστρακα τους.
Και μετά, σαν έχουνε διασχίσει το θυμωμένο
μπουρίνι,
κάθονται στον ήλιο
Για να καθαρίσουν τα πράσινα από τα φύκια γένια
τους.
Εγώ, καθαρίζομαι στο φως του Λένιν
για να οδηγήσω πιο μακριά την επανάσταση.
Φοβάμαι αυτούς τους στίχους πούχω μπροστά μου
κατά εκατοντάδες
όπως ένα μικρό παιδί μπροστά στη ψευτιά.
Αν κάνουν πάνω στο κεφάλι του ένα φωτοστέφανο,
φοβάμαι μήπως σκεπάσουν
τ' αυθεντικό, τ' ανθρώπινο και το σοφό
το απέραντο μέτωπο του Λένιν.
Φοβάμαι τις λιτανείες, τα μαυσωλεία,
το θαυμασμό, τ' αγάλματα του,
μην πάει και πνίξουν, κάτω απ' τη γλυκιά γιορτή,
το Λένιν και την απλότητα του.
Τρέμω γι' αυτόν όπως Τρέμω για τη κόρη
του ματιού μου;
Αλίμονο στο ψέμα! Στο ιδεώδες των ζαχαροπλαστών!
Η καρδιά εκλέγει και το καθήκον υπαγορεύει:
Θα γράψω.
Όλη η Μόσχα: ο κρότος δονεί το παγωμένο έδαφος.
Στα μαγκάλια, όλοι αυτοί που άσκημα ξεπάγιασαν
τη νύχτα.
Τι έχει κάνει; Ποιος είναι κι έρχεται από πού;
Γιατί γι' αυτόν όλες τούτες οι τιμές;
Απ' τη μνήμη μου βγαίνουν οι λέξεις, η μια ύστερα
Απ' την άλλη.
Τι φτώχεια, εδώ κάτου, στο ατελιέ των λέξεων!
Που να ψαρέψεις κείνη που αρμόζει πιότερο;
Έχουμε μέρες εφτά,
έχουμε δώδεκα ώρες.
Δε ζει κανείς μόνο με τον εαυτό του.
Ο θάνατος δεν ξέρει να ζητάει συγγνώμες.
Tα πάμε κιόλας άσχημα με το εκκρεμές,
βρίσκουμε, εμείς οι καταχθόνιοι, το ημερολόγιο:
λέμε η εποχή,
και λέμε το παρελθόν.
Κοιμόμαστε τη νύχτα
κινούμαστε τη μέρα.
Μας αρέσει να πίνουμε νερό
και μάλιστα αν είναι το νερό μες στο δικό μας
το ποτήρι.
Κι αν ένας για όλους γίνεται
κύριος της παλίρροιας των πραγμάτων,
τον ονομάζουμε προφήτη,
τον ονομάζουμε ιδιοφυΐα.
Είμαστε χωρίς σκοπό,
πρέπει να μας σφυρίξουν για να κατεβούμε.
Απ' τη στιγμή που αρέσεις στη γυναίκα σου,
είσαι κιόλας ευχαριστημένος,
Κι αν δημιουργηθεί, ψυχή και κορμί ενωμένα,
κάποιος που να μην είναι στα μέτρα μας,
τραβιόμαστε: «Έχει έναν αέρα βασιλικό!»
Γιομίζουμε έκπληξη: «Είναι ένα Δώρο του Θεού!»
Είναι, έτσι που λέμε, ούτ' έξυπνο, ούτε κουτό.
Λέξεις στον αέρα που εξατμίζονται, καπνοί.
Τι μπορεί κανείς να βγάλει από τέτοια κούφια
καρύδια;
Τούτο δε μιλά μήτε στην καρδιά, μήτε στην αφή.
Πώς να μετρήσεις τον Λένιν μ' αυτή τη μεζούρα;
Σάμπως ο καθένας δεν τον είδε με τα δικά του
τα μάτια,
Αυτόν που μπήκε στο σπίτι μας, δίχως
τα κουφώματα ν' αγγίξει;
Θάταν ακόμα πιθανό
ο Λένιν να μιλά σαν ένας «ελέω Θεού αρχηγός»;
Κι αν ακόμα ήταν ηγεμονικός και θεϊκός,
όλος θυμό και δίχως να συγκρατιέται,
εγώ θάμουν βαλμένος ανάμεσα σε συνοδείες,
ενάντια στο πλήθος και στους θαυμαστές.
Θε νά'χα βρει τις λέξεις που ταιριάζουν για κατάρες.
Ποδοπατημένος εγώ, ποδοπατημένες κι οι κραυγές μου,
θάχα πετάξει βλαστήμιες προς τον ουρανό,
Στο Κρεμλίνο τάχα εξακοντίσει τη βόμβα: Κάτω!
Αλλά ο Τζερτζίνσκι με βήμα σταθερό ακολουθεί
Το φέρετρο.
Θα μπορούσε ν' αφήσει τα πόστα της η Τσεκά.
Από μάτια μιλιούνια κι απ' τα δυο τα δικά μου
ρυάκια από δάκρυα τρέχουν στα μάγουλα.
Για το Θεό, τίποτα το νέο σε τέτοιες τιμές.
Όχι σήμερα! Η λύπη είναι αληθινή
στην παγωμένη καρδιά:
θα θάψουμε τον πιο απλό άνθρωπο
απ' όλους όσους έζησαν στη γη.
Απλός ναι, αλλ' όχι σαν κι αυτούς
που το βλέμμα τους
πηγαίνει να καταλήξει στη λεκάνη τους.
Με μια μάτια που επόπτευε ολάκερη τη γη,
αγκάλιαζε αυτό που ο χρόνος σκέπαζε ξανά.
Σαν και σας και σαν εμένα, ίδιος κι απαράλλαχτος,
μόνο που στην άκρη των ματιών του,
ο στοχασμός περσότερο ζαρώνει το πετσί,
και που τα χείλια του είναι πιο σκληρά κι ειρωνικά.
Δεν είχε τη σκληράδα του σατράπη πάνω στ' άρμα
που σε συντριβεί με μια μόνο κίνηση
των χαλιναριών.
Ανθρώπινος, τρυφερός για το σύντροφο,
για τον εχθρό, η σκληράδα του σίδερου.
Είχε, όπως έχουμε και 'μεις, αδυναμίες,
κι είχε γιατρευτεί απ' τις αρρώστιες,
δίχως ποτέ να πλαγιάσει.
Έτσι, εμένα το μπιλιάρδο, το μάτι μου γυμνάζει.
Γι' αυτόν ήταν σκάκι, των αρχηγών
το ταιριαστό παιχνίδι.
Και περνώντας απ' το σκάκι
στον πραγματικό εχθρό,
αλλάζοντας μ' ανθρώπους τα χτεσινά τα πιόνια
έβαλε την εργατική δικτατορία
πάνω από τις φυλακές και τα κάστρα
του κεφαλαίου.
* Μικρασιάτικης καταγωγής γεννημένος στον Πειραιά το 1910, ο Μιχάλης Λίλλης ήταν διακεκριμένοςσυγγραφέας, μεταφραστής και εκδότης. Μεταφραστής έργων των Φρόιντ, Στέκελ, Λούντβιχ, συντάκτηςλεξικών καθώς και πλήθος μαρξιστικών και άλλων έργων Μάρξ, Ένγκελς, Λένιν, Μπουχάριν, έχοντας την αποκλειστικότητα – για την Ελλάδα – της μετάφρασης των έργων του Λέοντα Τρότσκι, Γκόρκι, Ντίκενς, Ζολά, Τσβάιχ, Μωπασάν. Είχε επίσης στην ιδιοκτησία του τον εκδοτικό οίκο «Προμηθέα» που λειτουργούσε για αρκετά χρόνια στην Αθήνα στο μέγαρο Νικολούδη. Παντρεμένος με την Καρυώτισα δικηγόρο Καίτη Μ. Φλέσσα και λάτρης της Αργολίδας, επισκεπτόταν την γενέτειρα της γυναίκας του καθώς και τ΄ Ανάπλι που αγαπούσε ιδιαίτερα με κάθε ευκαιρία.
Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απρίλη 1967 οι αρχές της Χούντας άρχισαν την παρακολούθησή του. Αναγκάζεται να φύγει στο εξωτερικό. Αρχικά στο Βέλγιο, στις Βρυξέλλες όπου με μεγάλη δυσκολία απέκτησε πολιτικό άσυλο με την δραστική προστασία του Βέλγου Σοσιαλιστή Υπουργού, μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Προέδρου της Σοσιαλιστικής Ομάδας της Κοινής Αγοράς Έρνεστ Γκλιν, και του ανεξάρτητου Τροτσκιστή βουλευτή Πιέρ Λεγκρέβ.
Στις Βρυξέλλες από τις στερήσεις και το βαρύ κλίμα έπαθε φυματίωση. Έπειτα από ένα χρόνο νοσηλείας στο σανατόριο της Άλσεμπερκ ( προάστιο των Βρυξελλών), βγήκε με μόνο φάρο και οδηγητή, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την προσήλωση στο ιδανικό και την ψυχική αδυναμία να αντισταθεί στην ξενόδουλη χούντα που αλυσόδεσε το λαό και αιματοκύλησε τον τόπο.
Έπειτα από προτροπή της συζύγου του, για να μπορέσει να επιβιώσει μετοίκησε στη νότια Ιταλία σε κλίμα ανάλογα ήπιο με την Ελλάδα, όπου έζησε πλάι στην Νάπολη στο Κασταλλαμμάρε Ντι Στάμπια, εναλλάξ με το Βέλγιο όπου είχε το πολιτικό άσυλο. Στις 29 Ιουλίου 1974 επιστρέφοντας στην Ελλάδα ο Μιχάλης Λίλλης άφησε την τελευταία του πνοή στο λιμάνι της Πάτρας χτυπημένος από τον καρκίνο.