Η φιλοσοφία της πράξης και η Ρόζα Λούξεμπουργκ
Του Michael Lowy
Στην παρουσίαση των «Θέσεων του Μαρξ για τον Φόιερμπαχ» (1845), που δημοσίευσε μετά το θάνατό του, ο Ένγκελς περιέγραψε το έργο σαν «το πρώτο κείμενο στο οποίο φυτεύτηκε ο λαμπρός σπόρος μιας νέας τάξης πραγμάτων». Όντως, σε αυτό το σύντομο κείμενο, ο Μαρξ ξεπερνά με τη μέθοδο της διαλεκτικής –το περίφημο Aufhebung: άρνηση/διατήρηση/ανάταση– τους προϋπάρχοντες υλισμό και ιδεαλισμό, και διαμορφώνει μια νέα θεωρία, την οποία περιγράφει ως τη φιλοσοφία της πράξης. Ενώ οι Γάλλοι υλιστές του 18ου αιώνα επέμεναν στην αναγκαιότητα της αλλαγής των υλικών συνθηκών για να αλλάξουν οι άνθρωποι, οι Γερμανοί ιδεαλιστές ισχυρίζονταν ότι η κοινωνία μπορούσε να αλλάξει μέσω της δημιουργίας μιας νέας συνείδησης στα υποκείμενα.
Σε αντίθεση με αυτές τις δύο μονομερείς αντιλήψεις, οι οποίες οδήγησαν σε αδιέξοδο –και στην αναζήτηση για έναν «Μεγάλο Δάσκαλο» ή Ανώτατο Σωτήρα–, ο Μαρξ δηλώνει στην Θέση ΙΙΙ: «Η σύμπτωση των συνθηκών που αλλάζουν και της ανθρώπινης δραστηριότητας ή αυτο-αλλαγής [Selbstveränderung], μπορεί να γίνει αντιληπτή και λογικά κατανοητή μόνο ως επαναστατική πρακτική». [1] Με άλλα λόγια: στην επαναστατική πρακτική, στη συλλογική δράση χειραφέτησης, το ιστορικό υποκείμενο –οι υποταγμένες μάζες– μετασχηματίζει ταυτόχρονα τόσο τις υλικές συνθήκες όσο και την ίδια τη συνείδησή του. Ο Μαρξ επανέρχεται σε αυτά τα προβλήματα στη «Γερμανική Ιδεολογία» (1846), γράφοντας: «Η επανάσταση είναι απαραίτητη, λοιπόν, όχι μόνο επειδή η άρχουσα τάξη δεν μπορεί να εκθρονιστεί με άλλο τρόπο, αλλά και επειδή η τάξη που θα την καθαιρέσει μόνο με μια επανάσταση μπορεί να καταφέρει να ξεφορτωθεί την πίσσα τόσων ετών και να θεμελιώσει την κοινωνία από την αρχή». [2]
Αυτό σημαίνει ότι η επαναστατική χειραφέτηση είναι η μόνη δυνατή μορφή απελευθέρωσης: μόνο μέσω της δικής τους πράξης, μέσω της εμπειρίας τους στη δράση, μπορούν οι υποταγμένες μάζες να αλλάξουν τη συνείδησή τους, την ίδια στιγμή που υποτάσσουν την εξουσία του κεφαλαίου. Είναι γεγονός ότι σε μετέπειτα κείμενα –για παράδειγμα, στον περίφημο Πρόλογο στην «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» του 1857–, βρίσκουμε μια περισσότερο ντετερμινιστική εκδοχή, που θεωρεί την επανάσταση ως την αναπόφευκτη έκβαση της αντίφασης μεταξύ των δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής. Παρόλα αυτά, όπως βεβαιώνουν τα κύρια πολιτικά γραπτά [του Μαρξ], η αρχή της αυτο-χειραφέτησης των εργατών συνέχισε να εμπνέει τη σκέψη και τη δράση του.
Ο Αντόνιο Γκράμσι είναι αυτός που χρησιμοποιεί πρώτη φορά την έκφραση «φιλοσοφία της πράξης» αναφερόμενος στον μαρξισμό στα «Γράμματα από τη Φυλακή» την δεκαετία του 1930. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι αυτό αποτελούσε απλά ένα τέχνασμα για να παραπλανήσει τους φασίστες δεσμοφύλακες, οι οποίοι θα αντιδρούσαν σε αναφορές στον Μαρξ. Αυτό όμως δεν εξηγεί γιατί ο Γκράμσι επέλεξε αυτή την έκφραση αντί κάποιας άλλης, όπως π.χ. την «ορθολογική διαλεκτική» ή την «κριτική φιλοσοφία». Με αυτήν την έκφραση, μάλιστα, ορίζει με σαφήνεια αυτό που διαφοροποιεί τον μαρξισμό ως κοσμοθεωρία, παίρνοντας απόσταση από τις θετικιστικές και εξελικτικές αναγνώσεις του ιστορικού υλισμού.
Λίγοι μαρξιστές του 20ου αιώνα προσέγγισαν το πνεύμα της μαρξιστικής φιλοσοφίας της πράξης καλύτερα από την Ρόζα Λούξεμπουργκ. Πράγματι, η ίδια δεν έγραψε φιλοσοφικά κείμενα και δεν ανέλυσε μεγάλες θεωρίες όπως παρατηρεί πολύ σωστά η Ισαβέλλα Λουρέϊρο, λέγοντας «οι ιδέες της, διάσπαρτες σε άρθρα εφημερίδων, φυλλάδια, ομιλίες, γράμματα [...] δίνουν πολύ πιο άμεσες απαντήσεις στην ιστορική συγκυρία από άλλες λογικές και εσωτερικές ». [3] Παρόλα αυτά, η μαρξιστική φιλοσοφία της πράξης, την οποία [η Λούξεμπουργκ] ερμηνεύει με έναν αυθεντικό και δημιουργικό τρόπο, είναι το κυρίαρχο ρεύμα της εργασίας της –με την ηλεκτρική έννοια της λέξης– και της δράσης της ως επαναστάτριας. Όμως η σκέψη της κάθε άλλο παρά στατική είναι· είναι ένας λογισμός εν κινήσει, ο οποίος εμπλουτίζεται με την ιστορική εμπειρία. Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να αναπαράγουμε την εξέλιξη της σκέψης της μέσω μερικών παραδειγμάτων.
Τα γραπτά της Λούξεμπουργκ τα διατρέχει μια αμφιταλάντευση ανάμεσα στον ιστορικό ντετερμινισιμό –το αναπόφευκτο της κατάρρευσης του καπιταλισμού– και το στοιχείο της χειραφετητικής δράσης. Αυτό ισχύει ειδικά στα πρώιμα έργα της (προ-1914). Η Αναμόρφωση της Επανάστασης (1899), το βιβλίο χάρη στο οποίο έγινε γνωστή στο γερμανικό εργατικό κίνημα αλλά και πέρα απ΄ αυτό, είναι ένα εμφανές παράδειγμα αυτής της αμφιθυμίας. Σε αντίθεση με τον Μπέρνσταϊν, [η Λούξεμπουργκ] διακηρύττει ότι η εξέλιξη του καπιταλισμού οδηγεί απαραίτητα στην κατάρρευση του συστήματος (Zusammenbruch) και ότι αυτή η κατάρρευση είναι ο ιστορικός δρόμος που οδηγεί στην πραγμάτωση του σοσιαλισμού. Αυτό είναι, σε τελική ανάλυση, η σοσιαλιστική παραλλαγή της ιδεολογίας της αναπόφευκτης προόδου που έχει κυριαρχήσει στη δυτική σκέψη από την εποχή του Διαφωτισμού. Αυτό που σώζει το επιχείρημά της από έναν μοιρολατρικό οικονομισμό είναι η επαναστατική παιδαγωγία της δράσης: «Κατά τη διάρκεια των μακρόχρονων και επίμονων αγώνων, το προλεταριάτο θα προχωρήσει σε ένα βαθμό πολιτικής ωρίμανσης, που θα του επιτρέψει σε βάθος χρόνου να πετύχει την αποφασιστική νίκη της επανάστασης» [4].
Αυτή η διαλεκτική αντίληψη της παιδείας μέσω του αγώνα είναι και ένας από τους βασικούς άξονες της πολεμικής της στον Λένιν το 1904: «Ο προλεταριακός στρατός στρατολογείται και συνειδητοποιεί τους στόχους κατά της διάρκεια του ίδιου του αγώνα. Η δραστηριότητα της κομματικής οργάνωσης, η ανάπτυξη της συνειδητοποίησης των στόχων του αγώνα και του ίδιου του αγώνα από τους προλετάριους δεν είναι δύο διαφορετικά πράγματα που διαχωρίζονται χρονικά και μηχανικά. Είναι διαφορετικές όψεις του ίδιου αγώνα». [5]
Φυσικά, η Ρόζα Λούξεμπουργκ αναγνωρίζει ότι η τάξη μπορεί να κάνει λάθος κατά τη διάρκεια του αγώνα, αλλά σε τελική ανάλυση «ιστορικά, τα λάθη που κάνει ένα πραγματικά επαναστατικό κίνημα είναι απείρως πιο γόνιμα από αυτά που κάνει το αλάνθαστο της πιο ευφυούς Κεντρικής Επιτροπής». Η αυτο-χειραφέτηση των υποταγμένων εμπεριέχει την αυτο-μεταμόρφωση της επαναστατικής τάξης μέσω της πρακτικής εμπειρίας· αυτή, με τη σειρά της, παράγει όχι μόνο τη συνείδηση –ένα παραδοσιακό θέμα του μαρξισμού– αλλά και τη θέληση: «Η εξέλιξη του διεθνούς κινήματος του προλεταριάτου προς την πλήρη χειραφέτησή του είναι μια διαδικασία πρωτότυπη. Για πρώτη φορά στην ιστορία του πολιτισμού, οι άνθρωποι εκφράζουν τη θέλησή τους συνειδητά και ενάντια σε όλες τις άρχουσες τάξεις [...] Τώρα η μάζα εκλαμβάνει τη θέση της και ενδυναμώνει τη θέληση της μέσω του καθημερινού της αγώνα ενάντια στην υπάρχουσα κοινωνική δομή – δηλαδή, μέσα στα όρια της καπιταλιστικής κοινωνίας». [6]
Κάποιος θα μπορούσε να αντιπαραβάλει το όραμα του Λένιν και αυτό της Ρόζας Λούξεμπουργκ ως εξής: Για τον Βλαντιμίρ Ίλιτς, εκδότη της εφημερίδας Ίσκρα, η επαναστατική σπίθα έρχεται από μια οργανωμένη πολιτική εμπροσθοφυλακή, από το εξωτερικό προς το εσωτερικό των αυθόρμητων αγώνων του προλεταριάτου· για την Πολωνοεβραία επαναστάτρια, η σπίθα της συνείδησης και της επαναστατικής θέλησης πυροδοτείται στον αγώνα, στη δράση των μαζών. Είναι γεγονός ότι η αντίληψη της Λούξεμπουργκ για το κόμμα ως οργανική έκφραση της τάξης ταιριάζει περισσότερο με την κατάσταση στη Γερμανία παρά στη Ρωσία ή την Πολωνία, όπου ήδη είχε τεθεί το ζήτημα της διαφορετικότητας των κομμάτων που αυτο-ορίζονταν ως σοσιαλιστικά.
Τα επαναστατικά γεγονότα του 1905 στην Τσαρική Ρωσική Αυτοκρατορία σε μεγάλο βαθμό επιβεβαίωσαν στη Ρόζα Λούξεμπουργκ την πεποίθησή της ότι η διαδικασία της ανάπτυξης της συνείδησης από τις εργατικές μάζες προκύπτει λιγότερο από την διαφώτιση - Aufklärung – του κόμματος και περισσότερο από την εμπειρία της άμεσης και αυτόνομης δράσης των εργατών: «Η ξαφνική γενική εξέγερση του προλεταριάτου τον Ιανουάριο, κάτω από την ισχυρή δυναμική των γεγονότων της Αγίας Πετρούπολης, ήταν εξωτερικά μια πολιτική πράξη της επαναστατικής διακήρυξης του πολέμου στον απολυταρχισμό. Αλλά αυτή η πρώτη γενική άμεση δράση λειτούργησε εσωτερικά πολύ πιο ισχυρά, καθώς για πρώτη φορά ξύπνησαν αισθήματα ταξικής συνείδησης σε εκατομμύρια εκατομμυρίων, λες και τους χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. [...] Ο απολυταρχισμός στη Ρωσία πρέπει να εκθρονιστεί από το προλεταριάτο. Αλλά για να τον εκθρονίσουν, το προλεταριάτο χρειάζεται έναν υψηλό βαθμό πολιτικής εκπαίδευσης, ταξικής συνείδησης και οργάνωσης. Όλες αυτές οι συνθήκες δεν μπορούν να πραγματωθούν με φυλλάδια και μπροσούρες, αλλά όμως με το ζωντανό πολιτικό σχολείο, με τον αγώνα και μέσω του αγώνα, στη συνεχή δράση της επανάστασης». [7]
Ο πολεμικός συνδυασμός των «φυλλαδίων και μπροσούρων» φαίνεται να υποτιμά τη σημασία της επαναστατικής θεωρίας στη διαδικασία· άλλωστε, η πολιτική δράση της Ρόζα Λούξεμπουργκ, η οποία σε μεγάλο βαθμό αποτελείτο από τη συγγραφή άρθρων και φυλλαδίων – για να μην μιλήσουμε για τα θεωρητικά της έργα στο πεδίο της πολιτικής οικονομίας – δείχνει αναμφίβολα την αποφασιστική σημασία την οποία έδινε στη θεωρητική δουλειά και τις πολιτικές πολεμικές στη διαδικασία προπαρασκευής της επανάστασης.
Στην περίφημη μπροσούρα του 1906 με θέμα τη μαζική απεργία, η Πολωνή επαναστάτρια εξακολουθεί και χρησιμοποιεί τα παραδοσιακά ντετερμινιστικά της επιχειρήματα: η επανάσταση θα πραγματοποιηθεί «ακολουθώντας τις αναγκαιότητες των φυσικών νόμων». Αλλά το συγκεκριμένο όραμα της περί της επαναστατικής διαδικασίας συμπίπτει με τη θεωρία της επανάστασης του Μαρξ, όπως την παρουσίασε στη Γερμανική Ιδεολογία (ένα έργο το οποίο δεν γνώριζε, καθώς δημοσιεύθηκε μετά τον θάνατο της): η επαναστατική συνείδηση μπορεί να γενικευθεί μόνο κατά της διάρκεια ενός «πρακτικού» κινήματος, η «μαζική» μεταμόρφωση των καταπιεσμένων μπορεί να γενικευθεί μόνο κατά της διάρκεια της ίδιας της επανάστασης.
Η κατηγορία της πράξης –η οποία, και για τη Λούξεμπουργκ και για τον Μαρξ, είναι η διαλεκτική ενότητα ανάμεσα στο αντικειμενικό και το υποκειμενικό, η μεσολάβηση μέσω της οποίας η τάξη γίνεται τάξη για την τάξη– επιτρέπει στη Λούξεμπουργκ να προσπεράσει το εγκλωβιστικό και μεταφυσικό δίλημμα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, ανάμεσα στον αφηρημένο μοραλισμό του Μπέρνσταϊν και το μηχανικό οικονομισμό του Κάουτσκι: Ενώ για τον πρώτο, η «υποκειμενική» μεταμόρφωση, ηθική και πνευματική, των «ανθρωπίνων όντων» είναι προϋπόθεση για την έλευση της κοινωνικής δικαιοσύνης, για τον δεύτερο είναι η αντικειμενική οικονομική επανάσταση αυτή η οποία οδηγεί «αναπόφευκτα» στο σοσιαλισμό. Αυτό μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν αντίθεση όχι μόνο με τους νεο-Καντιανούς ρεβιζιονιστές αλλά –από το 1905 κι έπειτα– και με τη στρατηγική της παθητικής πολιτικής του «βλέποντας-και-κάνοντας», την οποία υπερασπιζόταν το λεγόμενο «ορθόδοξο κέντρο» του κόμματος.
Το ίδιο διαλεκτικό όραμα της πράξης επέτρεψε στη Λούξεμπουργκ να προσπεράσει τον παραδοσιακό δυϊσμό που εμπεριείχε το Πρόγραμμα της Ερφούρτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις ή το «ελάχιστο πρόγραμμα» και την επανάσταση ή «τον τελικό στόχο». Με τη στρατηγική της μαζικής απεργίας στη Γερμανία, την οποία η Ρόζα Λούξεμπουργκ πρότεινε, το 1906 ενάντια στην γραφειοκρατία των εργατικών συνδικάτων, και το 1910 ενάντια στον Καρλ Κάουτσκι, έδειξε τον δρόμο που μπορεί να μεταμορφώσει τους οικονομικούς αγώνες ή τη μάχη για καθολική ψήφο σε ένα γενικό επαναστατικό κίνημα.
Σε αντίθεση με τον Λένιν, ο οποίος έκανε τη διάκριση ανάμεσα στη «συνείδηση του εργατικού συνδικάτου» και τη «σοσιαλδημοκρατική (σοσιαλιστική) συνείδηση», η Λούξεμπουργκ πρότεινε τη διάκριση ανάμεσα στην λανθάνουσα θεωρητική συνείδηση, χαρακτηριστική των κινημάτων των εργατών σε περιόδους κυριαρχίας του κοινοβουλευτισμού της μπουρζουαζίας, και της πρακτικής ή της ενεργούς συνείδησης, η οποία αναδύεται κατά την επαναστατική διαδικασία, όταν οι ίδιες οι μάζες, και όχι μόνο μέλη της βουλής ή κομματικοί ηγέτες, εμφανίζονται στην πολιτική σκηνή· είναι χάρη σε αυτή την πρακτική-ενεργή συνείδηση που τα λιγότερο οργανωμένα και καθυστερημένα στρώματα μπορούν να γίνουν το πιο ριζοσπαστικό στοιχείο σε μια περίοδο επαναστατικού αγώνα. Από αυτήν την πεποίθηση προκύπτει και η κριτική της προς αυτούς που βασίζουν την πολιτική τους στρατηγική στη διογκωμένη εκτίμηση του ρόλου της οργάνωσης στον ταξικό αγώνα – ξεχνώντας τον παιδαγωγικό χαρακτήρα του επαναστατικού αγώνα: «Έξι μήνες μιας επαναστατικής περιόδου μπορεί να πετύχει το έργο της εκπαίδευσης των ανοργάνωτων ακόμα μαζών, το οποίο δεν θα μπορέσουν να πετύχουν ούτε δέκα χρόνια διαδηλώσεων και διανομής φυλλαδίων» [8].
Ήταν λοιπόν η Ρόζα Λούξεμπουργκ μια οπαδός του "αυθόρμητου"; Όχι ακριβώς. Στη μπροσούρα της με τίτλο Η Μαζική Απεργία, το Πολιτικό Κόμμα και τα Εργατικά Συνδικάτα (1906), αναφερόμενη στη Γερμανία, επέμεινε ότι ο ρόλος της «πιο πεφωτισμένης, ταξικά συνειδητοποιημένης εμπροσθοφυλακής» δεν είναι να περιμένει «με έναν μοιρολατρικό τρόπο» μέχρι το αυθόρμητο λαϊκό κίνημα να «έρθει από τον ουρανό». Αντίθετα, ο ρόλος της εμπροσθοφυλακής είναι ακριβώς αυτός: να «επιταχύνει (vorauseilen) την εξέλιξη των πραγμάτων και να επιταχύνει τα γεγονότα» [9]. Αναγνωρίζει ότι το σοσιαλιστικό κόμμα πρέπει να αναλάβει την πολιτική ηγεσία της μαζικής απεργίας, που εμπεριέχει την «ενημέρωση του γερμανικού προλεταριάτου για τις τακτικές τους και τους στόχους τους κατά τον επικείμενο αγώνα»· φτάνει στο σημείο ακόμα και να ανακηρύξει ότι η σοσιαλιστική οργάνωση είναι η «εμπροσθοφυλακή όλου του σώματος των εργατών»· και ότι «η πολιτική διαύγεια, η δύναμη, και η ενότητα του εργατικού κινήματος πηγάζουν από αυτήν την οργάνωση». [10]
Πρέπει να προσθέσουμε ότι η πολωνική οργάνωση της οποίας ηγείτο η Ρόζα Λούξεμπουργκ, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Βασιλείου της Πολωνίας και της Λιθουανίας (SDKPiL), παράνομο κι επαναστατικό, θύμιζε το Κόμμα των Μπολσεβίκων περισσότερο από ό,τι θύμιζε τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία. Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε και μια πτυχή που συχνά παραγκωνίζεται: αφορά στη στάση της Ρόζα Λούξεμπουργκ προς τη Διεθνή (ειδικά μετά το 1914), την οποία αντιλαμβανόταν ως ένα κεντρικό και πειθαρχημένο παγκόσμιο κόμμα. Ωστόσο, ο Καρλ Λίμπκνεχτ, σε ένα γράμμα προς τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, της έκανε κριτική θεωρώντας ότι η αντίληψη που είχε για τη Διεθνή ότι ήταν «πολύ μηχανιστική και συγκεντρωτική», με «πολλή πειθαρχία, και όχι αρκετό αυθορμητισμό», βλέποντας τις μάζες περισσότερο ως «εργαλεία δράσης, και λιγότερο ως έχουσες ελεύθερη βούληση· ως εργαλεία δράσης καθορισμένης και αποφασισμένης από τη Διεθνή, και όχι με επιθυμίες και αποφάσεις δικές τους» [11].
Παράλληλα με αυτόν τον ακτιβιστικό εθελοντισμό, η ντετερμινιστική (οικονομική) αισιοδοξία της θεωρίας του Zusammenbruch, η κατάρρευση του καπιταλισμού ως θύμα των αντιφάσεών του, δεν εξαφανίζεται από τα κείμενα της: είναι στο επίκεντρο της σπουδαίας οικονομικής της δουλειάς, στη Συσσώρευση του Κεφαλαίου (1911). Μόνο μετά το 1914, στο φυλλάδιο Η Κρίση της Σοσιαλδημοκρατίας, που είναι γραμμένο από τη φυλακή το 1915 και δημοσιευμένο στην Ελβετία τον Ιανουάριο του 1916, με το ψευδώνυμο «Γιούνιους» - αρχίζει και ξεπερνιέται αυτό το παραδοσιακό όραμα του σοσιαλιστικού κινήματος των αρχών του αιώνα. Αυτό το κείμενο, χάρη στην έκφραση «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» είναι ένα σημείο καμπής στην ιστορία της Μαρξιστικής σκέψης. Παραδόξως, το επιχείρημα της Ρόζα Λούξεμπουργκ ξεκινά με την αναφορά στους «αντικειμενικούς νόμους της ιστορικής εξέλιξης», αναγνωρίζει ότι η δράση του προλεταριάτου «συμβάλλει στην καθορισμό της ιστορίας», αλλά φαίνεται να καταλήγει ότι το ζήτημα είναι μόνο η επιτάχυνση ή επιβράδυνση της ιστορικής διαδικασίας. Οπότε, τίποτα καινούριο προς στιγμήν.
Αλλά στις παρακάτω γραμμές συγκρίνει τη νίκη του προλεταριάτου με ένα «άλμα της ανθρωπότητας από τον κόσμο των ζώων στον κόσμο της ελευθερίας», προσθέτοντας: αυτό το άλμα δεν είναι εφικτό μέχρις ότου «η ανάπτυξη των περίπλοκων υλικών συνθηκών να χτυπήσει την σπίθα που θα πυροδοτήσει τη συνειδητή θέληση στη μεγάλη μάζα» (zündende Funke). Βρίσκουμε εδώ την περίφημη Iskra, τη σπίθα της επαναστατικής θέλησης που είναι δυνατή να κάνει το μπαρούτι των υλικών συνθηκών να εκραγεί. Αλλά τι παράγει αυτή η zündende Funke; Είναι μόνο χάρη σε σε «μια μακρά σειρά βίαιων τεστ αντοχής» που «το διεθνές προλεταριάτο υπό την ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών θα μπορέσει να μάθει να πάρει την ιστορία του (Seine Geschichte) στα χέρια του..».[12] Με άλλα λόγια, είναι κατά τη διάρκεια της πρακτικής εμπειρίας που πυροδοτείται η σπίθα της επαναστατικής συνείδησης των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων.
Με την εισαγωγή της έκφρασης «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», ο «Γιούνιους» αναφέρεται στον Ένγκελς, σ΄ ένα γραπτό ήδη 40 ετών τότε, στο Anti-Dühring (1878): «Ο Φρίντριχ Ένγκελς είπε κάποτε: «Η αστική κοινωνία στέκεται σε ένα σταυροδρόμι, είτε προς την μετάβαση στο σοσιαλισμό, είτε προς την υπαναχώρηση στη βαρβαρότητα»[Ibid.] Βασικά, αυτό που έγραψε ο Ένγκελς είναι διαφορετικό: «Τόσο οι παραγωγικές δυνάμεις που έχει δημιουργήσει ο σύγχρονος καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, όσο και το σύστημα κατανομής των αγαθών που έχει εγκαθιδρύσει, έρχονται σε αντιπαράθεση με τον ίδιο τον τόπο παραγωγής και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που, αν ολόκληρη η σύγχρονη κοινωνία δεν αφανιστεί, τότε θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μια επανάσταση στον τρόπο παραγωγής και κατανομής». [13]
Το επιχείρημα του Ένγκελς –πρωτίστως οικονομικό και όχι πολιτικό, όπως αυτό του «Γιούνιους»– είναι εν πολλοίς ρητορικό, ένα είδος reductio ad absurdum της αναγκαιότητας του σοσιαλισμού, αν θέλουμε να αποφύγουμε την «καταστροφή» της σύγχρονης κοινωνίας – ένας ασαφής τύπος: δεν είναι εύκολο να δεις κανείς από ποια στοιχεία αποτελείται. Μάλιστα, η Ρόζα Λούξεμπουργκ επινόησε, κυριολεκτικά, την έκφραση «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», η οποία έμελλε να ασκήσει τεράστια επίδραση κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Αν αναφέρεται στον Ένγκελς, είναι πιθανόν για να δώσει μεγαλύτερη εγκυρότητα σε μια αρκετά ριζοσπαστική θέση. Βέβαια, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η κατάρρευση του εργατικού κινήματος τον Αύγουστο του 1914, είχαν κλονίσει την πίστη της στην αναπόφευκτη νίκη του σοσιαλισμού. Στην επόμενες παραγράφους, ο «Γιούνιους» αναπτύσσει τη ριζοσπαστική της άποψη: «Σήμερα, είμαστε αντιμέτωποι με μια επιλογή, ακριβώς όπως την προέβλεψε ο Φρίντριχ Ένγκελς πριν από μια ολόκληρη γενιά: είτε προς τον θρίαμβο του ιμπεριαλισμού και την κατάρρευση όλου του πολιτισμού όπως στην αρχαία Ρώμη, την ερήμωση, τη μείωση του πληθυσμού, τον εκφυλισμό – το μεγάλο νεκροταφείο. Είτε προς τη νίκη του σοσιαλισμού, που σημαίνει το συνειδητοποιημένο και ενεργό αγώνα του διεθνούς προλεταριάτου ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τις πολεμικές του μεθόδους. Αυτό είναι ένα δίλημμα της παγκόσμιας ιστορίας, είτε το ένα, είτε το άλλο. Οι ζυγαριές βρίσκονται μπροστά στην απόφαση του ταξικά συνειδητοποιημένου προλεταριάτου». [14]
Ας συζητήσουμε τη σημασία της έννοιας της «βαρβαρότητας». Είναι αναμφίβολα η σύγχρονη, «πολιτισμένη» βαρβαρότητα – οπότε η σύγκριση με την αρχαία Ρώμη δεν είναι πολύ εύστοχη – και σε αυτή την περίπτωση αυτά που λέγονται στη μπροσούρα του Τζούνιους αποδεικνύονται προφητικά: Ο γερμανικός φασισμός, η απόλυτη έκφραση της σύγχρονης βαρβαρότητας, μπόρεσε να ανέβει στην εξουσία λόγω της ήττας του σοσιαλισμού. Αλλά το πιό σημαντικό στοιχείο στον τυπο «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» είναι ο σύνδεσμος «ή»: το σημαντικό στοιχείο είναι ότι αναγνωρίζεται ότι η ιστορία είναι μια ανοιχτή διαδικασία, ότι το μέλλον δεν έχει ακόμα καθοριστεί – με τους «νόμους της ιστορίας» ή της οικονομίας – αλλά εξαρτάται σε τελική ανάλυση, από «υποκειμενικούς» παράγοντες: τη συνείδηση, την απόφαση, τη θέληση, την πρωτοβουλία, τη δράση, την επαναστατική πράξη. Είναι αλήθεια, όπως υπογραμμίζει η Ισαβέλλα Λουρέϊρο στο πολύ αξιόλογο βιβλίο της, ότι ακόμα και στο φυλλάδιο του Γιούνιους – όπως και σε μετέπειτα κείμενα της Ρόζας Λούξεμπουργκ – εξακολουθούμε να βρίσκουμε αναφορές στην αναπόφευκτη κατάρρευση του καπιταλισμού, τη «διαλεκτική της ιστορίας» και την «ιστορική ανάγκη του σοσιαλισμού». [15] Αλλά σε τελική ανάλυση, ο τύπος «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» θέτει τα θεμέλια μιας άλλης αντίληψης της «διαλεκτικής της ιστορίας», χωριστά από τον οικονομικό ντετερμινισμό και την πεφωτισμένη ιδεολογία της αναπόφευκτης προόδου.
Βρίσκουμε και πάλι τη φιλοσοφία της πράξης εν τω μέσω της πολεμικής της Λούξεμπουργκ για την Ρωσική Επανάσταση το 1918 – ένα ακόμα σημαντικό κείμενο που γράφτηκε στη φυλακή. Η βασική επιχειρηματολογία του κειμένου αυτού είναι γνωστή: από τη μια, υποστήριξη προς τους Μπολσεβίκους και τους ηγέτες τους, τον Λένιν και τον Τρότσκι, που διέσωσαν την τιμή του διεθνούς σοσιαλισμού τολμώντας να κάνουν την Οκτωβριανή Επανάσταση. Από την άλλη, σημαντική κριτική σε πολλά σημεία, εκ των οποίων κάποια – το ζήτημα της γής και το εθνικό ζήτημα – είναι συζητήσιμα, ενώ άλλα – η ενότητα για τη δημοκρατία – είναι σχεδόν προφητικά. Αυτό που ανησυχεί την Εβραία/ Πολωνή/Γερμανίδα επαναστάτρια είναι πρωτίστως η καταπίεση των δημοκρατικών ελευθεριών από τους Μπολσεβίκους– της ελευθερίας του τύπου, του συνεταιρίζεσθαι, του συνέρχεσθαι – που αποτελούν την εγγύηση της πολιτικής δραστηριότητας των εργαζόμενων μαζών. Χωρίς αυτές «η εξουσία των μεγάλων μαζών των λαών είναι τελείως αδιανόητη».
Το γιγαντιαίο έργο της μετάβασης στον σοσιαλισμό «το οποίο οι Μπολσεβίκοι έχουν αναλάβει με θάρρος και αποφασιστικότητα» - δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς την «έντονη πολιτική εκπαίδευση των μαζών και την απόκτηση εμπειρίας», η οποία δε γίνεται χωρίς δημοκρατικές ελευθερίες. Η κατασκευή μιας νέας κοινωνίας είναι παρθένο έδαφος που θέτει «χίλια απρόβλεπτα προβλήματα». Όμως «μόνο η εμπειρία μπορεί να διορθώσει και να ανοίξει νέους δρόμους». Ο σοσιαλισμός είναι ένα ιστορικό προϊόν «που γεννιέται μέσα στο σχολείο των ίδιων των εμπειριών του»: οι λαϊκές μάζες (Volksmassen) πρέπει να συμμετάσχουν σε αυτήν την εμπειρία στο σύνολο τους, αλλιώς ο «σοσιαλισμός θα θεσπιστεί πίσω από μερικά επίσημα γραφεία μιας ντουζίνας διανοούμενων». Για τα αναπόφευκτα λάθη κατά τη μεταβατική διαδικασία, η μόνη θεραπεία είναι η ίδια η επαναστατική πρακτική: «ο μόνος θεραπευτικός και εξαγνιστικός ήλιος είναι η ίδια η επανάσταση και η επαναστατική της αρχή, η πνευματική ζωή, η δραστηριότητα και η πρωτοβουλία των μαζών που ζωντανεύει από αυτήν και που παίρνει τη μορφή της ευρύτερης πολιτικής ελευθερίας». [16]
Το επιχείρημα είναι περισσότερο σημαντικό από τη διαμάχη στη Συντακτική Συνέλευση, στην οποία έχουν επικεντρωθεί οι «Λενινιστικές» αντιρρήσεις στο κείμενο του 1918. Χωρίς δημοκρατικές ελευθερίες, η δημοκρατική πράξη των μαζών, η λαϊκή αυτοεκπαίδευση μέσω της εμπειρίας, η αυτο-χειραφέτηση των καταπιεσμένων και η άσκηση της εξουσίας από την ίδια την εργατική τάξη είναι ανέφικτες. Ο Γκέοργκ Λούκατς, στην πραγματεία του «Ο μαρξισμός της Ρόζας Λούξεμπουργκ» (Ιανουάριος 1921), έδειξε με μεγάλη οξύτητα πώς χάρη στην ενότητα της θεωρίας και της πράξεως, διαμορφωμένη από τον Μαρξ στις Θέσεις του για τον Φόϊερμπαχ, η μεγάλη επαναστάτρια είχε καταφέρει να ξεπεράσει το δίλημμα της ανικανότητας των σοσιαλδημοκρατικών κινημάτων, «το δίλημμα που δημιουργείται από τους αγνούς νόμους με τη μοιρολατρία τους και από την ηθική των αγνών προθέσεων». Τι σημαίνει αυτή η διαλεκτική ένωση; «Έχουμε δει ότι το προλεταριάτο ως τάξη μπορεί μόνο να κατακτήσει και να διατηρήσει την ταξική του συνείδηση και να σταθεί στο – αντικειμενικό – ύψος των ιστορικών περιστάσεων, μέσω της πάλης και της δράσης. Ισχύει επίσης ότι το κόμμα και ο μεμονωμένος αγωνιστής μπορεί να οικειοποιηθεί τη θεωρία του [κόμματος], μόνο αν μπορούνε να την υλοποιήσουν». [17].
Εκπλήσσει λοιπόν το γεγονός ότι, πριν καν περάσει ένας χρόνος, ο Λούκατς γράφει μια πραγματεία – η οποία εμφανίζεται επίσης στην Ιστορία και Ταξική Συνείδηση (1923), με τίτλο «Κριτικές Παρατηρήσεις στην ΄Κριτική της Ρωσικής Επανάστασης΄ της Ρόζα Λούξεμπουργκ» (Ιανουάριος 1922). [ Στην πραγματεία, ο Λούκατς] απορρίπτει τα σχόλια της ιδρύτριας του Σπάρτακου, υποστηρίζοντας ότι [η Λούξεμπουργκ] «θεωρεί ότι την προλεταριακή επανάσταση έχει τις δομικές μορφές της αστικής επανάστασης» [18], μια ελάχιστη πειστική κατηγορία, όπως δείχνει η Isabel Loureiro. [19]. Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε τη διαφορά, σε τόνο και περιεχόμενο, ανάμεσα στην πραγματεία του Ιανουαρίου 1921 και αυτήν του Ιανουαρίου 1922; Μια γρήγορη μεταστροφή προς τον ορθόδοξο Λενινισμό; Ίσως, αλλά μάλλον η θέση του Λούκατς αφορά στις διαμάχες μέσα στο γερμανικό κομμουνιστικό κίνημα. Ο Πολ Λέβι, ο βασικός αρχηγός του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας είχε αντιταχθεί με την «Δράση του Μαρτίου» του 1921, μια αποτυχημένη προσπάθεια κομμουνιστικής εξέγερσης στη Γερμανία, η οποία είχε υποστηριχθεί με ενθουσιασμό από τον Λούκατς (αλλά είχε δεχθεί κριτική από τον Λένιν). Διωγμένος από το κόμμα, ο Πολ Λέβι είχε αποφασίσει το 1922 να εκδώσει το χειρόγραφο της Ρόζας Λούξεμπουργκ για τη Ρωσική Επανάσταση, το οποίο του είχε εμπιστευθεί η ίδια η συγγραφέας το 1918. Η πολεμική του Λούκατς με αυτό το κείμενο συνιστά ένα έμμεσο ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τον Πολ Λέβι.
Μάλιστα, το κεφάλαιο περί δημοκρατίας του κειμένου της Λούξεμπουργκ είναι ένα από τα πιο σημαντικά κείμενα του Μαρξισμού, του κομμουνισμού, της κριτικής θεωρίας και της επαναστατικής σκέψης του 20ου αιώνα. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την επανίδρυση του σοσιαλισμού στον 21ο αιώνα, που δεν θα λάβει υπόψη του τα επιχειρήματα που έχουν αναπτυχθεί σε αυτές τις πυρετώδεις σελίδες. Οι εκπρόσωποι του Λενινισμού και του Τροτσκισμού με το πιο καθαρό μυαλό, όπως ο Ερνέστ Μαντέλ και ο Ντάνιελ Μπενσαΐντ, αναγνωρίζουν ότι η κριτική του μπολσεβικισμού του 198, που αφορά στο ζήτημα των δημοκρατικών ελευθεριών ήταν δικαιολογημένη σε τελική ανάλυση.Φυσικά η δημοκρατία στην οποία αναφέρεται η Ρόζα Λόξεμπουργκ είναι αυτή η οποία εξασκείται από τους εργάτες σε μια επαναστατική διαδικασία και όχι στην «δημοκρατία χαμηλής έντασης» του αστικού κοινοβουλευτισμού, όπου οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται από τους τραπεζίτες, τους εργολάβους, τους στρατιώτες και τους τεχνοκράτες, χωρίς κανέναν λαϊκό έλεγχο. Η zündende Funke, η σπίθα που πυροδοτούσε τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, έλαμψε μια τελευταία φορά το Δεκέμβριο του 1918, όταν μίλησε στο Ιδρυτικό Συνέδριο του ΚΚΓ (Σπάρτακος).
Όντως, βρίσκουμε ακόμα σε αυτό το κείμενο αναφορές στο «νόμο της απαραίτητης αντικειμενικής εξέλιξης της σοσιαλιστικής επανάστασης», αλλά στην ουσία είναι οι «πικρές εμπειρίες», τις οποίες πρέπει να περάσουν οι διάφορες δυνάμεις του εργατικού κινήματος πριν βρουν την επαναστατική οδό. Οι τελευταίες λέξεις αυτής της αξέχαστης ομιλίας είναι άμεσα εμπνευσμένες από την οπτική γωνία της πράξης της αυτοχειραφέτησης των καταπιεσμένων: «Οι μάζες μπορούν να μάθουν πώς θα χρησιμοποιούν την εξουσία, χρησιμοποιώντας την εξουσία. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να τους διδάξεις. Ευτυχώς, έχουμε περάσει τις μέρες που προτεινόταν να «εκπαιδεύσουμε» σοσιαλιστικά το προλεταριάτο. Οι Μαρξιστές της σχολής του Κάουτσκι ακόμα πιστεύουν στη σοσιαλιστική διδασκαλία. Το να εκπαιδεύσεις τις μάζες των προλεταρίων σοσιαλιστικά σήμαινε να τους κάνεις διαλέξεις, να τους μοιράσεις φυλλάδια και μπροσούρες. Όχι, η σχολή του σοσιαλιστικού προλεταριάτου δεν τα χρειάζεται όλα αυτά. Οι εργάτες θα μάθουν στο σχολείο της δράσης (zur Tat greifen)». Εδώ η Ρόζα Λούξεμπουργκ αναφέρεται στον περίφημο τύπο του Γκαίτε Am Anfang war die Tat! Στην αρχή όλων αυτών δεν υπάρχει η Λέξη αλλά η Δράση! Όπως λέει η Μαρξίστρια επαναστάτρια: «Το σύνθημα μας είναι: Εν αρχή ήταν η δράση. Και η δράση είναι ότι τα συμβούλια των εργατών και των στρατιωτών πρέπει να πραγματοποιήσουν την αποστολή τους, δηλαδή να μάθουν να είναι η μόνη δημόσια εξουσία ολόκληρου του έθνους». [20]
Μερικές μέρες αργότερα, η Ρόζα Λούξεμπουργκ θα δολοφονηθεί από την παραστρατιωτική Φράικορπς, η οποία κινητοποιήθηκε από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, υπό την εξουσία του Υπουργού Γκούσταβ Νόσκε, ενάντια της εξέγερσης των εργατών στο Βερολίνο. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν ήταν αλάνθαστη, έκανε λάθη, όπως κάθε άλλος άνθρωπος και κάθε ακτιβιστής. Οι ιδέες της δεν αποτελούν ένα κλειστό θεωρητικό κύκλωμα, μια δογματική διδασκαλία που μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε μέρος και σε κάθε χρονική περίοδο. Αλλά χωρίς αμφιβολία, η σκέψη της Λούξεμπουργκ είναι μια πηγή έμπνευσης ανεκτίμητης αξίας, που βοηθάει στο να αποσυναρμολογήσει κανείς την καπιταλιστική μηχανή και να σκεφτεί ριζοσπαστικές εναλλακτικές. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια έχει γίνει ένα από τα πιο σημαντικά σημεία αναφοράς στον διάλογο για τον σοσιαλισμό του 21ου αιώνα, ειδικά στη Λατινική Αμερική, ένα εγχείρημα που προσπαθεί να υπερβεί τα αδιέξοδα των εμπειριών στο όνομα του σοσιαλισμού του προηγούμενου αιώνα, της σοσιαλδημοκρατίας και του Σταλινισμού. Η σύλληψη της για μια μορφή σοσιαλισμού που είναι ταυτόχρονα επαναστατική και δημοκρατική – σε αντίθεση με τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό – βασισμένο στην πράξη της αυτο-χειραφέτησης των εργατών, στην αυτο-εκπαίδευση μέσω της εμπειρίας και της φράσης των ευρέων λαϊκών μαζών είναι λοιπόν εξαιρετικά επίκαιρη. Ο σοσιαλισμός του μέλλοντος δεν μπορέσει να υπάρξει χωρίς το φως από αυτή τη φωτεινή σπίθα.
Ο Michael Lowy, φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Βραζιλιάνικης καταγωγής, είναι μέλος του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος στη Γαλλία και της Τέταρτης Διεθνούς. Είναι συνεργάτης του Διεθνούς Ινστιτούτου Έρευνας και Εκπαίδευσης (IIRE) στο Άμστερνταμ και πρώην Διευθυντής Ερευνών του Γαλλικού Εθνικού Συμβουλίου Επιστημονικής Έρευνας, έχει γράψει πολλά βιβία, συμπεριλαμβανομένων των «Μαρξισμός του Τσε Γκεβάρα», «Μαρξισμός και Θεολογία της Απελευθέρωσης», «Πατρίδα ή Μητέρα Γη»; και «ο Πόλεμος των Θεών: Θρησκεία και Πολιτική στη Λατινική Αμερική». Είναι ο ένας από τους δύο συγγραφείς του Διεθνούς Οικο-σοσιαλιστικού Μανιφέστου (με τον Τζοελ Κοβελ). Είναι επίσης ένας από τους διοργανωτές της πρώτης Διεθνούς Οικοσοσιαλιστικής Συνάντησης στο Παρίσι το 2007.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Karl Marx, Early Writings, p 422, Penguin Books, Harmondsworth, 1975
[2] http://www.marxists.org/archive/marx/works/1845/german-ideology/index.htm
[3] Isabel Loureiro, Rosa Luxemburg. Os dilemmas da acao revolucionario Unesp, Sao Paulo, 1995, p 23
[4] http://www.marxists.org/archive/luxemburg/1900/reform-revolution/index.htm
[5] http://www.marxists.org/archive/luxemburg/1904/questions-rsd/index.htm
[6] Στο ίδιο
[7] http://www.marxists.org/archive/luxemburg/1906/mass-strike/index.htm
[8] Στο ίδιο
[9] Στο ίδιο
[10] Στο ίδιο
[11] Karl Liebknecht, To Rosa Luxemburg: Remarks concerning her draft these for the ´International´ group, published in French in Partisans no. 45, January 1969
[12]http://www.marxists.org/archive/luxemburg/1915/junius/index.htm
[13] http://www.marxists.org/archive/marx/works/1877/anti-duhring/index.htm
[14] Luxemburg, op. cit.
[15] Loureiro, op. cit., p 123
[16] http://www.marxists.org/archive/luxemburg/1918/russian-revolution/index.htm
[17] Lukacs, History and Class Consciousness, Merlin Press, London, 1971, pp 39, 43
[18] Ibid. P 284
[19] Loureiro, op. cit. P 321
[20] http://www.marxists.org/archive/luxemburg/1918/12/31.htm
Mετάφραση: Έλλη Σιαπκίδου
Πηγή:Red Notebook