Τι είναι ο οικοφεμινισμός;
Δρόμοι για έναν αντισυστημικό οικοφεμινισμό
Συνέντευξη με την Yayo Herrerο, φεμινίστρια και οικολόγο, συγγραφέα, πανεπιστημιακή, ανθρωπολόγο, μηχανικό αγροτικής τεχνικής, και συντονίστρια του μαζικού ισπανικού κινήματος Ecologistas en Accion (Οικολόγοι σε Δράση)*
Τι είναι ο οικοφεμινισμός και ποια είναι η ιστορία του;
Ο οικοφεμινισμός είναι ένα πλατύ κίνημα γυναικών που γεννιέται από τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι οι αγώνες για την οικολογία και το φεμινισμό περιέχουν τα κλειδιά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της βιωσιμότητας με ισότητα.
Η συμμετοχή των γυναικών στα κινήματα υπεράσπισης της γης ήταν και παραμένει ιδιαίτερα μεγάλη. Είναι γνωστός ο πρωταγωνιστικός τους ρόλος στις μάχες για την υπεράσπιση των δασών (ειδικά στο Chipko), στους αγώνες ενάντια στα φράγματα στο ποταμό Narmada στην Ινδία, ή ενάντια στα τοξικά κατάλοιπα του Love Canal που αποτέλεσε και την αφετηρία του κινήματος για τη περιβαλλοντική δικαιοσύνη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δραστηριοποιούνται επίσης στα τοπικά κινήματα υπεράσπισης κοινοτικών γαιών, στη μάχη για δημόσιους χώρους στις πόλεις ή για τις υγιεινές τροφές. Συμπερασματικά, οι φτωχές γυναίκες υπερασπίζονται το προστατευμένο περιβάλλον, επειδή εξαρτώνται άμεσα από αυτό για να μπορούν να ζήσουν.
Στα μέσα του περασμένου αιώνα, ο πρώτος οικοφεμινισμός αμφισβήτησε τις ιεραρχίες που είχε επιβάλλει η δυτική σκέψη, αναβαθμίζοντας τους όρους της διχοτομίας που ήταν πριν απαξιωμένοι: γυναίκα και φύση. Κατάγγειλε επίσης τη κουλτούρα στην οποία πρωταγωνιστούσαν οι άνδρες και η οποία προκαλεί γενοκτονικούς πολέμους, την καταστροφή και τη δηλητηρίαση των εδαφών και την εγκαθίδρυση δεσποτικών κυβερνήσεων. Αυτές οι πρώτες οικοφεμινίστριες άσκησαν κριτική στις συνέπειες της τεχνοεπιστήμης πάνω στην υγεία των γυναικών, και πάλεψαν ενάντια στο μιλιταρισμό και τη περιβαλλοντική υποβάθμιση, που αντιλαμβάνονταν ως εκδηλώσεις ενός σεξιστικού πολιτισμού. Η Γερμανίδα οικολόγος Petra Kelly ήταν μια από τις εκπροσώπους τους.
Άλλα ρεύματα που έρχονταν κυρίως από το Νότο ακολούθησαν αυτό τον πρώτο, κριτικό της ανδρικότητας, οικοφεμινισμό. Αυτά τα ρεύματα θεωρούν ότι οι γυναίκες είναι φορείς του σεβασμού για τη ζωή και κατηγορούν τη δυτική «στρεβλή ανάπτυξη» ότι προκαλεί τη φτώχεια των γυναικών και των ιθαγενών πληθυσμών, πρώτων θυμάτων της καταστροφής της φύσης. Ίσως πρόκειται για τον πιο γνωστό οικοφεμινισμό. Η Ινδή φεμινίστρια Vandana Shiva, η Γερμανίδα Maria Mies και η Βραζιλιάνα Ivone Guevara είναι τα πιο γνωστά πρόσωπα αυτού του μεγάλου κινήματος.
Ξεπερνώντας τον ουσιοκρατισμό αυτών των θέσεων, άλλες κονστρουκτιβίστριες οικοφεμινίστριες (Bina Agarwal, Val Plumwood) βλέπουν στην αλληλεπίδραση με το περιβάλλον τη βάση αυτής της ιδιαίτερης οικολογικής συνείδησης των γυναικών. Είναι ο σεξουαλικός καταμερισμός εργασίας, η κατανομή της εξουσίας και η περιουσία που υπέταξαντις γυναίκες και τη φύση στην οποία ανήκουμε όλες και όλοι μας. Οι απλουστευτικές διχοτομίες της δυτικής κουλτούρας μας πρέπει να σπάσουν ώστε να δημιουργήσουμε μια συμβίωση πιο ανεκτική και πιο ελεύθερη.
Τμήμα του φεμινιστικού κινήματος διέβλεψε στον οικοφεμινισμό ένα πιθανό κίνδυνο, με δεδομένη την ιστορικά κακή χρήση από μέρους της πατριαρχίας των σχέσεων μεταξύ γυναικών και φύσης. Όμως, ο οικοφεμινισμός δεν θέλει να εγκωμιάσει τον εσωτερικό κόσμο ως κάτι το γυναικείο, να ξανακλείσει τις γυναίκες σε ένα αναπαραγωγικό χώρο, αρνούμενος τη πρόσβασή τους στο πολιτισμό, ούτε να τις καταστήσει υπεύθυνες για το τεράστιο καθήκον να σωθεί ο πλανήτης και η ζωή. Θέλει μάλλον να κάνει ορατή την υποταγή, να αποκαλύψει τις ευθύνες και να κάνει συνυπεύθυνους τους άνδρες και τις γυναίκες στο έργο της επιβίωσης.
Υπάρχει αντικαπιταλιστικός οικοφεμινισμός και αναζητά τη σύγκλιση με άλλους αντισυστημικούς κοινωνικούς χώρους; Και αν ναι, ποια είναι τα κύρια στοιχεία αυτού του οικοφεμινισμού;
Στις προβιομηχανικές κοινωνίες, η έννοια της εργασίας αντιστοιχούσε στην ιδέα μιας δραστηριότητας που διεξαγόταν συνεχώς και που ήταν άρρηκτα δεμένη με την ανθρώπινη φύση. Ωστόσο, πριν από περίπου δυο αιώνες, εμφανίζεται μια νέα αντίληψη που σφυρηλατήθηκε στη βάση της μυθολογίας της παραγωγής και της ανάπτυξης, και που συρρίκνωσε την προηγούμενη ευρεία θεώρηση στο πεδίο της μισθωτής βιομηχανικής παραγωγής.
Αυτή η συρρίκνωση της ευρείας έννοιας της εργασίας στη σφαίρα της μισθωτής απασχόλησης αποκρύπτει το γεγονός ότι για να διαιωνιστούν η κοινωνία και το κοινωνικοοικονομικό σύστημα έχουν ανάγκη τη πραγμάτωση ενός μεγάλου καταλόγου καθηκόντων σχετικών με την ανθρώπινη αναπαραγωγή, τη φροντίδα των παιδιών, την περιποίηση των ηλικιωμένων, την ικανοποίηση των βασικών αναγκών, την πρόνοια για την υγεία, τη ψυχολογική υποστήριξη, τη διευκόλυνση της κοινωνικής συμμετοχής… Σε τελική ανάλυση, πρόκειται για ένα τεράστιο όγκο χρόνου εργασίας που αποσκοπεί να εξασφαλίσει την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών και την ευζωία των ανθρώπων και που, εξαιτίας του σεξουαλικού καταμερισμού εργασίας που έχει επιβάλλει η πατριαρχική ιδεολογία, αναγκάζονται να την επωμιστούν κυρίως οι γυναίκες μέσα στο σπίτι.
Οι κλασικοί οικονομολόγοι, αν και δεν απέδιδαν καμιά οικονομική αξία σε αυτή την εργασία, τουλάχιστον παραδέχτηκαν τη σημασία της οικογενειακής οικιακής εργασίας, και όρισαν το μισθό ως κόστος της ιστορικής αναπαραγωγής της εργαζόμενης τάξης. Έτειναν να αναγνωρίσουν την αξία της οικιακής εργασίας, χωρίς ωστόσο να την ενσωματώνουν στα αναλυτικά πλαίσια της οικονομικής επιστήμης.
Αυτή η αντίφαση εξαφανίζεται σχεδόν εντελώς με τη νέο-κλασική οικονομία που θεσμοθετεί οριστικά το διαχωρισμό μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου, μεταξύ εμπορευματικής παραγωγής και οικιακής παραγωγής, περιθωριοποιώντας και αποκρύπτοντας τη τελευταία.
Είναι αυτή η διάκριση ρόλων που επέτρεψε στους άνδρες να αφιερωθούν πλήρως στην εμπορευματική εργασία χωρίς να είναι αναγκασμένοι να επωμιστούν τα καθήκοντα που σχετίζονται με τις φροντίδες σε πρόσωπα ή στην οικογένεια ή με τη διατήρηση των συνθηκών υγιεινής του σπιτιού. Έτσι, επιβλήθηκε ένας ορισμός της οικονομίας που δεν ενσωματώνει το σεξουαλικό καταμερισμό της εργασίας και δεν αναγνωρίζει το καθοριστικό ρόλο της οικιακής εργασίας στην αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος.
Ωστόσο, παρόλο που η εργασία που συνδέεται με τις φροντίδες παρουσιάζεται συχνά ως ξεχωριστή από το παραγωγικό περιβάλλον, όμως εξασφαλίζει τη παραγωγή μιας «πρώτης ύλης» που είναι βασική για τη συμβατική οικονομική διαδικασία: την εργατική δύναμη.
Στο πλαίσιο των δικών του παραγωγικών σχέσεων, το καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορεί να αναπαράγει την εργατική δύναμη που χρειάζεται. Η καθημερινή αναπαραγωγή, αλλά κυρίως η γενεαλογική, απαιτεί ένα τεράστιο όγκο χρόνου και ενέργειας που το σύστημα δεν είναι σε θέση να αμείψει. Οι διαδικασίες μόρφωσης, κοινωνικοποίησης και φροντίδας στους ηλικιωμένους είναι πολύπλοκες και προκαλούν συναισθήματα και συγκινήσεις που επιτρέπουν στο κάθε άτομο να αναπτυχθεί με μια κάποια ασφάλεια.
Η αντικαπιταλιστική οικοφεμινιστική σκέψη θεωρεί ότι το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα έχει τη μορφή ενός παγόβουνου. Το τμήμα του που επιπλέει και είναι ορατό είναι η αγορά. Κάτω από την επιφάνεια υπάρχει μια πολύ μεγαλύτερη μάζα: η εργασία για τη συντήρηση της ζωής. Αυτά τα δυο τμήματα του παγόβουνου είναι αρκετά διαφοροποιημένα. Το κυριότερο από αυτά είναι κρυμμένο από τα βλέμματα, αλλά και τα δυο είναι άρρηκτα δεμένα. Πάνω στο βυθισμένο πάγο της οικιακής εργασίας και της αναζωογόνησης των φυσικών συστημάτων, στηρίζεται και ακουμπάει το μπλοκ της μισθωτής απασχόλησης της συμβατικής οικονομίας. Η διατήρηση του συστήματος επιβάλλει να παραμένει αόρατη η σφαίρα των δραστηριοτήτων που επικεντρώνονται στην ικανοποίηση των βασικών αναγκών και απορροφούν τις εντάσεις.
Μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μια βαθιά αντίφαση μεταξύ της διαδικασίας φυσικής και κοινωνικής αναπαραγωγής και της διαδικασίας συσσώρευσης του κεφαλαίου.
Αν η κοινωνική αναπαραγωγή και συντήρηση της ζωής είχαν τον πρώτο λόγο στην οικονομία, τότε η δραστηριότητα θα κατευθυνόταν προς την άμεση παραγωγή αγαθών χρήσης και όχι ανταλλαγής, και η ευζωία θα γινόταν αυτοσκοπός.
Είναι αδύνατο να δίνεις προτεραιότητα ταυτόχρονα και στις δυο λογικές. Πρέπει κατά συνέπεια να επιλέξεις τη μια από τις δυο. Καθώς οι αγορές δεν έχουν για κύριο στόχο να ικανοποιούν τις ανθρώπινες ανάγκες, είναι μάταιο να ελπίζουμε ότι, μέσα σε αυτό το σύστημα, μπορούν να μετατραπούν σε προνομιούχο κέντρο της κοινωνικής οργάνωσης.
Ποιοι θα έπρεπε να είναι λοιπόν οι στόχοι με προτεραιότητα;
Η κερδοφορία και η οικονομική ανάπτυξη πρέπει επιτέλους να πάψουν να καθορίζουν τη κατανομή του χρόνου, την οργάνωση του χώρου και τις διάφορες ανθρώπινες δραστηριότητες. Για να δημιουργήσουμε κοινωνίες βασισμένες στη ευζωία, είναι απαραίτητο να τις διαρθρώσουμε γύρω από τη κοινωνική αναπαραγωγή και την ικανοποίηση των αναγκών, χωρίς να μειώνουμε τη σημασία της βιοφυσικής βάσης που επιτρέπει στο είδος μας να ζει.
Οι ετερόδοξες θεωρήσεις της οικονομίας έχουν πολλά να προσφέρουν στην αναμόρφωση της οικονομικής επιστήμης. Η οικολογική οικονομία μας αποδείχνει ότι ένα σημαντικό μέρος της οικονομικής δραστηριότητας είναι επιβλαβές για τη ζωή, ότι καταναλώνει τεράστιους πόρους χωρίς να φέρνει την ευζωία, και ακόμα χειρότερα, ότι παράγει κακοζωία. Η φεμινιστική οικονομία φέρνει τα πάνω κάτω στη κατηγορία της εργασίας, αποκαλύπτοντας το κεντρικό ρόλο της ιστορικά περιφρονημένης και υποβαθμισμένης δραστηριότητας των γυναικών, παρόλο που αυτή στηρίζει τη καθημερινή ζωή. Μαζί με άλλους χώρους της κριτικής οικονομίας, αυτές οι διαφορετικές θεωρήσεις και προσεγγίσεις είναι απαραίτητες για τη δημιουργία ενός νέου μοντέλου.
Το να παραδεχτούμε ότι είμαστε ευάλωτα όντα που χρειάζονται τη φροντίδα των άλλων στη διάρκεια του κύκλου της ζωής μας επιτρέπει να επανακαθορίσουμε και να συμπληρώσουμε τη σύγκρουση κεφαλαίου-εργασίας καθώς και να πούμε ότι αυτή η σύγκρουση πάει πέρα από την ένταση μεταξύ του κεφαλαίου και της μισθωτής εργασίας και αντικατοπτρίζει τον ανταγωνισμό μεταξύ του κεφαλαίου και όλων των εργασιών, των αμειβόμενων και των μη αμειβόμενων.
Αν επιπλέον θυμηθούμε ότι, από οικολογική προοπτική, είναι επίσης χειροπιαστή η βασική αντίφαση που υπάρχει μεταξύ του παρόντος οικονομικού μεταβολισμού και της βιωσιμότητας της βιόσφαιρας, τότε γινόμαστε και πάλι μάρτυρες της σημαντικής συνεργίας μεταξύ του οικολογικού και του φεμινιστικού οράματος. Η οικολογική προοπτική αποδεικνύει πόσο φυσικά ανέφικτη είναι η αναπτυξιακή κοινωνία. Ο φεμινισμός κάνει προσγειώνει αυτή τη σύγκρουση μέσα στη καθημερινότητα της ζωής μας και καταγγέλλει τη πατριαρχική και ανδροκεντρική λογική της συσσώρευσης και της ανάπτυξης. Η άλυτη και ριζική (από τη ρίζα) ένταση που υφίσταται μεταξύ του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος και της βιωσιμότητας της ανθρώπινης ζωής, είναι στη πραγματικότητα αδιάψευστος μάρτυρας της ουσιαστικής αντίθεσης μεταξύ του κεφαλαίου και της ζωής.
Το να βάλουμε ως στόχο της κοινωνίας και της οικονομικής διαδικασίας την ικανοποίηση των αναγκών και την ευζωία των ατόμων σε συνθήκες ισότητας ισοδυναμεί με μια σημαντική αλλαγή προοπτικής. Σημαίνει ότι άξονας και σπονδυλική στήλη της κοινωνίας, καθώς και των αναλύσεων, πρέπει να είναι τόσο η ικανοποίηση των βασικών αναγκών, που επιτρέπει στα άτομα να μεγαλώνουν, να αναπτύσσονται και να ζουν με αξιοπρέπεια, όσο και η εργασία και οι κοινωνικά αναγκαίες παραγωγές. Σύμφωνα με αυτή τη νέα προοπτική, οι γυναίκες δεν είναι ούτε πρόσωπα δευτερεύουσας σημασίας ούτε εξαρτημένα, αλλά πρόσωπα ενεργά, παίκτριες της δικιάς τους ιστορίας, δημιουργοί πολιτισμών και αξιών της εργασίας διαφορετικών από εκείνες του πατριαρχικού και καπιταλιστικού μοντέλου.
*Τη συνέντευξη πήρε ο Juan Tortosa
Μετάφραση: Γιώργος Μητραλιάς