Οι ρίζες του Ναζισμού στον ευρωπαϊκό πολιτισμό
Γραμμή παραγωγής φόνων
Το Άουσβιτς-Μπίρκεναου κατέληξε να συμβολίζει τη θηριωδία των ναζί, και τον περασμένο μήνα έγιναν επιμνημόσυνες εκδηλώσεις σε διεθνές επίπεδο για την 60ή επέτειο της απελευθέρωσής του. Ωστόσο, οι ιστορικοί είναι ακόμα διχασμένοι σχετικά με το μήνυμα του Ολοκαυτώματος, στο πλαίσιο της εξέλιξης του δυτικού πολιτισμού.
του Enzo Traverso*
Η εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης αποτέλεσε την επιτομή του απόλυτου Κακού κατά την άποψή μας σχετικά με την ιστορία του 20ού αιώνα. Ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν ότι η μνήμη του Ολοκαυτώματος έγινε μια νέα πολιτική θρησκεία του δυτικού κόσμου, εκ του αντιθέτου μέτρο αξιολόγησης της νομιμότητας των δημοκρατικών θεσμών μας.
Ο καθένας θα συμφωνήσει ότι το Ολοκαύτωμα είναι μία μεγάλη, ανθρωπολογική και ηθική τομή στην ευρωπαϊκή ιστορία, αλλά δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς την ερμηνεία του φαινομένου. Ορισμένοι ιστορικοί τοποθετούν τη γένεσή του στον ριζοσπαστικό αντισημιτισμό του Χίτλερ, άλλοι στο πλαίσιο του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, και μερικοί στο πολύπλοκο, πολυκεντρικό και χαρισματικό σύστημα εξουσίας του ναζιστικού καθεστώτος. Μετά το τέλος του πολέμου, υπήρξε έντονη η τάση να αποκηρυχθεί ο Ναζισμός ως μία εκτροπή ενάντια στο δυτικό πολιτισμό, μία διαμετρική αντίθεση προς τις αξίες του Διαφωτισμού και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτή η καθησυχαστική διάγνωση ήταν η βάση της κουλτούρας της Αντίστασης. Έτσι την είδαν κοινωνιολόγοι όπως ο Νόρμπερτ Ελίας, που θεώρησε την βία των ναζί ως σύμπτωμα μιας διαδικασίας κρίσης του πολιτισμού και φιλόσοφοι όπως ο Γιούργκεν Χάμπερμας, ο οποίος υποστήριξε ότι η Γερμανία εντάχθηκε στη Δύση μόνο μετά το Άουσβιτς (1).
Αυτή τη διάγνωση την επεξεργάστηκε και ο ιστορικός Φρανσουά Φυρέ, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του ψυχρού πολέμου. Ο Φυρέ ερμήνευσε το ναζισμό και τον κομμουνισμό ως συμμετρικές μορφές αντίδρασης ενάντια στην αναπόφευκτη έλευση μιας φιλελεύθερης πολιτικής τάξης (2). Υπ’ αυτή την έννοια, ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι διαμετρικά αντίθετος προς την ναζιστική βαρβαρότητα. Δεν υπάρχει σημείο επαφής, προσέγγισης ούτε και συνέχεια μεταξύ των δύο.
Είναι αλήθεια, φυσικά, ότι ο Ναζισμός έβαλε στόχο την καταστροφή της οικουμενικής έννοιας της ανθρωπότητας, που είχε προωθήσει ο Διαφωτισμός και είχε εκδηλωθεί με την Γαλλική Επανάσταση, και είναι επίσης αλήθεια ότι η έννοια αυτή διατηρήθηκε και διευρύνθηκε από τις σύγχρονες δημοκρατίες της Δύσης. (Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν σχετικά με τον τρόπο που αυτές διατήρησαν και διεύρυναν την έννοια αυτή, αλλά δεν είναι αυτός ο σκοπός του άρθρου.)
Αυτή όμως είναι η μία όψη του προβλήματος. Υπάρχουν πολλά άλλα στοιχεία που συνδέουν την ιδεολογία του Ναζισμού και των μεθόδων του (κυριαρχία και εξόντωση) με την ιστορία της Δύσης. Παρά τις παθολογικές ιδιαιτερότητές τους, αποτελούν ωστόσο μέρος της ιστορικής ανάπτυξης της Δύσης.
Η πρώτη σύνδεση είναι ιδεολογική. Ο ναζισμός ανέτειλε στο κοινωνικοπολιτικό στερέωμα του γερμανικού εθνικισμού, ο οποίος διασταυρώθηκε με ιδεολογικά ρεύματα, που είχαν συνολικά ισχυρή παρουσία στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού : τη Φυλετική Ανθρωπολογία, που πρέσβευε την ιεράρχηση των ανθρωπίνων ομάδων με κυρίαρχους τους Αρίους, τον Κοινωνικό Δαρβινισμό, που περιείχε την ιδέα της φυσικής επιλογής του ικανότερου και την Ευγονική, με την αντιδραστική ουτοπία της, ενός τεχνητά δημιουργημένου ανθρώπινου είδους.
Ο σωτηριολογικός αντισημιτισμός του ναζισμού είδε την πάλη κατά των Εβραίων ως μία σταυροφορία ενάντια στο Κακό, που θα έδινε τη δυνατότητα στο γερμανικό έθνος να ελευθερωθεί από τον εσωτερικό εχθρό. Ωστόσο, δεν ήταν τίποτε άλλο από τη ριζοσπαστική έκφραση μιας ιδεολογίας και ευρέως διαδεδομένων μορφών κοινωνικής διάκρισης και δίωξης, που δεν αποτελούσαν σε καμιά περίπτωση γερμανικό μονοπώλιο πριν από τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η Φυλετική Ανθρωπολογία αντιπροσωπευόταν σταθερά στην Ιταλία με τον Τσέζαρε Λομπρόζο, ο Κοινωνικός Δαρβινισμός στην Αγγλία με τον Άλφρεντ Ράσελ Γουάλας, η Ευγονική στις ΗΠΑ με τον Φράνσις Γκάλτον και ο αντισημιτισμός στη Γαλλία με τους Εντουάρ Ντρυμόν, Μορίς Μπαρές, Ζορζ Βασέρ ντε Λαπούζ και πολλούς άλλους.
Επιπλέον, ο παρωξυμένος εθνικισμός και ο βιολογικός ρατσισμός των ναζί ήταν στενά συνδεμένος με την κουλτούρα και την πρακτική του ιμπεριαλισμού, που είχε χαρακτηρίσει την Ευρώπη συνολικά, από τις αρχές του 19ου αιώνα. Η Γερμανία δεν είχε παίξει ηγετικό ρόλο σ’ αυτή την ανάπτυξη. Αντίθετα, υπήρξε όψιμος οπαδός, ενθουσιώδης μαθητής που ακολούθησε τις δύο μεγάλες αποικιοκρατικές δυνάμεις, τη Γαλλία και την Βρετανία. Η φυσική ανωτερότητα της λευκής φυλής και τα επίχειρά της, η εκπολιτιστική αποστολή της Ευρώπης στην Αφρική και την Ασία, η θεώρηση του πλανήτη πέραν της Ευρώπης ως μιας τεράστιας έκτασης που θα μπορούσε να αποικιστεί, η αντιμετώπιση των αποικιοκρατικών πολέμων ως συγκρούσεων, όπου ο εχθρός ήταν ο ντόπιος πληθυσμός και όχι ο στρατός των χωρών που ήταν να κατακτηθούν, η θεωρία ότι η εξόντωση κατώτερων φυλών ήταν αναπόφευκτη συνέπεια της προόδου, όλα αυτά τα βασικά στοιχεία της ναζιστικής ιδεολογίας αποτελούσαν κοινούς τόπους στον ευρωπαϊκό πολιτισμό του 19ου αιώνα.
Ο στόχος των ναζί να κατακτήσουν το Lebensraum (ζωτικό χώρο) για τη γερμανική φυλή στα ευρύτερα σλαβικά εδάφη της ανατολικής Ευρώπης ήταν ουσιαστικά μια μετάθεση στον Παλαιό Κόσμο του μοντέλου της αποικιοκρατικής κυριαρχίας, που είχαν προωθήσει άλλες μεγάλες δυνάμεις στην Αφρική και την Ασία για πάνω από ένα αιώνα. Από τη στιγμή που οι ναζί θεωρούσαν τους Εβραίους εχθρική φυλή, θερμοκήπιο του κομμουνισμού και ιθύνοντες του σοβιετικού κράτους, μια σταυροφορία εναντίον τους ταίριαζε, κατά τρόπο φυσικό με έναν κατακτητικό πόλεμο εξόντωσης στην Ανατολή. Στο πλαίσιο του μεγάλου σχεδίου του Χίτλερ, η κατάκτηση του Lebensraum, η καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης και η εξόντωση των Εβραίων ήταν συμπληρωματικοί μεταξύ τους στόχοι, που συνέκλιναν σε ένα ενιαίο πόλεμο (3).
Ο Ναζισμός ήταν επίσης προϊόν του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, του απόλυτου πολέμου, που αποτέλεσε πράγματι την εμπειρία-θεμέλιο του 20ού αιώνα. Σ’ αυτόν βρίσκονται οι ρίζες της βιομηχανικής εξόντωσης , ο θάνατος εκατομμυρίων ανωνύμων και η αυταρχικός μετασχηματισμός των ευρωπαϊκών κοινωνιών κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Όπως κατέδειξε πειστικά ο Τζορτζ Μόσε, ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος ήταν η αρχή μιας εξαχρείωσης της πολιτικής ζωής με αποκορύφωση τον Ναζισμό (4). Στο πλαίσιο των εμφυλίων πολέμων και των εξεγέρσεων που συντάραξαν τη Ρωσία, τη Γερμανία, την Ουγγαρία και την Ιταλία μεταξύ 1918 και 1923, ο φασισμός πρόβαλε σαν ένα τυπικά αντιδραστικό, εθνικιστικό και αντιδημοκρατικό κίνημα. Υπ’ αυτή την έννοια, ήταν πραγματικά απότοκος της αντεπανάστασης που επιχειρήθηκε στη διάρκεια του «μακρύ» 19ου αιώνα, ξεκινώντας από τη συμμαχία των Αντι-Ιακωβίνων του 1793 και φτάνοντας στις σφαγές που ακολούθησαν την ήττα της Κομμούνας του Παρισιού, το 1872.
Η αντεπανάσταση, όμως, του 20ού αιώνα δεν ήταν ούτε συντηρητική ούτε αμιγώς αντιδραστική. Μάλλον κατανοούσε τον εαυτό της ως επανάσταση ενάντια στην επανάσταση. Οι φασίστες δεν κοίταζαν προς το παρελθόν : επιδίωκαν την οικοδόμηση ενός καινούργιου κόσμου. Βρήκαν τρόπους να συνεργαστούν με τις πρώην ηγετικές ελίτ, μόνο τη στιγμή ανάληψης της εξουσίας. Οι ηγέτες τους δεν προέρχονταν από τις ελίτ εκείνες αλλά από τον κοινωνικό απόπατο ενός κόσμου που είχε περιπέσει σε σύγχυση. Ήταν εθνικιστές δημαγωγοί που είχαν αποστατήσει προς τα αριστερά, όπως ο Μουσολίνι, ή λούμπεν προλετάριοι, όπως ο Χίτλερ, οι οποίοι ανακάλυψαν το δημαγωγικό ταλέντο τους μέσα στο κλίμα που είχε δημιουργήσει η γερμανική Ήττα. Απευθύνθηκαν στις μάζες, τις οποίες κινητοποίησαν με επίκεντρο οπισθοδρομικούς μύθους περί έθνους, φυλετικής και πολεμικής κοινότητας και εσχατολογικών υποσχέσεων, όπως ο μύθος περί του Χιλιετούς Ράιχ.
Η εμπειρία του πολέμου δίδαξε στους Ναζί την ανάγκη να συνδυάσουν ορισμένες αξίες που είχε κληροδοτήσει ο 19ος αιώνας, όπως τον αγώνα κατά τον 19ο αιώνα ενάντια στον Διαφωτισμό με τον σύγχρονο ρατσισμό (επιστημονικό και βιολογικό), τη λατρεία της τεχνολογίας και την καλλιέργεια της δύναμης και της εργατικότητας. Ωστόσο, όπως έχει με έμφαση τονιστεί από μια πλατιά κοινωνιολογική φιλολογία τα τελευταία χρόνια, το νεωτερικό πνεύμα του ναζισμού έγκειται πάνω απ’ όλα στην πρακτική της εξόντωσης. Η γενοκτονία που επέβαλαν οι ναζί, είχε στηριχθεί στο κρατικό μονοπώλιο βίας, το οποίο ο Νόρμπερτ Ελίας, ακολουθώντας την ερμηνεία Τόμας Χομπς, είχε ερμηνεύσει μονόπλευρα ως κινητήρια δύναμη για την κοινωνική ειρήνευση και κατά συνέπεια για τον εκπολιτισμό. Πράγματι, το μονοπώλιο της ισχύος στις απαρχές του σύγχρονου κράτους ήταν εκ των ων ουκ άνευ όρος για τις ολοκληρωτικές γενοκτονίες και τη βία του 20ού αιώνα – κατά το το χομπσιανό τους υπόδειγμα.
Μια ανάλυση της λειτουργίας των στρατοπέδων θανάτου των ναζί αποδεικνύει τη στενή σχέση τους με τη δυτική νεωτερικότητα. Το Άουσβιτς σχεδιάστηκε με βάση την αρχή περί παραγωγικού ορθολογισμού του Τέιλορ, με το θάνατο ως τελικό προϊόν μιας «ορθολογιστικής» επεξεργασίας της πρώτης ύλης – τους εκτοπισμένους Εβραίους. Ήταν ένα εργοστάσιο μαζικής παραγωγής πτωμάτων, όπου η αλυσίδα παραγωγής ήταν: άφιξη των οχημάτων μεταφοράς, επιλογή, κατάσχεση κινητών περιουσιακών στοιχείων, απέκδυση, θάλαμος αερίων και κρεματόριο.
Αναπόφευκτα, τα στρατόπεδα εξόντωσης ενσωμάτωσαν την διοικητική ορθολογικότητα που περιγράφει ο Μαξ Βέμπερ στο έργο του Οικονομία και Κοινωνία : καταμερισμός εργασίας , ιεραρχική λήψη αποφάσεων, διαχωρισμός της διαμόρφωσης ιδεών από την πραγμάτωσή τους, γραφειοκρατική διοίκηση και απέκδυση κάθε ευθύνης.
Όπως ο Μορίς Παπόν στη δίκη του στο Μπορντό, κανείς από τους κατηγορούμενους της Νυρεμβέργης δεν δέχτηκε ότι ήταν ένοχος : όλοι είχαν απλώς ακολουθήσει εντολές. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αρμοδιότητές τους πήραν εγκληματική χροιά μόνο στο τέλος μιας πολύπλοκης ακολουθίας δραστηριοτήτων που, οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν γνώριζαν ή εύκολα είχαν αγνοήσει. Η Χάννα Άρεντ σημειώνει ότι ο ναζισμός γέννησε ένα νέο τύπο εκτελεστή, το γραφειοκράτη στην καρέκλα του, που σκότωνε συμπληρώνοντας έντυπα (5). Τελικά, η γενοκτονική γραμμή παραγωγής απαιτούσε από μέρους των πολλών εκτελεστών που ενέχονταν σ’ αυτήν αυτοέλεγχο των ενστίκτων όπως αυτά τα καθόρισε ο Φρόυντ και στη συνέχεια ο Ελίας τα ενέταξε στην ανάλυσή του για την διαδικασία εκπολιτισμού.
Η ιστορία του Ολοκαυτώματος έχει κι αυτή το μερίδιο της σε φανατισμό, μίσος και αχαλίνωτη βία, ειδικά σε σχέση με τις σφαγές από τους SS κομάντος και τα τάγματα αστυνομικών της Βέρμαχτ. Όμως η εν ψυχρώ βιομηχανική εξόντωση των Εβραίων στους θαλάμους αερίων είχε συλληφθεί ως μια διαδικασία που θα μπορούσε να πραγματωθεί χωρίς μίσος. Στηρίζεται περισσότερο στην έννοια του καθήκοντος που έχει ο εκτελεστής, ο οποίος κάνει τη δουλειά του αποτελεσματικά και απρόσωπα, χωρίς να αφήνει τα συναισθήματά του να παρέμβουν και αποφεύγει σχολαστικά οποιαδήποτε ερώτηση σχετικά με τον τελικό σκοπό της δουλειάς του.
Η σχέση του ναζισμού λοιπόν με το δυτικό νεωτερικό κόσμο είναι ουσιαστική για την κατανόηση της προέλευσής του ναζισμού και της ιστορίας της ναζιστικής βίας. Η φιλελεύθερη Ευρώπη του 19ου αιώνα - το επίκεντρο του ρατσισμού, του ιμπεριαλισμού και του αποικιοκρατικού πολέμου – ήταν το πολιτιστικό και ιδεολογικό εργαστήρι μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε ο ναζισμός. Αυτή η ανάπτυξη δεν ήταν αναπόφευκτη, τη στιγμή που χρειάστηκαν διάφορα ενδιάμεσα στάδια, από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο μέχρι την κρίση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Υπάρχει όμως μια καθαρή γραμμή καταγωγής. Ταυτόχρονα το Ολοκαύτωμα, καθώς έχουν τονίσει οι Μαξ Χορκχάιμερ και Θίοντορ Αντόρνο, μαρτυρεί ταυτόχρονα μια αρνητική διαλεκτική, όπου μια τεχνική και υλική πρόοδος μετασχηματίστηκε σε ανθρώπινη και κοινωνική οπισθοδρόμηση.
Το Άουσβιτς θα πρέπει να κατανοηθεί μέσα σ’ ένα πλατύτερο ιστορικό πλαίσιο από αυτό του ναζισμού, του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ή των ολοκληρωτικών καθεστώτων του 20ού αιώνα. Δεν ήταν τόσο ένα φαινόμενο χωρίς προηγούμενο, όσο μια μοναδική σύνθεση στοιχείων δρώντων στον πολιτισμό μας. Παρ’ όλη την παθολογία των εκδηλώσεών του, ο ναζισμός είχε βαθιές ρίζες στην ιστορία, τον πολιτισμό και την τεχνολογία του νεωτερικού κόσμου, και στις σύγχρονες μορφές οργάνωσης, παραγωγής και κυριαρχίας.
—————————————————————————–
(1) Norbert Elias, The Germans: Power Struggles and the Development of Habitus in the 19th and 20th Centuries, Polity Press, Cambridge, 1996; Jürgen Habermas, “Eine Art Schadensabwicklung” (A way of diminishing the damage), Die Zeit, Hamburg, 11 July 1986.
(2) François Furet, The Passing of an Illusion: the Idea of Communism in the 20th Century, University of Chicago Press, Chicago, 1999.
(3) Arno J Mayer, Why Did the Heavens Not Darken?: the Final Solution in History, Pantheon, New York, 1988.
(4) George L Mosse, Fallen Soldiers: Reshaping the Memory of the World Wars, Oxford University Press, Oxford, 1990.
(5) Hannah Arendt, Eichmann in Jerusalem: a Report on the Banality of Evil, Faber, London, 1963.
*Ο Enzo Traverso είναι Ιταλός ιστορικός, ο οποίος εδώ και αρκετά χρόνια ζει και δραστηριοποιείται στη Γαλλία. Διδάσκει στο τμήμα πολιτικών επιστήμων του πανεπιστημίου Jules Verne στο Picardy της Γαλλίας. Έχει ασχοληθεί εκτενώς με το ζήτημα του Ολοκαυτώματος και του ολοκληρωτισμού. Έχει συγγράψει αρκετά βιβλία ανάμεσα στα οποία τα The Origins of Nazi Violence, New Press, Νέα Υόρκη 2003 και Understanding the Nazi Genocide: Marxism after Auschwitz, Pluto Press, Λονδίνο, 1999. Δυστυχώς στα ελληνικά παραμένει αμετάφραστος.
Μετάφραση: Γιάννης Κ.