ΤΟ ΑΥΓΟ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ
του Γιώργου Γιαννόπουλου
Το σκηνικό της κρίσης ξετυλίγεται μπρος στα μάτια μας με τρόπο που δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για την ένταση και τη σφοδρότητά του. Το εφιαλτικό ενδεχόμενο να αποκτήσει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση η ναζιστική ομάδα της «Χρυσής Αυγής», μία θλιβερή ευρωπαϊκή πρωτιά και ιδιορρυθμία της ντόπιας πολιτικής πραγματικότητας, αποτελεί σοβαρή προειδοποίηση για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το αστικό πολιτικό σύστημα. Την ώρα που ένα από τα ιδρυτικά στελέχη του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος οδηγείται στη φυλακή κατηγορούμενος για σκάνδαλα και χρηματισμό, επιβεβαιώνεται ο «θανατηφόρος» εναγκαλισμός της σοσιαλδημοκρατίας με το νεοφιλελευθερισμό ενώ η πολιτική κοινοτοπία ότι η εξουσία φθείρει και διαφθείρει, επιβεβαιώνεται δυστυχώς προφητικά. Εάν στις επερχόμενες εκλογές επιβεβαιωθεί ο ναζιστικός πειρασμός των κατεστραμμένων από την κρίση μικροαστών τότε το αυγό του φιδιού θα έχει σκάσει φέρνοντας στο πολιτικό προσκήνιο μια νέα εκδοχή του αποτρόπαιου.
Στην πολιτική ωστόσο τα ουσιαστικά γεγονότα βέβαια δεν είναι τυχαία. Δρομολογούνται μέσα από ζυμώσεις και ουσιαστικές διεργασίες. Σήμερα, στην απαρχή του 21ου αιώνα, όλοι γνωρίζουν τι εκκολάπτει τον φασισμό. Δεν υπάρχει καμιά ιστορική δικαιολογία για οποιαδήποτε επίκληση άγνοιας. Στο πρόσφατο παρελθόν, για να μη χάσουν την εξουσία τους από την κοινωνική επανάσταση, οι καπιταλιστές νόμισαν ότι με τη μακάβρια στήριξη του φασισμού θα εξασφάλιζαν τα ταξικά τους προνόμια. Όταν το φασιστικό κίνημα ξέφυγε από κάθε έλεγχο, ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος που έπνιξε την ανθρωπότητα στο αίμα και τη βύθισε στη συμφορά.
Σήμερα παρατηρούμε ανησυχητικές ομοιότητες στα κοινωνικά φαινόμενα, και μάλιστα στο μικρόκοσμο της ελληνικής κοινωνίας. Η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, η ανικανότητα των εκφραστών του κεφαλαίου να διαχειριστούν την οικονομία, δημιουργούν μιαν αφόρητη πραγματικότητα. Η μαζική ανεργία και η διαρκής λιτότητα μπορεί να αποφέρουν στιγμιαία κέρδη στους καπιταλιστές, που προσπαθούν να εξισορροπήσουν την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, διευρύνουν ωστόσο τις κοινωνικές και ταξικές ανισότητες. Εμφανής στόχος της αστικής τάξης είναι να σύρει σε μια «οργανωμένη» χρεωκοπία το σύνολο της κοινωνίας, ενώ σε πολιτικό επίπεδο επισείει τον μπαμπούλα του πολιτικού αυταρχισμού φλερτάροντας με μια ακροδεξιάς κοπής πολιτική υστερία, ως ιδεολογικό καύσιμο σε μια εποχή που η κοινωνική της νομιμοποίηση εξαντλείται δραματικά.
Τι θα συμβεί ωστόσο αν οι εργαζόμενοι, που υφίστανται την ταξική βία, και το κοινωνικό του κίνημα φτάσουν στο σημείο εκείνο της ωριμότητας και διατυπώσουν το αίτημα ανατροπής του καπιταλισμού; Πώς θα αντιδράσει το αστικό κατεστημένο αν η κοινωνική πλειοψηφία και οι πολιτικοί της εκφραστές θέσουν ουσιαστικό ζήτημα αλλαγής της υπάρχουσας πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας;
Μπορεί για την ώρα το ερώτημα να φαντάζει ρητορικό και χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Η διατύπωσή του ωστόσο είναι εύλογη και προκύπτει από την πρόσφατη πολιτική ιστορία. Μπορεί βέβαια το ιστορικό φαινόμενο να μην επαναλαμβάνεναι ως μια in vitro σχεδιασμένη και ελεγχόμενη χημική αντίδραση, δεν παύει ωστόσο να αντλεί τη δυναμική του από τους ταξικούς και πολιτικούς συσχετισμούς. Αυτοί σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνονται στις κρίσιμες καμπές της ιστορίας και σε τελική ανάλυση καθορίζονται, από την πολιτική γνώση και την ικανότητα αφομοίωσης του ιστορικού προηγούμενου.
Στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα το ιστορικό ανάγλυφο έχει καθοριστεί από τη σφοδρότητα της ταξικής και πολιτικής αντιπαράθεσης. Όποια κι αν είναι η μετωνυμία των γεγονότων που καθόρισαν το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, τουλάχιστον οι νικητές της ταξικής αντιπαράθεσης γνωρίζουν πολύ καλά ότι η υποταγή του αντιπάλου περνά μέσα από τη βίαη συντριβή του, την εκμηδένιση κάθε κοινωνικής, πολύ δε περισσότερο, πολιτικής ανεξαρτησίας. Στην προοπτική αυτή ο αντισημιτισμός και ο αντικομμουνισμός συνέθεσαν ένα ισχυρό ιδεολογικό πλέγμα εργαλειακού χαρακτήρα της ελληνικής αστικής τάξης που στήριξε τον επεκτατισμό της αλλά και το αγωνιώδες της εγχείρημα να κρατεί στην εξουσία με κάθε κόστος, όταν η τελευταία αμφισβητήθηκε ουσιαστικά από την κοινωνική πραγματικότητα.
΄Η πρόσφατη μεταγραφή των Βορίδη-Γεωργιάδη στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, υπό την προεδρία Σαμαρά, μόνον τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθεί. Δείχνει να εγγράφεται στην πολιτική εκείνη παράδοση των αστικών κομμάτων, η οποία —και σε αντίθεση με το τι συνέβη σε ευρωπαϊκές χώρες μετά τον Β. Π. Πόλεμο, όπως η Γαλλία, η Δανία, η Γερμανία ή η Αγγλία— όχι μόνο δεν τιμώρησε τους ντόπιους δοσίλογους και τους συνεργάτες του ναζισμού αλλά στηρίχτηκε σε αυτούς και τους χρησιμοποίησε ως μονάδες κρούσης και καταστολής της κοινωνίας. Οι «ασυναρτησίες» και οι φαιδρότητες του Γεωργιάδη αλλά και τα κηρύγματα μισαλλοδοξίας του Βορίδη για «εθνικά καθαρή κοινωνία» αντί να θορυβήσουν τον αστικό κόσμο, όπως συμβαίνει στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, σβήνουν μέσα στην τηλεοπτική απάθεια και την πολιτισμική αναισθησία και τον μικρονοϊκό κυνισμό.
Τη στιγμή που στο Όσλο διεξάγεται η δίκη ενός ναζιστή δολοφόνου, που σύμφωνα με τις προθέσεις του έχει ξεκινήσει πόλεμο εναντίον των μαρξιστών και των ξένων που νοθεύουν τη φυλετική καθαρότητα της Ευρώπης, το πρόταγμα «να ξανακερδίσουμε τις πόλεις» ηχεί εφιαλτικά. Σε μια εποχή ηθελημένης σύγχυσης και ασάφειας πρέπει να διατυπώθουν με τρόπο ξεκάθαρο τα κρίσιμα ερωτήματα. Ποιος άραγε παραμόρφωσε τα αστικά κέντρα και ποιος κατέστρεψε την αρχιτεκτονική και την ιστoρική κληρονομιά; Ποια συμφέροντα οδήγησαν στις αβίωτες πόλεις, με τη μόλυνση του περιβάλλοντος, την άναρχη δόμηση, το εύκολο κέρδος της αντιπαροχής και τους εργολάβους; Ποια κοινωνική συνθήκη δημιουργεί τις στρατιές των ανέργων, τους άστεγους, τους νεόφτωχους, τους εξαθλιωμένους που ψάχνουν στα σκουπίδια για την επιβίωσή τους; Σε ποιον συμφέρει αυτή η γιγαντιαία μεταφορά του κοινωνικού πλούτου και της υπεραξίας στα χέρια των ολίγων; Ποιος στηρίζει τους κεφαλαιοκράτες, τους εφοπλιστές, τους μεσάζοντες; Ποιος επωφελείται από τη φτώχεια και την εξαθλίωση των χωρών του λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου»; Γιατί 800.000.000 αγρότες του κόσμου που «δουλειά» τους είναι να ταΐζουν την ανθρωπότητα δεν μπορούν να συντηρήσουν τον εαυτό τους, τις οικογένειές τους;
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν είναι ρητορική. Ενώ εξαπλώνεται ο πολιτικός αμοραλισμός, η ρατσιστική συνθηματολογία που διατείνεται ότι για τα δεινά της κοινωνίας και τα αδιέξοδα της κοινωνίας ευθύνονται οι μετανάστες και οι ξένοι, το παιχνίδι με τη φωτιά μοιάζει να επανεμφανίζεται και σήμερα. Στο δημόσιο λόγο ηχούν ανατριχιαστικά οι απίστευτες δηλώσεις ότι «οι ξένοι είναι φορείς μικροβίων» ή οι στριγγλιές όσων ισχυρίζονται ότι με τα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης θα λυθούν τα προβλήματα της κοινωνίας. Για όσους έχουν ιστορική συνείδηση όλα αυτά παραπέμπουν στη ρητορική του φασισμού του Μεσοπολέμου. Αυτός ο πολιτικός κυνισμός και η χυδαία απόπειρα να εργαλειοποιηθεί ακόμη άλλη μια φορά η μιζέρια και η κοινωνική αβεβαιότητα και η δυστυχία που προκαλεί η κρίση του καπιταλισμού, είναι προοάγγελος δεινών. Πρέπει να ενεργοποιηθούν τα δημοκρτατικά αντανακλαστικά ολόκληρηρης της κοινωνίας για να μην ζήσουμε μέρες φρίκης και ολέθρου.
ΥΓ. Το εκλογικό αποτέλεσμα του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία, θιασώτης του οποίου ήταν ο Βορίδης, επιβεβαιώνει δυστυχώς με τρόπο ιδιαίτερα αρνητικό το πόσο επικίνδυνη τροπή μπορεί να πάρει το πολιτικό σκηνικό που δέχεται ασφυκτικές πιέσεις από το βάθος της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης αλλά και από τις αντιφάσεις των αστικών κομμάτων και ιδιαίτερα της σοσιαλδημοκρατίας της οποίας o πολιτικός αμοραλισμός και ο καιροσκοπισμός ωθεί τους «απογοητευμένους» μικροαστούς στη φασιστική εξόντωση και θανατηφόρα αυταπάτη.
ΥΓ. Το κείμενο γράφτηκε πριν γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα των τελευταίων εθνικών εκλογών και πρωτοδημοσιεύτηκε, ως εκδοτικό σημείωμα στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ και στο 23ο τεύχος του που κυκλοφορεί.