Εκατό χρόνια από τη ρωσική επανάσταση και την αποκήρυξη των χρεών |
Πρώτη από έξι συνέχειες
του Eric Toussaint
Τον Φεβρουάριο του 1918, η αποκήρυξη των χρεών στην οποία προχώρησε η σοβιετική κυβέρνηση ταρακούνησε το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και οδήγησε σε ομόφωνη καταδίκη από πλευράς των κυβερνήσεων των Μεγάλων Δυνάμεων.
Αυτή η απόφαση αποκήρυξης εγγράφονταν στην συνέχεια του πρώτου μεγάλου κινήματος κοινωνικής χειραφέτησης που συντάραξε την ρωσική αυτοκρατορία, το 1905. Αυτό το ευρύ επαναστατικό κίνημα είχε προκληθεί από συνδυασμό πολλών παραγόντων: την κατατρόπωση των ρωσικών δυνάμεων στον πόλεμο με την Ιαπωνία, τον θυμό των αγροτών που απαιτούσαν γη, την απόρριψη της απολυταρχίας, τις διεκδικήσεις των εργατών... Το κίνημα ξεκίνησε με απεργίες στη Μόσχα, τον Οκτώβρη του 1905, κι επεκτάθηκε σε όλη την αυτοκρατορία υιοθετώντας ποικίλες μορφές αγώνα. Κατά την διάρκεια της διαδικασίας αυτό-οργάνωσης των λαϊκών μαζών γεννήθηκαν συμβούλια (τα «σοβιέτ», στα ρωσικά) αγροτών, συμβούλια εργατών, συμβούλια στρατιωτών…
1. Η αποκήρυξη των χρεών στην καρδιά των επαναστάσεων του 1905 και του 1917 |
Στην αυτοβιογραφία του, ο Λέων Τρότσκι που προέδρευσε στο Σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης (πρωτεύουσας της Ρωσίας ως τον Μάρτη του 1918) εξηγεί πως η σύλληψη του συνόλου του διευθυντηρίου του, στις 3 Δεκέμβρη 1905, προκλήθηκε από την δημοσίευση ενός μανιφέστου όπου τα μέλη του εκλεγμένου αυτού συμβουλίου καλούσαν σε αποκήρυξη των χρεών που είχαν συναφθεί από το καθεστώς του τσάρου. Εξηγεί επίσης ότι αυτό το κάλεσμα του 1905 για μη αποπληρωμή του χρέους συγκεκριμενοποιήθηκε τελικά στις αρχές του 1918, όταν η κυβέρνηση των σοβιέτ υιοθέτησε το διάταγμα αποκήρυξης των τσαρικών χρεών:
Μας συνέλαβαν την επομένη της δημοσίευσης αυτού που ονομάστηκε το «χρηματοοικονομικό μας μανιφέστο», όπου ανακοινώνονταν η αναπότρεπτη πτώχευση του τσαρικού καθεστώτος: καθιστούσαμε απολύτως κατανοητό ότι τα χρέη των Ρομανώφ δεν θα αναγνωρίζονταν από τον λαό την ημέρα που θα νικούσε |1|.
Ο Τρότσκι (με τον φάκελο στα χέρια) μεταξύ των μελών του σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης, το 1905, κατά την διάρκεια της δίκης τους
Το μανιφέστο των εργατών εκλεγμένων αντιπροσώπων δήλωνε ξεκάθαρα τα ακόλουθα:
«Η απολυταρχία δεν απόλαυσε της εμπιστοσύνης του λαού και δεν της δόθηκε ποτέ κανενός είδους νομιμοποίηση από τον λαό. Γι’αυτό και αποφασίσαμε να μην επιτρέψουμε την εξυπηρέτηση των δανείων που έχει συνάψει η τσαρική κυβέρνηση ενώ είχε ανοιχτά εμπλακεί σε πόλεμο με ολόκληρο τον λαό.»
Το γαλλικό Χρηματιστήριο απάντησε στο δικό μας μανιφέστο λίγους μήνες αργότερα, παραχωρώντας νέο δάνειο στον τσάρο, ύψους επτακοσίων πενήντα εκατομμυρίων φράγκων. Ο φιλελεύθερος και αντιδραστικός Τύπος ειρωνεύονταν τις αδύναμες απειλές του Σοβιέτ κατά των τσαρικών οικονομικών και των Ευρωπαίων τραπεζιτών. Στην συνέχεια, προσπάθησαν να ξεχαστεί το μανιφέστο. Όμως, είχε καταγραφεί στις μνήμες. Η δημοσιονομική χρεοκοπία του τσαρισμού, που προετοιμάζονταν από ολόκληρο το παρελθόν του, ξέσπασε με την στρατιωτική κατάρρευση του καθεστώτος. Και, με τη νίκη της επανάστασης, ένα διάταγμα του συμβουλίου των λαϊκών επιτρόπων, που εκδόθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1918, διακήρυττε απλά και ξεκάθαρα την διαγραφή όλων των χρεών του τσάρου. Το διάταγμα αυτό είναι ακόμη σε ισχύ |2|. Όσοι δηλώνουν πως η Οκτωβριανή επανάσταση δεν αναγνωρίζει καμία υποχρέωση, σφάλλουν. Η επανάσταση αναγνωρίζει πλήρως τις δικές της υποχρεώσεις. Την δέσμευση που ανέλαβε στις 2 Δεκεμβρίου 1905, την εκπλήρωσε στις 10 Φεβρουαρίου 1918. Είχε κάθε δικαίωμα να πει στους δανειστές του τσαρισμού: «Κύριοι, είχατε προειδοποιηθεί εγκαίρως!»
Υπό αυτήν την έννοια, όπως και υπό όλες τις άλλες, το 1905 είχε προετοιμάσει το 1917.
Στο βιβλίο με τίτλο 1905, ο Λ. Τρότσκι περιγράφει τη διαδοχή των γεγονότων που οδήγησε στην υιοθέτηση του χρηματοοικονομικού Μανιφέστου με το οποίο το Σοβιέτ, αυτό το όργανο επαναστατικής δημοκρατίας, καλούσε στην άρνηση της αποπληρωμής των χρεών που είχε συνάψει ο τσάρος.
Ένα ευρύ πεδίο δράσης ανοίγονταν λοιπόν μπροστά στο Σοβιέτ. Γύρω του, εκτείνονταν τεράστιες εκτάσεις σε πολιτική αγρανάπαυση που το μόνο που χρειάζονταν ήταν να οργωθούν με το στιβαρό άροτρο της επανάστασης |3|. Όμως, ο χρόνος δεν περίσσευε. Η αντίδραση, πυρετωδώς, ετοίμαζε αλυσίδες και μπορούσε κανείς να αναμένει, από στιγμή σε στιγμή, ένα πρώτο κτύπημα. Η εκτελεστική επιτροπή, παρά τον όγκο εργασιών που έπρεπε να φέρει εις πέρας σε καθημερινή βάση, βιάζονταν να εκτελέσει την απόφαση που είχε πάρει η συνέλευση στις 27 Νοέμβρη 1905. Κάλεσε τους στρατιώτες και, σε συνεδρίαση με τους αντιπροσώπους των επαναστατικών κομμάτων, ενέκρινε το κείμενο του χρηματοοικονομικού Μανιφέστου (…).
Στις 2 Δεκέμβρη 1905, το μανιφέστο δημοσιεύτηκε σε οκτώ εφημερίδες της Αγίας Πετρούπολης: τέσσερις σοσιαλιστικές και τέσσερις φιλελεύθερες.
Ιδού το κείμενο αυτού του ιστορικού ντοκουμέντου:
«Η κυβέρνηση είναι στα πρόθυρα της πτώχευσης. Κατέστησε την χώρα ένα βουνό από ερείπια, την γέμισε πτώματα. Εξαντλημένοι, πεινασμένοι, οι αγρότες δεν είναι πλέον σε θέση να πληρώνουν τους φόρους. Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τα χρήματα του λαού για να ανοίξει πιστώσεις για τους ιδιοκτήτες. Τώρα, δεν ξέρει πια τι να κάνει με τις ιδιοκτησίες που του χρησιμεύουν ως ενέχυρο. Τα εργαστήρια και τα εργοστάσια δεν λειτουργούν πια. Λείπει η δουλειά. Ο μαρασμός βρίσκεται παντού.
Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε το κεφάλαιο των ξένων δανείων για να κατασκευάσει σιδηροδρόμους, έναν στόλο, φρούρια, για να δημιουργήσει αποθέματα όπλων. Καθώς οι ξένες πηγές στέρεψαν, οι κρατικές παραγγελίες δεν έρχονται πια. Ο έμπορος, ο μεγαλοπρομηθευτής, ο εργολάβος, ο βιομήχανος που συνήθισαν να πλουτίζουν εις βάρος του Κράτους, στερούνται τα κέρδη τους και κλείνουν τα καταστήματα και τα εργοστάσιά τους. Οι πτωχεύσεις πολλαπλασιάζονται. Οι τράπεζες καταρρέουν. Δεν γίνονται πια σχεδόν καθόλου εμπορικές συναλλαγές.
«Η μάχη της κυβέρνησης κατά της κοινωνικής επανάστασης οδηγεί σε αδιάκοπες ταραχές. Κανείς δεν είναι σίγουρος για το αύριο.
«Το ξένο κεφάλαιο περνά τα σύνορα. Το «καθαρά ρώσικο» κεφάλαιο πηγαίνει, και αυτό, να προστατευτεί στις ξένες τράπεζες. Οι πλούσιοι πουλούν τα υπάρχοντά τους και μεταναστεύουν. Τα αρπακτικά εγκαταλείπουν την χώρα παίρνοντας μαζί τους όσα ανήκουν στον λαό.
«Εδώ και πολύ καιρό, η κυβέρνηση ξοδεύει όλα τα έσοδα του Κράτους για να συντηρεί τον στρατό και τον στόλο. Δεν υπάρχουν σχολεία. Οι δρόμοι είναι σε οικτρή κατάσταση. Κι όμως, τα χρήματα λείπουν σε βαθμό που δεν μπορούν να τραφούν οι στρατιώτες. Ο πόλεμος χάθηκε εν μέρει επειδή δεν είχαμε πυρομαχικά. Σε όλη τη χώρα, ο στρατός, εξαθλιωμένος και πεινασμένος, επαναστατεί.
«Η οικονομία των σιδηροδρόμων έχει καταρρεύσει από την σπατάλη, ένας μεγάλος αριθμός γραμμών καταστράφηκαν από την κυβέρνηση. Για να οργανωθούν και πάλι, αποδοτικά, οι σιδηρόδρομοι, θα χρειαστούν εκατοντάδες εκατομμύρια.
[…]
«Η κυβέρνηση λεηλάτησε τα ταμιευτήρια και χρησιμοποίησε τις καταθέσεις για να τροφοδοτήσει τις ιδιωτικές τράπεζες και τις βιομηχανίες που, συχνά, είναι σάπιες. Με το κεφάλαιο των μικροεπενδυτών, παίζει στο Χρηματιστήριο, εκθέτοντας τα κεφάλαια σε καθημερινούς κινδύνους.
«Το απόθεμα σε χρυσό της Τράπεζας του Κράτους είναι ασήμαντο σε σχέση με τις απαιτήσεις που δημιουργούν τα κυβερνητικά δάνεια και οι ανάγκες των εμπορικών συναλλαγών. Το απόθεμα αυτό θα εξαντληθεί σύντομα αν απαιτηθεί σε όλες τις συναλλαγές, το χαρτί να ανταλλάσσεται με νόμισμα σε χρυσό.
[…]
«Επωφελούμενη του γεγονότος ότι τα δημοσιονομικά δεν ελέγχονται, η κυβέρνηση συνάπτει εδώ και πολύ καιρό δάνεια που ξεπερνούν κατά πολύ την φερεγγυότητα της χώρας. Και χρησιμοποιεί νέα δάνεια για να πληρώσει τους τόκους των προηγούμενων.
«Από χρόνο σε χρόνο, η κυβέρνηση συντάσσει πλαστό προϋπολογισμό εσόδων και δαπανών, δηλώνοντας τα μεν και τα δε χαμηλότερα από τα πραγματικά τους ποσά, λεηλατώντας κατά βούληση, αναφέροντας υπεραξία αντί για ετήσιο έλλειμμα. Και οι δημόσιοι υπάλληλοι, που δεν ελέγχονται από κανέναν, ολοκληρώνουν την εξάντληση του Δημόσιου Ταμείου.
«Μόνον η συντακτική Συνέλευση μπορεί να θέσει τέλος σε αυτήν την κατεδάφιση των οικονομικών, αφού πρώτα ανατρέψει την απολυταρχία. Η Συνέλευση θα προχωρήσει σε αυστηρή διερεύνηση των οικονομικών του Κράτους και θα συντάξει λεπτομερή, ξεκάθαρο, ακριβή και ελεγμένο προϋπολογισμό των δημοσίων εσόδων και εξόδων.
«Ο φόβος του λαϊκού ελέγχου που θα μπορούσε να αποκαλύψει σε ολόκληρο τον κόσμο την χρηματοοικονομική της ανικανότητα, αναγκάζει την κυβέρνηση να αναβάλλει διαρκώς την σύγκληση των λαϊκών εκπροσώπων.
«Η χρηματοοικονομική πτώχευση του Κράτους προέρχεται από την απολυταρχία, όπως κι η στρατιωτική του πτώχευση. Οι εκπρόσωποι του λαού θα διαταχθούν και θα αναγκαστούν να πληρώσουν τα χρέη το συντομότερο δυνατόν.
«Επιχειρώντας να υπερασπιστεί το καθεστώς απάτης, η κυβέρνηση αναγκάζει τον λαό να διεξάγει εναντίον του έναν αγώνα ως τον θάνατο. Σε αυτόν τον πόλεμο, εκατοντάδες και χιλιάδες πολιτών πεθαίνουν ή καταστρέφονται. Η παραγωγή, το εμπόριο και οι οδοί επικοινωνίας καταστρέφονται εκ βάθρων.
«Δεν υπάρχει παρά μόνο μια διέξοδος: πρέπει να ανατραπεί η κυβέρνηση, να της αφαιρεθούν οι τελευταίες της δυνάμεις. Πρέπει να στερέψει η τελευταία πηγή απ’την οποία αντλεί την ύπαρξή της: τα χρηματοοικονομικά έσοδα. Είναι απαραίτητο, όχι μόνο για την πολιτική και οικονομική χειραφέτηση της χώρας, αλλά, ειδικότερα, για να επιβληθεί τάξη στα χρηματοοικονομικά του Κράτους.
«Συνεπώς, αποφασίζουμε πως:
«Θα αρνηθούμε να πραγματοποιήσουμε οιαδήποτε καταβολή επαναγοράς των γαιών και όλες τις καταβολές στα ταμεία του Κράτους. Θα απαιτήσουμε, σε όλες τις συναλλαγές, για την καταβολή μισθών και αμοιβών, νόμισμα σε χρυσό και όταν θα πρόκειται για ποσό μικρότερο των πέντε ρουβλιών, θα απαιτούμε χρήματα.
«Θα αποσύρουμε τις καταθέσεις που έχουν γίνει σε ταμιευτήρια και στην Τράπεζα του Κράτους, απαιτώντας εξόφληση στο ακέραιο,
«Η απολυταρχία δεν απόλαυσε της εμπιστοσύνης του λαού και δεν της δόθηκε ποτέ κανενός είδους νομιμοποίηση από τον λαό.
«Σήμερα, η κυβέρνηση συμπεριφέρεται μέσα στο ίδιο της το Κράτος σαν σε κατακτημένη χώρα.
«Γι’αυτό αποφασίζουμε να μην ανεχτούμε την αποπληρωμή των χρεών του συνόλου των δανείων που η τσαρική κυβέρνηση συνήψε ενώ διεξήγαγε ανοικτό πόλεμο ενάντια στον λαό.»
(Τέλος του κειμένου του μανιφέστου)
22 Ιανουαρίου 1905: Κόκκινη Κυριακή στην Αγία Πετρούπολη
Κάτω από το κείμενο του Μανιφέστου που δημοσιεύτηκε στον Τύπο στις 2 Δεκέμβρη 1905, ακολουθούσε ο παρακάτω κατάλογος των οργανώσεων που στήριζαν το κάλεσμα σε άρνηση πληρωμής του τσαρικού χρέους και σε οικονομική ασφυξία της απολυταρχίας:
«Το σοβιέτ των αιρετών εργατών,
«Η κύρια επιτροπή της πανρωσικής ένωσης αγροτών,
«Η κεντρική επιτροπή και η οργανωτική επιτροπή του ρωσικού σοσιαλδημοκρατικού εργατικού κόμματος,
«Η κεντρική επιτροπή του επαναστατικού σοσιαλιστικού κόμματος
«Η κεντρική επιτροπή του πολωνικού σοσιαλιστικού κόμματος.»
Ο Τρότσκι συμπληρώνει ένα τελικό σχόλιο: «Φυσικά, το μανιφέστο αυτό δεν ήταν σε θέση, από μόνο του, να ανατρέψει τον τσαρισμό, ούτε και τα χρηματοοικονομικά του.
(…) Το χρηματοοικονομικό μανιφέστο του σοβιέτ δεν μπορούσε παρά να είναι μια εισαγωγή στους ξεσηκωμούς του Δεκέμβρη. Με την στήριξη της απεργίας και τις μάχες που δόθηκαν στα οδοφράγματα, είχε σημαντική απήχηση σε όλη την χώρα. Ενώ, τα προηγούμενα τρία χρόνια, οι καταθέσεις που έγιναν στα ταμιευτήρια, τον Δεκέμβρη, ξεπερνούσαν τις αναλήψεις κατά 4 εκατομμύρια ρούβλια, τον Δεκέμβρη του 1905, οι αναλήψεις ξεπέρασαν τις καταθέσεις κατά 90 εκατομμύρια: το μανιφέστο είχε τραβήξει από τις δεξαμενές του Κράτους, σε έναν μήνα, 94 εκατομμύρια ρούβλια! Έπρεπε να καταπνιγεί η εξέγερση από τις τσαρικές ορδές για να επανέλθει η ισορροπία στα ταμιευτήρια…».
Η καταγγελία του αθέμιτου και απεχθούς χαρακτήρα των τσαρικών χρεών έπαιξε θεμελιώδη ρόλο στις επαναστάσεις του 1905 και του 1917. Το κάλεσμα να μην πληρωθεί το χρέος συγκεκριμενοποιήθηκε εν τέλει στο διάταγμα αποκήρυξης (μονομερούς διαγραφής) του χρέους που υιοθέτησε η σοβιετική κυβέρνηση τον Φεβρουάριο του 1918.
2. Από την τσαρική Ρωσία στην επανάσταση του 1917 και στην αποκήρυξη των χρεών |
Μετά το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων, η Ρωσία αναδύθηκε ως μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη και συμμετείχε στον σχηματισμό της Ιεράς Συμμαχίας. Η Ιερά Συμμαχία συστήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1815, στο Παρίσι, με πρωτοβουλία του Τσάρου Αλέξανδρου Α’, από τρεις ευρωπαϊκές μοναρχίες που είχαν νικήσει την αυτοκρατορία του Ναπολέοντα, με στόχο την ισχυροποίηση των θέσεών τους και την άμυνά τους απέναντι στις επαναστάσεις. Αποτελούμενη, σε πρώτη φάση, από την ρωσική Αυτοκρατορία, την αυτοκρατορία της Αυστρίας και το Βασίλειο της Πρωσίας, συμπληρώθηκε με την Γαλλία (όπου η μοναρχία είχε αποκατασταθεί) το 1818, ενώ είχε εκ των πραγμάτων την στήριξη του Λονδίνου.
Η τσαρική Ρωσία: μια ευρωπαϊκή μεγάλη δύναμη
Η ρωσική αυτοκρατορία ήταν μέλος της τρόικας που τοποθέτησε στον ελληνικό θρόνο έναν Βαυαρό πρίγκιπα, το 1830, και αλυσόδεσε την χώρα σε ένα χρέος τόσο απεχθές όσο και μη βιώσιμο. Για την Μόσχα, η προοδευτική διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελούσε ένα πολύ σημαντικό διακύβευμα διότι αφορούσε τα ρωσικά συμφέροντα στα Βαλκάνια και την κυκλοφορία μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και της Μεσογείου.
Η Ευρώπη το 1815, μετά το Συνέδριο της Βιέννης
Έως την δεκαετία του 1870, οι τραπεζίτες του Λονδίνου ήταν οι κύριοι χρηματοδότες του τσάρου. Από την σύσταση της γερμανικής Αυτοκρατορίας και την νίκη της επί της Γαλλίας, το 1871, οι γερμανοί τραπεζίτες αντικατέστησαν το Λονδίνο. Από την στιγμή εκείνη, η Γερμανία έγινε ο κύριος εμπορικός εταίρος της Ρωσίας. Στις παραμονές του 1ου παγκόσμιου πολέμου, 53 % των εισαγωγών της Ρωσίας προέρχονταν από την Γερμανία και 32 % των εξαγωγών της κατευθύνονταν προς αυτήν. Αντίθετα, σε χρηματοοικονομικό επίπεδο, από το τέλος του 19ου αιώνα, οι Γάλλοι τραπεζίτες αντικατέστησαν τους Γερμανούς. Στις παραμονές του 1ου παγκόσμιου πολέμου, 80 % του εξωτερικού χρέους της Ρωσίας κατέχονταν από «επενδυτές» της Γαλλίας και τα περισσότερα τρέχοντα ρωσικά δάνεια είχαν εκδοθεί στην χρηματιστική αγορά του Παρισιού.
Η Ρωσική αυτοκρατορία το 1905
Συνοπτικά, οι κεφαλαιοκράτες της Γαλλίας δάνειζαν στην Ρωσία και πραγματοποιούσαν εκεί επενδύσεις (οι Βέλγοι κεφαλαιοκράτες, ειδικότερα οι «βιομήχανοι», πραγματοποιούσαν επίσης σημαντικές επενδύσεις στην Ρωσία |4|) ενώ οι Γερμανοί κεφαλαιοκράτες διοχέτευαν εκεί ένα μέρος της παραγωγής τους και προμηθεύονταν πρώτες ύλες.)
Όταν το σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης υιοθέτησε το χρηματοοικονομικό μανιφέστο – κάλεσμα στην αποκήρυξη του τσαρικού χρέους, η Ρωσία ετοιμάζονταν να εκδώσει ένα νέο μαζικό δάνειο, με την συνδρομή των τραπεζιτών και της κυβέρνησης της Γαλλίας. Η προειδοποίηση που απηύθυνε το Σοβιέτ δεν έλήφθη υπόψη από τους χρηματιστές του Παρισιού και το δάνειο δόθηκε. Δώδεκα χρόνια αργότερα, διαγράφηκε μονομερώς.
Ένας ρωσικός τίτλος του 1906
Πρώτος παγκόσμιος πόλεμος
Στον 1ο παγκόσμιο πόλεμο, αντιπαρατέθηκαν δυο στρατόπεδα καπιταλιστικών δυνάμεων: από τη μια, η γερμανική αυτοκρατορία και οι σύμμαχοί της, η αυστρο-ουγγρική αυτοκρατορία, η Βουλγαρία και η Οθωμανική αυτοκρατορία. Το δεύτερο αποτελούνταν από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την ρωσική αυτοκρατορία, το Βέλγιο, τη Ρουμανία, την Ιταλία, την Ιαπωνία και, από τον Φεβρουάριο του 1917, τις ΗΠΑ.
Εδώ και χρόνια η Γερμανία, η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία και η τσαρική Ρωσία προετοιμάζονταν για πόλεμο. Η Γερμανία, σε πλήρη οικονομική ανάπτυξη, επιζητούσε την επέκταση του χώρου της, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις αποικίες.
Η Γαλλία ήθελε να πάρει την εκδίκησή της από την Γερμανία και, ειδικότερα, να πάρει την Αλσατία και την Λωρραίνη που η Γερμανία είχε προσαρτήσει μετά την γαλλική ήττα του 1871. Η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία ήθελαν επίσης να επεκτείνουν τις αποικιακές τους επικράτειες, ειδικά πάνω στα ερείπια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η αριστερά, στις διάφορες εμπλεκόμενες στον πόλεμο χώρες, είχε καταγγείλει πολλά χρόνια πριν τις προετοιμασίες για τον πόλεμο αυτόν.
Στο Συνέδριο της Στουτγάρδης (1907) της σοσιαλιστικής διεθνούς, η απόφαση που ψηφίστηκε ομόφωνα δήλωνε:
«Σε περίπτωση που, παρ’ όλ’ αυτά, ο πόλεμος ξεσπάσει (τα σοσιαλιστικά κόμματα) πρέπει να μεσολαβήσουν για τον σταματήσουν άμεσα και να χρησιμοποιήσουν την οικονομική και πολιτική κρίση που θα προκαλέσει ο πόλεμος για να εξεγείρουν τα βαθύτερα λαϊκά στρώματα και να επιταχύνουν την πτώση της καπιταλιστικής κυριαρχίας."
Το 1913, στο έκτακτο Συνέδριο της Βασιλείας, η Διεθνής είχε απευθύνει επίσημη προειδοποίηση προς τις κυβερνήσεις: «Οι κυβερνήσεις πρέπει να γνωρίζουν καλά ότι, δεδομένης της σημερινής κατάστασης της Ευρώπης και της πνευματικής διάθεσης της εργατικής τάξης, δεν μπορούν, χωρίς κίνδυνο για τις ίδιες, να κηρύξουν τον πόλεμο.» |5|
Ο Ζαν Ζωρές (Jean Jaurès), σημαντική προσωπικότητα του γαλλικού σοσιαλισμού, συμπύκνωσε το μήνυμα αυτό στην τελευταία πρόταση της ομιλίας του στο Συνέδριο της Βασιλείας: «Οξύνοντας τον κίνδυνο πολέμου, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να κατανοήσουν ότι οι λαοί μπορούν εύκολα να κάνουν τους δικούς τους υπολογισμούς: η δική τους επανάσταση θα τους στοιχίσει λιγότερους νεκρούς απ’ό,τι ο πόλεμος των άλλων.»
Την κρίσιμη ώρα, τον Αύγουστο του 1914, πολλά μεγάλα σοσιαλιστικά κόμματα (το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Γερμανίας, αυτό της Αυστρίας, αυτά του Βελγίου, της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας) ψήφισαν μαζί με την αστική τους τάξη τις πιστώσεις για την χρηματοδότηση του πολέμου. Το κόστος σε ανθρώπινες ζωές ήταν ιδιαίτερα υψηλό. Το σύνολο των θανάτων που οφείλονταν στην παγκόσμια σύγκρουση ανέρχεται σε 18,6 εκατομμύρια, 9,7 στρατιώτες και 8,9 εκατομμύρια άμαχοι. Μεταξύ 1914 και Φεβρουαρίου 1917, στην Ρωσία, ο αριθμός των θανάτων που οφείλονταν στην συμμετοχή του Τσάρου στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ανήλθε σε 3.300.000, εκ των οποίων 1.800.000 στρατιώτες και 1.500.000 άμαχοι|6|.
Από την επανάσταση του Φλεβάρη 1917 σε αυτήν του Οκτώβρη
Όταν ξέσπασε η επανάσταση, τον Φεβρουάριο του 1917, με μια μεγάλη απεργία των γυναικών (είχε ξεκινήσει στις 23 Φλεβάρη 1917 |7|, διεθνή ημέρα για τα δικαιώματα των γυναικών |8|), ο ρωσικός λαός ήθελε να απαλλαγεί από το απολυταρχικό τσαρικό καθεστώς, ήθελε ψωμί, επιθυμούσε επίσης το τέλος του πολέμου, πρόσβαση στη γη για δεκάδες εκατομμύρια χωρικών που την στερούνταν και αναγκάζονταν να θέτουν την ζωή τους σε κίνδυνο σε έναν πόλεμο του οποίου οι στόχοι τους ήταν τελείως ξένοι.
- Αλεξάντρ Φιοντόροβιτς Κερένσκι (1881-1970)
Το νέο καθεστώς, υπό την διεύθυνση του μετριοπαθούς σοσιαλιστή Κερένσκι |9| που διαδέχθηκε τον Τσάρο, αρνήθηκε να μοιράσει γη στους χωρικούς, θέλησε να συνεχίσει τον πόλεμο και στάθηκε ανίκανο να θρέψει τον πληθυσμό. Δεσμεύτηκε επίσης να αποπληρώσει τα χρέη που είχε συνάψει το τσαρικό καθεστώς με τους ξένους πιστωτές και συνήψε νέα δάνεια για να συνεχίσει τον πόλεμο.
Ο Νταν, ένας από τους κυριότερους μενσεβίκους ηγέτες που ήταν αντίθετοι με το κόμμα των μπολσεβίκων, περιγράφει τον επαναστατικό αναβρασμό των μηνών που προηγήθηκαν του Οκτώβρη του 1917: οι μάζες «άρχισαν όλο και πιο συχνά να εκφράζουν την δυσαρέσκεια και την ανυπομονησία τους με ορμητικές κινήσεις και κατέληξαν (…)να στραφούν προς τον κομμουνισμό (…).Οι απεργίες διαδέχονταν η μια την άλλη. Οι εργάτες ήθελαν να απαντήσουν στην ταχεία άνοδο του κόστους ζωής με αυξήσεις μισθών. Αλλά όλες τους οι προσπάθειες απέτυχαν λόγω της συνεχούς υποτίμησης του χαρτονομίσματος. Οι κομμουνιστές διέδωσαν στις τάξεις τους το σύνθημα του «εργατικού ελέγχου» και τους συμβούλεψαν να πάρουν οι ίδιοι, στα χέρια τους, την διεύθυνση των επιχειρήσεων, για να εμποδίσουν το «σαμποτάζ» των κεφαλαιοκρατών. Από την άλλη, οι χωρικοί άρχισαν να παίρνουν υπό τον έλεγχό τους τα κτήματα, να διώχνουν τους κτηματίες και να βάζουν φωτιά στ’αρχοντικά τους…» |10|.
Η επανάσταση του Οκτώβρη του 1917
Η δυσαρέσκεια που προκάλεσε η πολιτική του Κερένσκι οδήγησε σε δεύτερη επανάσταση, τον Οκτώβρη του 1917 (στις 7 Νοέμβρη 1917, σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο που υιοθετήθηκε αργότερα). Η νέα κυβέρνηση |11|, με την στήριξη του συνεδρίου των σοβιέτ, δεσμεύτηκε υπέρ της ειρήνης, της διανομής γης και της εύρεσης τρόπων επανεκκίνησης της οικονομίας της χώρας, της αποκήρυξης του χρέους και της εθνικοποίησης του τραπεζικού τομέα |12|.
Μετάφραση από τα γαλλικά: Christine Cooreman
Σημειώσεις:
|1| Αυτό το απόσπασμα του βιβλίου Ma vie (Η Ζωή μου) είναι διαθέσιμο online (στα γαλλικά): https://www.marxists.org/
|2| Ο Τρότσκι συνέταξε το κείμενο αυτό το 1930.
|3| Αυτό το απόσπασμα του βιβλίου 1905 είναι διαθέσιμο online (γαλλικά) : https://www.marxists.org/
|4| Το 1914, υπήρχαν τραμ τα οποία εκμεταλλεύονταν βελγικές επιχειρήσεις σε 26 ρωσικές πόλεις. Σύμφωνα με τον Βέλγο υπουργό, Ανρί Ζασπάρ (Henri Jaspar), που μιλώντας στον βελγικό κοινοβούλιο, αναφέρονταν στα βελγικά συμφέροντα του Βελγίου στην Ρωσία πριν τον πόλεμο: «ο χυτοσίδηρος που παράγαμε στην Ρωσία αντιπροσώπευε 1/3 της συνολικής παραγωγής ρωσικού χυτοσιδήρου. Οι δοκίδες, τα ελάσματα, οι στρωτήρες αντιπροσώπευαν 42 % της συνολικής ρωσικής παραγωγής. Τα χημικά προϊόντα που παράγονταν από Βέλγους στην Ρωσία αντιπροσώπευαν 75 % των χημικών προϊόντων που παράγονταν σε όλη τη Ρωσία. Τα γυάλινα προϊόντα αντιπροσώπευαν 50% της ρωσικής παραγωγής, τα γυάλινα πετάσματα, 30%.» Σύμφωνα με τον υπουργό, 161 βελγικές επιχειρήσεις ήταν παρούσες στην Ρωσία πριν τον πόλεμο. Πηγή: Κοινοβουλευτικά πρακτικά (Annales parlementaires, Chambre, 1921-1922, σ. 883-884. Συνεδρία της 23ης Μαΐου 1922. Βλ. επίσης Κοινοβουλευτικά έγγραφα (Documents parlementaires), Γερουσία (Sénat), 1928-1929, n° 88, Έκθεση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων (Rapport de la Commission des Affaires étrangères), σ. 37-38. Τα έγγραφα αυτά αναφέρονται από τον Jean Stengers, Belgique et Russie, 1917-1924 : gouvernement et opinion publique (Βέλγιο και Ρωσία, 1917-1924: κυβέρνηση και κοινή γνώμη), Revue belge de philologie et d’histoire, Année 1988, Volume 66, Numéro 2 pp. 296-328 http://www.persee.fr/
|5| J. Longuet, Le mouvement socialiste international (Το διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα), Παρίσι, 1931, σ. 58.
|6| Οι χώρες που επλήγησαν περισσότερο, πέραν της Ρωσίας, ήταν η γερμανική αυτοκρατορία, με 2 εκατομμύρια νεκρούς μεταξύ των στρατιωτών και 420.000 αμάχους, η Γαλλία (αποικιών περιλαμβανομένων) με 1,4 εκατομμύριο νεκρούς στρατιώτες και 300.000 αμάχους, η Αυστρο-Ουγγαρία με 1,1 εκατομμύριο νεκρούς στρατιώτες και 470.000 αμάχους, το Ηνωμένο Βασίλειο (αποικιών περιλαμβανομένων), 885.000 στρατιώτες και 110.000 άμαχοι, η Οθωμανική αυτοκρατορία, 800.000 στρατιώτες και 4,2 εκατομμύρια αμάχων και το Βασίλειο της Σερβίας, 1.250.000 θύματα, εκ των οποίων 800.000 άμαχοι, ήτοι ένα τρίτο του πληθυσμού. Πηγή: https://fr.wikipedia.org/wiki/
|7| Το 1917, η Ρωσία χρησιμοποιούσε ακόμη το ιουλιανό ημερολόγιο, που «καθυστερεί» περί τις 13 ημέρες σε σχέση με το γρηγοριανό που υιοθετήθηκε το 1918 και αντιστοιχεί στο δυτικό ημερολόγιο. Έτσι, η επανάσταση του Φλεβάρη του 17, έλαβε χώρα κατά την διεθνή μέρα αγώνα για τα δικαιώματα των γυναικών, στις 8 Μαρτίου του σημερινού ημερολογίου. Επίσης, η Οκτωβριανή επανάσταση έλαβε χώρα στις 7 Νοεμβρίου. Στο υπόλοιπο κείμενο, οι ημερομηνίες αντιστοιχούν στο σημερινό (γρηγοριανό) ημερολόγιο.
|8| Βλ. Λέων Τρότσκι. 1930. Histoire de la révolution russe (Ιστορία της Ρωσικής επανάστασης), 1. Φεβρουάριος. εκδ. Le Seuil, 1967, Παρίσι, κεφάλαιο 7.
|9| Αλεξάντρ Φioντόροβιτς Κερένσκι (Alexandre Fedorovitch Kerensky) (1881-1970), δικηγόρος, εργατικός (το κόμμα του: «troudovik») υπήρξε ηγέτης της προσωρινής κυβέρνησης το 1917.
|10| Dan, in Martov-Dan: Geschichte der russischen Sozialdemokratie (Ιστορία της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας), Βερολίνο 1926, σσ. 300-301. Αναφέρεται από τον Ernest Mandel, Octobre 1917 : Coup d’État ou révolution sociale Οκτώβρης 1917: πραξικόπημα ή κοινωνική επανάσταση), IIRF, Cahiers d’étude et de recherche numéro 17/18, Άμστερνταμ, 1992, σ. 9. http://www.ernestmandel.
|11| Η κυβέρνηση αποτελούνταν από συμμαχία μεταξύ του κόμματος των μπολσεβίκων και των Αριστερών Σοσιαλιστών Επαναστατών..
|12| EDWARD H. CARR. 1952. La révolution bolchevique, Tome 2. L’ordre économique, (Η επανάσταση των μπολσεβίκων, Τόμος 2, η οικονομική τάξη), εκδ. Édition de Minuit, Παρίσι, 1974, κεφάλαιο 16.