Featured

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΤΡΟΤΣΚΙ ΓΙΑ ΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ

του ΕΡΝΕΣΤ ΜΑΝΤΕΛ

ΕΡΝΕΣΤ ΜΑΝΤΕΛ1. Η ιστορία του φασισμού είναι ταυτόχρονα και αυτή της θεωρητικής ανάλυσής του. Η σύμπτωση της εμφάνισης ενός νέου κοινωνικού φαινομένου με την προσπάθεια της κατανόησής του αποτελεί για το φασισμό την πιο εντυπωσιακή από κάθε άλλη περίπτωση της σύγχρονης ιστορίας.
Οι αιτίες γι' αυτόν τον ταυτοχρονισμό είναι προφανείς. Εμφανίστηκε ξαφνικά ένα νέο φαινόμενο που έμοιαζε να αναστρέφει απότομα μια μακρόχρονη ιστορική τάση «προόδου». Το σοκ που προκλήθηκε σε προσεκτικούς παρατηρητές ήταν τεράστιο, γιατί αυτή η αναστροφή συνοδεύτηκε από ακόμα μεγαλύτερη άμεση κτηνωδία φυσικής βίας ενάντια σε μεμονωμένα άτομα. Η συλλογική και η ατομική μοίρα έγινε ξαφνικά ταυτόσημη για χιλιάδες ανθρώπινες υπάρξεις και αργότερα για εκατομμύρια. Δεν ηττήθηκαν μόνο οι κοινωνικές τάξεις και δεν υπέκυψαν μόνο πολιτικά κόμματα. Κατέστη ξαφνικά προβληματική η ύπαρξη, η φυσική επιβίωση μεγάλων κοινωνικών ομάδων.

Γίνεται έτσι κατανοητό γιατί αυτοί που επηρεάστηκαν άμεσα προσπάθησαν σχεδόν επίσης άμεσα να προσεγγίσουν μια ερμηνεία της κατάστασής τους. Το ερώτημα «τι είναι αυτός ο φασισμός» αναπόφευκτα ξεπηδάει μέσα από τις φλόγες του πρώτου Σπιτιού του Λαού που κάηκε από τις φασιστικές συμμορίες στην Ιταλία. Για σαράντα χρόνια - στην αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο περίοδο - αυτό το ερώτημα απασχολεί τόσο τους θεωρητικούς ηγέτες του κινήματος της εργατικής τάξης όσο και την αστική διανόηση. Ενώ η πίεση των ίδιων των ιστορικών γεγονότων καθώς επίσης και του «μη αποσαφηνισμένου παρελθόντος»1 έχει κάπως περιορισθεί, η θεωρία του φασισμού παραμένει ένα θέμα της πολιτικής επιστήμης και της πολιτικής κοινωνιολογίας που μαγνητίζει."
Εάν κάποιος γνωρίζει σε πόσο μεγάλο βαθμό οι ονομαζόμενες ιστορικές επιστήμες καθορίζονται από τις κοινωνικές συνθήκες δεν θα εκπλαγεί από το γεγονός ότι οι επαναλαμβανόμενες προσπάθειες να ερμηνευθεί η μεγαλύτερη τραγωδία της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας τις περισσότερες φορές εμπεριέχουν πολύ περισσότερη κομματική ιδεολογία από επιστήμη. Το υλικό για την επιστημονική επεξεργασία αποτελούν τα αναμφισβήτητα δεδομένα της ίδιας της σύγχρονης και της ιστορικής πραγματικότητας. Ωστόσο οι περισσότεροι από κάθε γενιά κοινωνικών και πολιτικών επιστημόνων απλώς κληρονομούν τα ερμηνευτικά εργαλεία με τα οποία αυτό το υλικό οργανώνεται και ξαναοργανώνεται εκ νέου. Αυτά τα εργαλεία ανανεώνονται μόνο κατά ένα μέρος και ίσως θεωρούνται δεδομένα.
Όμως αυτά τα εργαλεία και το υλικό με καμιά έννοια δεν καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο αυτά τα αναλυτικά όργανα εφαρμόζονται στο υλικό ή τα αποτελέσματα στα οποία αυτή η εφαρμογή οδηγεί. Με μια αντικειμενική θεώρηση κάποιος μπορεί για παράδειγμα να προχωρήσει σε αναρίθμητες διαφορετικές κατευθύνσεις ξεκινώντας από την αντίληψη του Robert Michels για το γραφειοκρατικό κόμμα ή από την αντίληψη του Mannheim σχετικά με μια ελεύθερα περιπλανώμενη διανόηση. Αλλά η επιστημονική επεξεργασία γενικά δεν προχωρά ταυτόχρονα προς όλες αυτές τις δυνατές κατευθύνσεις αλλά μόνο σε μία ή σε κάποιες από αυτές. Επιπλέον, οι κυρίαρχες κατευθύνσεις της έρευνας γενικά υποστηρίζουν ειδικές πολιτικές αντιλήψεις που ενισχύουν την αυτοπεποίθηση συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων και τις καθιστούν, πολιτικά και ηθικά, λιγότερο ευάλωτες στις επιθέσεις αντιπάλων κοινωνικών τάξεων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να διαψευσθεί ότι εμπλέκεται
μια λειτουργική διαδικασία, δηλαδή ότι η κυρίαρχη ερμηνεία κάποιου ιστορικού γεγονότος εκπληρώνει μια συγκεκριμένη λειτουργία στις εξελισσόμενες κοινωνικές συγκρούσεις.1"
Με αυτά τα δεδομένα, σε μας μοιάζει προφανές ότι η ταυτόχρονη εμφάνιση του φασισμού και της θεωρητικής ανάλυσής του δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί απλώς από το γεγονός ότι η εμπειρία της πραγματικότητας ήταν τέτοια που εξανάγκαζε σε τόση αμεσότητα. Οι θεωρητικοί προσπαθούσαν να συλλάβουν την πεμπτουσία του φασισμού όχι μόνο επειδή αγαπούσαν την κοινωνιολογία ή γενικότερα την επιστημονική γνώση, αλλά επειδή επίσης παρακινούνταν από την κατανοητή και απόλυτα δικαιολογημένη υπόθεση ότι αν ήταν καλύτερα γνωστή η φύση του φασισμού θα μπορούσαν να τον πολεμήσουν με μεγαλύτερη επιτυχία.
Όμως η παράλληλη άνοδος του φασισμού με την ανάπτυξη της θεωρίας σχετικά με αυτόν συνεπαγόταν μια ορισμένη δυσαρμονία. Ο φασισμός αναπτυσσόταν για δύο δεκαετίες, επειδή η πραγματική του φύση δεν ήταν κατανοητή με σωστό τρόπο. Επειδή οι αντίπαλοί του δεν διέθεταν μιαν επιστημονική θεωρία για το φασισμό. Επειδή η κυρίαρχη θεωρία ήταν λαθεμένη ή ελλιπής.
Πρέπει να μιλάμε για δυσαρμονία γιατί δεν θεωρούμε την προσωρινή νίκη του ιταλικού, του γερμανικού και του ισπανικού φασισμού σαν το έργο κάποιων τυφλών μοιραίων δυνάμεων απρόσιτων στη δράση των ανθρώπων και των κοινωνικών δυνάμεων αλλά μάλλον το αποτέλεσμα των οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις του ύστερου καπιταλισμού που είναι κατανοητές, μετρήσιμες με ακρίβεια και διαχειρίσιμες. Ξεκινώντας από την υπόθεση ότι η προσωρινή νίκη του φασισμού δεν ήταν ούτε αναπόφευκτη, ούτε προκαθορισμένη προκύπτει ότι μια θεωρία που θα βρισκόταν σε αρμονία και θα διαφώτιζε το πραγματικό φαινόμενο θα έκανε την πάλη ενάντια στο φασισμό σημαντικά ευκολότερη.
Η ιστορία της ανόδου του φασισμού είναι επομένως ταυτόχρονα και η ιστορία της ανεπάρκειας της κυρίαρχης θεωρίας του φασισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ανεπαρκής θεωρία του φασισμού ήταν η μοναδική. Στην περιφέρεια των πολιτικά οργανωμένων μαζικών δυνάμεων και των ιδεολόγων τους υπήρχε μια αναλυτική διανόηση που εργαζόταν με μια ένταση που σήμερα μπορεί να μας προκαλεί μόνο κατάπληξη και θαυμασμό. Αυτοί οι θεωρητικοί κατανόησαν το νέο φαινόμενο. Από νωρίς αναγνώρισαν τον μεγάλο κίνδυνο που αντιπροσώπευε. Προειδοποίησαν τους συγχρόνους τους και υπέδειξαν πώς θα μπορούσε να νικηθεί το απειλητικό τέρας. Αυτοί έκαναν ό,τι μπορούσαν να κάνουν στη σφαίρα της θεωρίας.
Όμως η θεωρία από μόνη της δεν μπορεί να κάνει ιστορία. Προκειμένου να έχει αποτελέσματα, θα πρέπει να γίνει κτήμα των μαζών. Οι γραφειοκρατίες που εξουσιάζουν τις μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης είναι ικανές να απομονώσουν τις μάζες από μια επαρκή θεωρία τόσο για το φασισμό όσο και την αποτελεσματική στρατηγική και τις τακτικές για να παλέψουν εναντίον του. Το τίμημα που πλήρωσαν αυτοί οι γραφειοκράτες ήταν η ιστορική ήττα και συχνά η φυσική τους εξόντωση. Το τίμημα που πλήρωσε η ανθρωπότητα ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερο. Ακόμη και τα εξήντα εκατομμύρια νεκροί του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν μόνο ένα μέρος του τιμήματος της ανθρωπότητας, γιατί οι αντικειμενικές συνέπειες από τη νίκη του φασισμού -ειδικότερα στη Γερμανία- παραμένουν σε πολλά πεδία μέχρι και σήμερα.ιν
Οπωσδήποτε στην ιστορία τίποτε δεν συμβαίνει μάταια. Κανένα ιστορικό επίτευγμα δεν παραμένει χωρίς θετικό αποτέλεσμα μακροπρόθεσμα. Ενώ η επιστημονική θεωρία του φασισμού δεν κέρδισε επαρκή μαζική επιρροή για να σταματήσει τη θριαμβευτική πορεία

των φασιστικών συμμοριών τη δεκαετία του τριάντα και στις αρχές της δεκαετίας του σαράντα, παραμένει επίκαιρη και σήμερα. Αν αφομοιωθούν τα διδάγματα, μπορούν να διαφωτίσουν και να ερμηνεύσουν νέα μεταπολεμικά κοινωνικά φαινόμενα και μπορούν να προετοιμάσουν για νέους αγώνες και να βοηθήσουν να αποφευχθούν νέες ήττες.
Δεν είναι επομένως τυχαίο ότι η αναγέννηση του κριτικού μαρξισμού στη Δυτική Γερμανία - μια αναγέννηση που προκαλείται αρχικά και κύρια από τη μαζική φοιτητική ριζοσπαστικοποίηση - αφυπνίζει ξανά το ενδιαφέρον για τη θεωρία του φασισμού.
Επομένως δεν είναι περίεργο που ο πρώτος τόμος των Απάντων του Λέοντα Τ ρότσκι που δημοσιεύθηκε στην Γερμανική Δημοκρατική Ομοσπονδία έπρεπε να είναι αφιερωμένος στα κείμενά του για το συγκεκριμένο φαινόμενο. Γιατί ανάμεσα στον μικρό αριθμό των θεωρητικών που αναγνώρισαν σωστά την πεμπτουσία και τη λειτουργία του φασισμού ο Τρότσκι στέκεται χωρίς αμφιβολία στην υψηλότερη θέση.

 

2. Η θεωρία του Τρότσκι για το φασισμό είναι το αποτέλεσμα της μαρξιστικής μεθόδου για την κοινωνική ανάλυση. Εκφράζει με έναν ιδιαίτερα εντυπωσιακό τρόπο την ανωτερότητα αυτής της μεθόδου και των συμπερασμάτων της εφαρμογής της απέναντι στις πολλαπλές αστικές ιστορικές και κοινωνιολογικές ερμηνείες. Αυτή η υπεροχή βρίσκεται πάνω απ' όλα στον «συνολικό» χαρακτήρα της μαρξιστικής μεθόδου που έχει δύο όψεις: η πρώτη έγκειται στην προσπάθεια να κατανοηθούν όλες οι πλευρές της κοινωνικής δραστηριότητας όπως αλληλοσυνδέονται και δομικά αλληλοσυντονίζονται. Η δεύτερη είναι η προσπάθεια να αναγνωρισθούν μέσα στο διαρκώς μεταβαλλόμενο δίκτυο των σχέσεων αυτά τα στοιχεία που θα πρέπει να θεωρηθούν ότι καθορίζουν το συνολικό σύμπλεγμα, δηλαδή, να απομονωθούν αυτές οι αλλαγές που μπορούν να ενσωματωθούν στην υπάρχουσα δομή απ' αυτές που μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο με μια βίαιη έκρηξη της υπάρχουσας κοινωνικής δομής.
Είναι εντυπωσιακό πόσο επιπόλαια οι περισσότεροι αστοί μελετητές καταπιάνονται με το πρόβλημα της «πρωταρχικότητας της πολιτικής ή της οικονομίας», που παίζει έναν σημαντικό ρόλο στη συζήτηση για τη θεωρία του φασισμού.v Με μεγάλη σχολαστικότητα προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη μια ή την άλλη πράξη του χιτλερικού καθεστώτος, θέτοντας ερωτήματα όπως: «Αυτό ήταν προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου; Εκείνο ήταν αντίθετο στην εκφρασμένη επιθυμία των καπιταλιστών;». Δεν ρωτούν την πιο βασική ερώτηση: Κατά πόσο οι νόμοι οι σύμφυτοι με την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής λειτουργούσαν ή ακυρώνονταν από αυτό το καθεστώς.
Η μεγάλη πλειοψηφία της αμερικανικής μεγαλοαστικής τάξης εξαπέλυε κατάρες εναντίον του New Deal του Ρούσβελτ και ακόμη εναντίον του Fair Deal του Τρούμαν δημιουργώντας μια μεγάλη κατακραυγή για «έρποντα σοσιαλισμό». Όμως κανένας αντικειμενικός παρατηρητής της αμερικανικής οικονομίας και της κοινωνικής ανάπτυξης των περασμένων τριάντα πέντε χρόνων δεν θα μπορούσε σήμερα να διαψεύσει ότι η συσσώρευση κεφαλαίου μάλλον επεκτάθηκε παρά συρρικνώθηκε στη διάρκεια αυτής της περιόδου, ότι οι μεγάλες αμερικανικές εταιρίες έγιναν ασύγκριτα πλουσιότερες και περισσότερο ισχυρές απ' ό, τι ήταν στη δεκαετία του είκοσι και ότι η βούληση των άλλων κοινωνικών τάξεων -ειδικότερα της βιομηχανικής εργατικής τάξης- να αμφισβητήσει άμεσα με πολιτικούς και κοινωνικούς όρους την κυριαρχία αυτών των εταιριών είναι πιο αδύνατη σήμερα απ' ό, τι ήταν στη διάρκεια και αμέσως μετά τη μεγάλη ύφεση. Το αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι ότι ο Ρούσβελτ και ο Τρούμαν σταθεροποίησαν με επιτυχία την ταξική κυριαρχία της αμερικανικής αστικής τάξης. Στο φως αυτής της αλήθειας, το να χαρακτηρίζει κάποιος τον Ρούσβελτ και τον Τρούμαν σαν «αντικαπιταλιστές πολιτικούς» δεν εκφράζει την πραγματική επίδραση των πράξεών τους.

Ακόμη περισσότερο δείχνει ανικανότητα να κρίνει τα κόμματα και τις κυβερνήσεις όχι από αυτά που κάνουν πραγματικά, αλλά από αυτά που οι ίδιοι ή κάποιοι άλλοι λένε γι' αυτούς.
Μια ανάλογη μέθοδος πρέπει να εφαρμοσθεί για την εκτίμηση του φασισμού. Το κατά πόσο ο Krupp ή ο Thyssen έβλεπαν αυτό ή εκείνο το σημείο της εξουσίας του Χίτλερ με ενθουσιασμό, με επιφύλαξη ή με αντιπάθεια δεν είναι ουσιώδες. Αλλά είναι ουσιώδες να καθορίσουμε κατά πόσο η δικτατορία του Χίτλερ έτεινε να διατηρεί ή να καταστρέφει, να σταθεροποιεί ή να υπονομεύει τους κοινωνικούς θεσμούς της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και την υποταγή των εργατών που είναι αναγκασμένοι να πουλούν την εργατική τους δύναμη κάτω από την κυριαρχία του κεφαλαίου. Από αυτή τη σκοπιά το ιστορικό ισοζύγιο σε εμάς φαίνεται ξεκάθαρο. Θα επιστρέψουμε στο σημείο αυτό αργότερα.
Η μέθοδος επίσης που διαχωρίζει με σαφήνεια διαφορετικές περιόδους της εξουσίας του Χίτλερ και αντιπαραθέτει έναν «μερικό φασισμό», που χαρακτηρίζεται από ένα σημαντικό τομέα άμεσης άσκησης της εξουσίας από την πλευρά του μεγάλου κεφαλαίου, στον «ολοκληρωτικό φασισμό» μάς φαίνεται επίσης εξίσου αδύναμη.νι Μια τέτοια μέθοδος προϋποθέτει όχι μόνο την πλήρη αυτονομία της πολιτικής ηγεσίας αλλά επίσης και πάνω απ' όλα την ανεξαρτησία της πολεμικής οικονομίας, απομονωμένης από τα συμφέροντα των κοινωνικών τάξεων. Σε τελευταία ανάλυση, κάθε παρέμβαση της κυβέρνησης του Χίτλερ στη σφαίρα της οικονομικής εξουσίας των μεγάλων εταιρειών μπορεί να αποδοθεί στην εσωτερική λογική της πολεμικής οικονομίας.ν11
Κανένας δεν μπόρεσε ποτέ να αποδείξει μια τέτοια πλήρη «αυτονομία» του ηγετικού πολιτικού στρώματος και δεν πρόκειται κάτι τέτοιο να αποδειχθεί. Ο πόλεμος και η πολεμική οικονομία δεν έπεσαν από τον ουρανό ούτε υπήρξαν η φυσική συνέπεια της φασιστικής ιδεολογίας. Προέρχονται από τον καθορισμένο και ειδικό μηχανισμό των οικονομικών αντιφάσεων, των ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων και των επεκτατικών τάσεων που αντιστοιχούν στα συμφέροντα των κυρίαρχων μονοπωλιακών-καπιταλιστικών ομάδων στην αστική γερμανική κοινωνία. Άλλωστε, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος συνέβη πριν από τον Χίτλερ και οι Ηνωμένες Πολιτείες μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο γνώρισαν μια μόνιμη κούρσα εξοπλισμών™ Οι ρίζες της πολεμικής οικονομίας βυθίζονται βαθειά στην προ-χιτλερική περίοδο. ιχ
Συνεπώς, η πολεμική οικονομία και οι σιδερένιοι νόμοι της με κανένα τρόπο δεν μπορούν να θεωρηθούν κάτι αντίθετο με τον γερμανικό μονοπωλιακό καπιταλισμό, αλλά μάλλον θα πρέπει να εκληφθούν ως το προϊόν του. Επιπλέον όταν η πολεμική οικονομία, στα τελευταία της στάδια, άρχισε να προσλαμβάνει μορφές που ήταν ακραία παράλογες από την σκοπιά τόσο του συνόλου της τάξης των καπιταλιστών όσο και μεμονωμένων καπιταλιστών, αυτές οι παράλογες μορφές δεν ήταν αποκλειστικότητα του καθεστώτος των ναζί. Αυτές εκφράζουν με τον πιο οξυμένο τρόπο τον σύμφυτο παραλογισμό του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής - τον σπρωγμένο στα άκρα συνδυασμό της αναρχίας από τη μια πλευρά και του σχεδιασμού από την άλλη, της αντικειμενικής κοινωνικοποίησης και του ιδιωτικού σφετερισμού - της εντατικοποίησης σε σημείο παραλογισμού της αντικειμενοποίησης των κοινωνικών σχέσεων. Ωστόσο περιέχουν έναν πολύ πραγματικό, λογικό πυρήνα.χ
Ακριβώς επειδή είναι ανίκανη να συλλάβει την ουσία του φασισμού απομονώνοντας ορισμένα ειδικότερα στοιχεία - αυτονομία της πολιτικής ηγεσίας ή «πρωταρχικότητα της πολιτικής» - η αστική ιδεολογία δείχνει την αδυναμία της στην ανικανότητά της να ενσωματώσει μερικές ιστορικές ιδιαιτερότητες του φασισμού μέσα σε μια συνολική κοινωνική αντίληψη. Ο Ernst Nolte αποδίδει μεγάλη σημασία στην ιδέα που ανέπτυξε πρώτος ο Ernst Bloch, αυτή δηλαδή του ιστορικού «ετεροχρονισμού», δηλαδή της επιβίωσης παλαιότερων μορφών ιστορικής ύπαρξης στη σύγχρονη ιστορία. (Η ίδια σκέψη αναπτύχθηκε τουλάχιστον με έναν ακατέργαστο τρόπο από τον Λαμπριόλα και τον Τρότσκι πριν ή ανεξάρτητα από τον Blochxl). Είναι αλήθεια ότι θραύσματα των προκαπιταλιστικών, συντεχνιακών και μισοφεουδαρχικών ιδεολογιών προηγούμενων χρόνων παίζουν έναν όχι ασήμαντο ρόλο στην ιδεολογία του φασισμού και στη μαζική ψυχολογία της περιθωριοποιημένης μικροαστικής τάξης, που αποτελεί την κοινωνική βάση του φασιστικού μαζικού κινήματος. Όμως ο Nolte καταφεύγει ξεκάθαρα σε μια σοφιστεία όταν γράφει:
Εάν αυτός (ο φασισμός) είναι μια έκφραση των «αρχαϊκών μιλιταριστικών τάσεων», τότε αναβλύζει από κάτι το μοναδικό και το μη τιθασεύσιμο στην ανθρώπινη φύση. Δεν είναι ένας ανθός του καπιταλιστικού συστήματος, αν και στη σημερινή εποχή μπορεί να εμφανίζεται μόνο στο καθεστώς του καπιταλιστικού συστήματος και ειδικότερα σε ορισμένες στιγμές, όταν το σύστημα βρίσκεται σε κίνδυνο.*"
Το μοναδικό πράγμα που προκύπτει από την πρώτη φράση είναι η κοινοτοπία ότι αν δεν υπήρχαν «επιθετικές τάσεις» στην ανθρώπινη φύση δεν θα υπήρχαν επιθετικές πράξεις. Χωρίς επιθετικότητα δεν υπάρχει επίθεση ή όπως το έχει ήδη εκφράσει ο αθάνατος Μολιέρος: «Το όπιο ρίχνει τους ανθρώπους στον ύπνο γιατί έχει ιδιότητες που προκαλούν ύπνο». Ο Nolte δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει αποδείξει με κανέναν τρόπο τη δεύτερη φράση. Θα έπρεπε να δείξει ότι «στους παλιούς καλούς καιρούς» οι «αρχαϊκές μιλιταριστικές τάσεις» μπορούσαν με παρόμοιο τρόπο να δημιουργήσουν φασιστικές ή σχεδόν φασιστικές μορφές διακυβέρνησης. Ατυχώς, χωρίς αμφιβολία, αυτές «οι τάσεις» οδήγησαν τότε σε κατακτητικούς πολέμους δουλοκτητών, σε επιδρομές λαών κτηνοτρόφων ενάντια σε καλλιεργητές γης ή σε φεουδαρχικές σταυροφορίες -που έχουν να κάνουν τόσο λίγο με τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των φασιστικών καθεστώτων, όσο έχει να κάνει μια ρωμαϊκή έπαυλη ή ένα μεσαιωνικό χωριό με ένα σύγχρονο εργοστάσιο. Συνεπώς, ο ειδικός χαρακτήρας του φασισμού δεν είναι το ότι εκφράζει «τη ριζωμένη στην ανθρώπινη φύση επιθετικότητα» -αφού αυτή εκφράσθηκε τόσες φορές σε αναρίθμητα διαφορετικά ιστορικά κινήματα- αλλά μάλλον στο ότι επιβάλλει σε αυτήν την επιθετικότητα μια ειδική κοινωνική, πολιτική και στρατιωτική μορφή που δεν υπήρξε ποτέ προηγουμένως. Συνεπώς, ο φασισμός είναι πράγματι ένα προϊόν του ιμπεριαλιστικού, μονοπωλιακού καπιταλισμού. Όλες οι άλλες απόπειρες που έγιναν να ερμηνευθεί ο φασισμός κυρίως με ψυχολογικούς όρους υποφέρουν από την ίδια βασική αδυναμία.
Οι απόπειρες να κατανοηθεί ο φασισμός ως ένα προϊόν των ειδικότερων χαρακτηριστικών ορισμένων λαών ή φυλών -ή ενός συγκεκριμένου ιστορικού παρελθόντος- είναι ελάχιστα εγκυρότερες μεθοδολογικά. Κάποιος ανέρχεται από την ατομική στην εθνική ψυχολογία χωρίς στην πραγματικότητα να εξηγεί τίποτε περισσότερο εκτός από τους παράγοντες οι οποίοι, με τη γενικότερη έννοια, επιτρέπουν σε φαινόμενα όπως ο φασισμός να εμφανισθούν.
Ούτε η ιστορική καθυστέρηση της Ιταλίας ούτε η πρωσική μιλιταριστική παράδοση της Γερμανίας και οπωσδήποτε ούτε η «ανάγκη για πειθαρχία» ή «ο φόβος για την ελευθερία» μπορούν να εξηγήσουν με επάρκεια την απότομη άνοδο και πτώση του φασισμού στη διάρκεια της περιόδου μεταξύ του 1920 και του 1945. Συχνά τα επιχειρήματα αυτά είναι αντιφατικά: Ενώ η Ιταλία ήταν μια σχετικά καθυστερημένη βιομηχανικά χώρα, η Γερμανία ήταν το υψηλότερα βιομηχανοποιημένο έθνος στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Εάν η «προδιάθεση για πειθαρχία» ήταν ένα βασικό γνώρισμα του «γερμανικού εθνικού χαρακτήρα» (που αποδίδεται στην καθυστερημένη κατάργηση της φεουδαρχίας στην Πρωσία), τότε τι θα πούμε για την Ιταλία που είναι ένα από τα πιο «απείθαρχα» έθνη στην Ευρώπη, ενώ στερείται ολοκληρωτικά μιλιταριστικής παράδοσης; Ως δευτερεύοντες παράγοντες και αιτίες, αυτά τα στοιχεία έχουν παίξει χωρίς αμφιβολία ένα ρόλο συμβάλλοντας στο να προσδοθεί στο φασισμό σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση έναν ειδικότερο εθνικό χαρακτήρα που αντιστοιχεί στην ιστορική ιδιαιτερότητα του μονοπωλιακού καπιταλισμού και της μικροαστικής τάξης σε κάθε διαφορετική χώρα. Αλλά στο βαθμό ακριβώς που κάποιος αντιλαμβάνεται το φασισμό σαν ένα παγκόσμιο φαινόμενο το οποίο δεν γνωρίζει γεωγραφικά όρια και πιάνει ρίζες σε όλες τις ιμπεριαλιστικές χώρες -και μπορεί να προσλάβει ξανά ρίζες αύριο - απόπειρες ερμηνείας που δίνουν έμφαση κυρίως σε αυτήν ή στην άλλη εθνική ιδιαιτερότητα είναι ολοκληρωτικά ανεπαρκείς.χι"
Η λεπτομερής διερεύνηση των επί μέρους ομάδων συμφερόντων και των αλληλομαχόμενων κλάδων του μεγάλου κεφαλαίου ως ειδικών «φορέων» του φασισμού γνώρισε ιδιαίτερη ώθηση από τη δημοσίευση των πρακτικών και του υποστηρικτικού υλικού της δίκης της Νυρεμβέργης. Μεγάλο μέρος αυτού του υλικού επιβεβαίωσε αυτό που προηγουμένως ήταν γνωστό από διαίσθηση ή ως θεωρητικό συμπέρασμα: ότι η βαριά βιομηχανία ενδιαφέρθηκε για την κατάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ και τον επανεξοπλισμό περισσότερο από την ελαφρά βιομηχανία. Ότι η «αρειανοποίηση» του εβραϊκού κεφαλαίου δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στη γερμανική οικονομία.χιν Ότι το τραστ I.G. Farben ήταν ικανό να παίξει έναν ιδιαίτερα επιθετικό και σημαντικό ρόλο σε μια σειρά οικονομικών και χρηματιστικών αποφάσεων του χιτλερικού καθεστώτος κ.λπ.χν
Ωστόσο δεν είναι απαραίτητο να σκαλίζουμε ένα βουνό από ντοκουμέντα για να παραδεχθούμε ότι στην ειδική κατάσταση του γερμανικού καπιταλισμού το 1934, οι κατασκευαστές κανονιών, τανκ και εκρηκτικών είχαν μεγαλύτερα κέρδη από τον επανεξοπλισμό απ' ό, τι είχαν οι παραγωγοί εσωρούχων, παιχνιδιών και σουγιάδων. Οπωσδήποτε ο Nolte προσκομίζει μια τυπική σοφιστεία όταν ισχυρίζεται:
«... αλλά όταν αυτός (ο Otto Bauer) διακρίνει διαφορετικές μερίδες της τάξης των καπιταλιστών, με ουσιωδώς(;) ανταγωνιστικά συμφέροντα η μια με την άλλη (δηλ. τη βιομηχανία των καταναλωτικών αγαθών εξαρτώμενη από τις εξαγωγές ή την ειρηνόφιλη τάξη των εισοδηματιών, ως αντίθετες με τη βαριά βιομηχανία που ενδιαφέρεται για κέρδη από τους εξοπλισμούς), η παραδοσιακή και τετριμμένη διάκριση ανάμεσα στην άρχουσα τάξη και την κυβερνητική κάστα καθίσταται άχρηστη, με συνέπεια όλη η συζήτηση για το φασισμό ως ένα εκτελεστικό όργανο "αυτού του ίδιου του καπιταλισμού" να καθίσταται αβάσιμη. Η θεωρητικά κατασκευασμένη οικονομική ενότητα διαλύεται σε μια πολλαπλότητα ιστορικών στοιχείων και το μοναδικό σχετικό ζήτημα που παραμένει αφορά τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες αυτή η πολλαπλότητα πρέπει να εμφανίζεται σαν μια ενότητα και ακριβώς το βαθμό στον οποίο αυτή η ενότητα μπορεί να χάσει τη θέση της κυριαρχίας που είναι, σύμφωνα με κάποιες απόψεις, προφανής για όλα τα ευρωπαϊκά κράτη εδώ και 150 χρόνια, αλλά ποτέ δεν ήταν απεριόριστη»χνι.
Ολόκληρο το επιχείρημα περιστρέφεται γύρω από τη λέξη «ουσιωδώς» και μπορεί να διευκρινισθεί μόνο μέσα από μια ανάλυση των ουσιωδών χαρακτηριστικών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Ούτε ο τρόπος διεξαγωγής της εξωτερικής πολιτικής, ούτε η δυνατότητα τού να μιλάει κάποιος και να γράφει ελεύθερα για τα πολιτικά πράγματα, ούτε και η ανάθεση της διακυβέρνησης σε εκπροσώπους επιλεγμένους απευθείας από την άρχουσα τάξη είναι «ουσιώδη» για αυτόν τον τρόπο παραγωγής ή για την άρχουσα τάξη του. Σε μερικές περιόδους της εποχής της αστικής τάξης όλα αυτά τα πράγματα υπήρχαν και σε άλλες όχι - ή τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό. Αυτό που είναι ουσιώδες είναι η ιδιοκτησία και η δυνατότητα συσσώρευσης κεφαλαίου και πραγματοποίησης υπεραξίας.
Σχετικά με αυτό οι στατιστικές μιλούν απερίφραστα. Τα κέρδη για όλες τις βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις ανέβηκαν από τα 6,6 δισεκατομμύρια (χιλιάδες εκατομμύρια) μάρκα το 1933 σε 15 δισεκατομμύρια το 1938. Αλλά ενώ οι πωλήσεις των Bremen Woollen Mills- General Electric Company) αυξήθηκαν μόνο κατά 55 τοις εκατό, οι αντίστοιχες της Siemens διπλασιάσθηκαν, αυτές της Krupp and Mannesmann Tube Works τριπλασιάσθηκαν, αυτές δε της German Weapons and Munitions Works ανέβηκαν στο δεκαπλάσιο.xvii Από αυτά τα νούμερα αναδεικνύεται ξεκάθαρα ένα συλλογικό οικονομικό συμφέρον για την καπιταλιστική τάξη -κάτι περισσότερο από μια θεωρητική κατασκευή- ενώ ταυτόχρονα μέσα στο πλαίσιο αυτού του συλλογικού συμφέροντος, εμφανίζονται ειδικότερα συμφέροντα που επιβάλλονται επανειλημμένα. Η φράση ότι η καπιταλιστική ιδιοκτησία αναπτύσσεται πάντα και μεγαλώνει από την απαλλοτρίωση πολλών μικρών (και μερικών μεγάλων) ιδιοκτητών δεν γράφτηκε την εποχή του Χίτλερ, αλλά μάλλον επιβεβαιώθηκε από ολόκληρη την ιστορία αυτού του τρόπου παραγωγής.
Η μεθοδολογική αδυναμία όλων των προσεγγίσεων που έγιναν από αστικές θεωρίες για το φασισμό είναι προφανής. Επειδή στερούνται μια κατανόηση των κοινωνικών δομών και των τρόπων παραγωγής, οι αστικές ιδεολογίες δεν είναι ικανές να συλλάβουν τα αντιφατικά στοιχεία της φασιστικής πραγματικότητας σαν μια διαλεκτική ενότητα και να αναγνωρίσουν τους παράγοντες που καθορίζουν τόσο τη σύνθεση όσο και τη διαδοχική αποσύνθεση -την άνοδο και την πτώση- αυτών των στοιχείων σε ένα συνεκτικό σύνολο.
Η μεθοδολογική ανωτερότητα του μαρξισμού βρίσκεται στην ικανότητά του να ενσωματώνει με επιτυχία αντιφατικά αναλυτικά στοιχεία που αντανακλούν μιαν αντιφατική κοινωνική πραγματικότητα. Η προσχώρηση στο μαρξισμό δεν αποτελεί εγγύηση για μια τέτοια επιτυχή ανάλυση. Πάνω σ' αυτό υπάρχουν δυστυχώς πάρα πολλά παραδείγματα και αυτό το βιβλίο ασχολείται με μερικά από αυτά. Όμως η συμβολή του Τρότσκι στη θεωρία του φασισμού δείχνει με λαμπρό τρόπο ότι ο μαρξισμός κάνει δυνατή μια τέτοια ανάλυση.

 

3. Η θεωρία του Τρότσκι για το φασισμό είναι μια ενότητα έξι στοιχείων. Κάθε ένα στοιχείο μέσα στην ενότητα αυτή διαθέτει μια ορισμένη αυτονομία και κάθε ένα περνά μέσα από μια ορισμένη ανάπτυξη λόγω των εσωτερικών του αντιφάσεων. Όμως η ενότητα μπορεί να κατανοηθεί μόνο σαν ένα κλειστό και δυναμικό σύνολο στο οποίο αυτά τα στοιχεία, όχι σε απομόνωση αλλά στην εγγενή σύνδεση του ενός με το άλλο, μπορούν να ερμηνεύσουν την άνοδο, τη νίκη και την πτώση της φασιστικής δικτατορίας.
1. Η άνοδος του φασισμού είναι η έκφραση μιας οξείας κοινωνικής κρίσης του ύστερου καπιταλισμού, μια δομική κρίση που μπορεί όπως στη περίοδο από 1929 μέχρι το 1933 να συμπέσει με μια κρίση υπερπαραγωγής που πηγαίνει όμως πολύ πέρα από τις συγκυριακές διακυμάνσεις. Βασικά πρόκειται για μια κρίση στις ίδιες τις συνθήκες της παραγωγής και της πραγμάτωσης της υπεραξίας. Πρόκειται για την αδυναμία να συνεχισθεί μια «φυσική» συσσώρευση κεφαλαίου μέσα στις δοσμένες συνθήκες ανταγωνισμού της παγκόσμιας αγοράς (δηλ. με ένα δοσμένο επίπεδο πραγματικών μισθών, εργατικής παραγωγικότητας και πρόσβασης στις πρώτες ύλες και στις αγορές). Η ιστορική λειτουργία της φασιστικής κατάληψης της εξουσίας είναι να αλλάξει ξαφνικά και βίαια τις συνθήκες της παραγωγής και της πραγμάτωσης της υπεραξίας προς όφελος των σημαντικών ομάδων του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
2. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού και όπου το εργατικό κίνημα έχει περάσει μέσα από μια μακρόχρονη ιστορική ανάπτυξη, η αστική τάξη ασκεί την πολιτική της εξουσία με μεγαλύτερα πλεονεκτήματα, που σημαίνει με τις λιγότερες απώλειες δια μέσου της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η μορφή αυτή της εξουσίας έχει δύο μεγάλα πλεονεκτήματα. Επιτρέπει την περιοδική μείωση του κοινωνικού ανταγωνισμού δια μέσου της παραχώρησης κάποιων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.

Επιπλέον επιτρέπει σε μια σημαντική μερίδα της αστικής τάξης να συμμετέχει απευθείας στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας μέσα από τα πολιτικά κόμματα, τις εφημερίδες, τα πανεπιστήμια, τις ενώσεις των εργοδοτών, τις δημοτικές και περιφερειακές κυβερνήσεις, τα ανώτερα κλιμάκια της κρατικής μηχανής, το κεντρικό σύστημα των τραπεζών και τα λοιπά.
Όμως αυτή η μορφή αστικής εξουσίας -που με κανέναν τρόπο δεν είναι ιστορικά η μοναδική xvl" - εξαρτάται από τη διατήρηση μιας εξαιρετικά ασταθούς ισορροπίας των οικονομικών και κοινωνικών δυνάμεων. Όταν αντικειμενικές εξελίξεις διαταράσσουν την ισορροπία, η μεγαλοαστική τάξη δεν έχει άλλη εναλλακτική παρά να προσπαθήσει να εγκαθιδρύσει μια μορφή μεγαλύτερης συγκεντρωποίησης της κρατικής εκτελεστικής εξουσίας προκειμένου να πραγματώσει τα ιστορικά της συμφέροντα ακόμη και με τίμημα να αποκηρύξει την άμεση άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Ιδωμένος ιστορικά, ο φασισμός είναι ταυτόχρονα η πραγμάτωση και η άρνηση της τάσης του μονοπωλιακού καπιταλισμού - που επισημάνθηκε πρώτη φορά από τον Rudolf Hilferding - να «οργανώσει» με ολοκληρωτικό τρόπο το σύνολο της κοινωνικής ζωής σύμφωνα με τα συμφέροντά του.χιχ Ο φασισμός αποτελεί την πραγμάτωση αυτής της τάσης επειδή σε τελευταία ανάλυση έχει παίξει αυτόν τον ιστορικό ρόλο. Αποτελεί την άρνηση αυτής της τάσης επειδή, αντίθετα με τη πρόβλεψη του Hilferding, ο φασισμός μπόρεσε να παίξει αυτόν τον ρόλο με την εκτεταμένη πολιτική απαλλοτρίωση της αστικής τάξηςχχ.
3. Με δεδομένες τις συνθήκες της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας και την τεράστια αριθμητική δυσαναλογία ανάμεσα στους μισθωτούς εργαζόμενους και τους μεγάλους καπιταλιστές, είναι πρακτικά αδύνατον να φέρουν σε πέρας μια τέτοια βίαιη συγκεντροποίηση της εξουσίας με καθαρά τεχνικά μέσα. Είναι εξίσου αδύνατον μόνο με τέτοια μέσα να αποδιαρθρώσουν τις περισσότερες, αν όχι όλες τις κατακτήσεις του σύγχρονου εργατικού κινήματος, συμπεριλαμβανομένων αυτών των «σπερμάτων της προλεταριακής δημοκρατίας μέσα στο πλαίσιο της αντίστοιχης αστικής», όπως ο Τρότσκι σωστά χαρακτήριζε τις μαζικές οργανώσεις του εργατικού κινήματος.
Ούτε μια στρατιωτική δικτατορία ούτε ένα καθαρά αστυνομικό κράτος -ας μη μιλάμε για μια απόλυτη μοναρχία- διαθέτει επαρκείς ικανότητες προκειμένου να ατομικοποιήσει και να αποθαρρύνει για μεγάλο χρονικό διάστημα μια συνειδητή κοινωνική τάξη με εκατομμύρια μέλη και έτσι να αποτρέψει την επανεμφάνιση ακόμη και της στοιχειώδους ταξικής πάλης που δημιουργείται περιοδικά από την απλή λειτουργία των νόμων της αγοράς. Για να επιτύχει αυτούς τους στόχους η μεγαλοαστική τάξη χρειάζεται ένα κίνημα που να μπορεί να θέτει σε κίνηση μάζες στο πλευρό της, που να φθείρει και να αποθαρρύνει τις πιο συνειδητές μερίδες του προλεταριάτου με συστηματική μαζική τρομοκρατία και συγκρούσεις στους δρόμους και που μετά από την κατάληψη της εξουσίας να μπορεί να καταστρέψει ολοκληρωτικά τις μαζικές οργανώσεις του προλεταριάτου και έτσι όχι μόνο να ατομικοποιήσει τα πιο συνειδητά στοιχεία αλλά επίσης να τα οδηγήσει στην αποθάρρυνση και στην απόσυρση.
Με κατάλληλες μεθόδους προσαρμοσμένες στις απαιτήσεις της μαζικής ψυχολογίας, ένα τέτοιο μαζικό κίνημα μπορεί να επιτύχει μια μόνιμη επιτήρηση των μαζών των ταξικά συνειδητών μισθωτών εργαζομένων, μέσα από έναν τεράστιο μηχανισμό αποτελούμενο από φύλακες οικοδομικών τετραγώνων, ελεγκτές δρόμων και εργοστασιακούς πυρήνες (Nationalsozialistische Betriebsorganisation). Μπορεί επίσης να επηρεάζει ιδεολογικά μια μερίδα των λιγότερο συνειδητών εργατών, ειδικότερα τους υπαλλήλους των γραφείων και μπορεί κατά ένα μέρος να τους επανενσωματώνει μέσα σε μια λειτουργούσα ταξική συνεργασία.
4. Ένα τέτοιο μαζικό κίνημα μπορεί να ανέλθει μόνο στηριζόμενο στη μικροαστική τάξη, την τρίτη κοινωνική τάξη του καπιταλισμού που βρίσκεται ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη. Εάν αυτή η μικροαστική τάξη πέσει σε απόγνωση, χτυπημένη σκληρά από τον πληθωρισμό, τη χρεωκοπία των μικρών επιχειρήσεων, τη μαζική ανεργία των αποφοίτων των πανεπιστημίων, των τεχνικών και των υψηλά αμειβόμενων υπαλλήλων, τότε θα εμφανισθεί ένα τυπικά μικροαστικό κίνημα συντιθέμενο από ιδεολογικές αναμνήσεις και ψυχολογική μνησικακία. Θα συνδυάζει τον ακραίο εθνικισμό με μια τουλάχιστον ρητορική αντικαπιταλιστική δημαγωγίαχχι, με τη μέγιστη ένταση μίσους προς το οργανωμένο εργατικό κίνημα («ενάντια στο μαρξισμό», «ενάντια στον κομμουνισμό»). Από τη στιγμή που αυτό το κίνημα ξεκινά φυσικές επιθέσεις ενάντια στους εργάτες, τις οργανώσεις τους και τις δραστηριότητές τους έχει γεννηθεί ένα φασιστικό κίνημα. Αφού ένα τέτοιο κίνημα περάσει μέσα από μια περίοδο αυτόνομης ανάπτυξης, που είναι αναγκαίο να το κάνει, εάν πρόκειται να αποκτήσει μαζική επιρροή, έρχεται στην ανάγκη της οικονομικής και πολιτικής υποστήριξης από μια σημαντική μερίδα του μονοπωλιακού κεφαλαίου, εάν πρόκειται να φέρει σε πέρας τη κατάληψη της εξουσίας.
5. Προκειμένου η φασιστική δικτατορία να εκπληρώσει τον ιστορικό της ρόλο, το εργατικό κίνημα πρέπει να εξουδετερωθεί και να χτυπηθεί πισώπλατα πριν από την κατάληψη της εξουσίας. Όμως αυτό είναι δυνατόν μόνο εάν πριν από την κατάληψη της εξουσίας, η ζυγαριά γύρει αποφασιστικά προς το μέρος των φασιστικών συμμοριών και ενάντια στην εργατική τάξη.χχΙ1 Η άνοδος του φασιστικού κινήματος μοιάζει με κήρυξη ενός εμφυλίου πολέμου στον οποίο και οι δύο πλευρές, από αντικειμενική άποψη, έχουν μια πιθανότητα επιτυχίας. (Αυτός είναι ο λόγος που μόνο κάτω από πολύ ειδικές συνθήκες, σε «μη κανονικές» καταστάσεις, η μεγαλοαστική τάξη υποστηρίζει και χρηματοδοτεί τέτοια πειράματα. Ευθύς εξ αρχής υπάρχει ένα συγκεκριμένο ρίσκο σε μια τέτοια πολιτική του «όλα ή τίποτε».)
Εάν οι φασίστες επιτύχουν να παραλύσουν, να αποθαρρύνουν και να συντρίψουν τον εχθρό - τους οργανωμένους εργάτες - η νίκη τους είναι βέβαιη. Εάν όμως το εργατικό κίνημα ανταποδώσει τα χτυπήματα με επιτυχία και αναλάβει την πρωτοβουλία για λογαριασμό του, τότε μπορεί να νικήσει αποφασιστικά όχι μόνο το φασισμό αλλά επίσης και τον καπιταλισμό που τον εκκολάπτει.
Αυτό ισχύει τόσο για τεχνικούς-πολιτικούς, όπως επίσης για κοινωνικούς-πολιτικούς και για κοινωνικούς-ψυχολογικούς λόγους. Στην αρχή οι φασιστικές συμμορίες οργανώνουν μόνο τα πιο αποφασισμένα και απεγνωσμένα τμήματα της μικροαστικής τάξης (το πιο «αποτρελαμένο» τμήμα). Οι μάζες των μικροαστών, όπως επίσης το ανοργάνωτο και το χωρίς συνείδηση τμήμα των μισθωτών εργαζομένων -ειδικότερα οι νέοι εργάτες και οι νέοι υπάλληλοι γραφείων- κανονικά θα αιωρούνται μπρος και πίσω ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα. Θα τείνουν να ενωθούν με την πλευρά που δείχνει τη μεγαλύτερη τόλμη και αποφασιστικότητα. Θέλουν να στοιχηματίσουν στο άλογο που θα νικήσει.
Από ιστορική άποψη, η νίκη του φασισμού εκφράζει την ανικανότητα του εργατικού κινήματος να επιλύσει τη δομική κρίση του ύστερου καπιταλισμού για τα δικά του συμφέροντα και για τους δικούς του στόχους. Μια τέτοια κρίση κατ' αρχήν προσφέρει πάντοτε στο εργατικό κίνημα μια ευκαιρία για νίκη. Μόνο αν δεν αξιοποιήσει το πλεονέκτημα αυτής της ευκαιρίας γιατί έχει κακή ηγεσία, είναι διασπασμένο και αποθαρρυμένο, μπορεί η μάχη να οδηγήσει στο θρίαμβο του φασισμού.

6. Εάν ο φασισμός καταφέρει «να συντρίψει το εργατικό κίνημα με χτυπήματα όπως αυτά ενός κρουστικού εμβόλου», τότε έχει εκπληρώσει το καθήκον του για την πλευρά του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Το μαζικό του κίνημα γραφειοκρατικοποιείται και σε μεγάλο βαθμό ενσωματώνεται στο μηχανισμό του αστικού κράτους. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί παρά μόνο αν οι ακραίες μορφές της πληβειακής, μικροαστικής δημαγωγίας, που είναι παρούσες στους «στόχους του κινήματος» εξαφανιστούν και απομακρυνθούν από την επίσημη ιδεολογία.xxl"
Η εξέλιξη αυτή με κανένα τρόπο δεν έρχεται σε αντίθεση με τη συνεχιζόμενη τάση του σε μεγάλο βαθμό συγκεντροποιημένου κρατικού μηχανισμού να γίνει ανεξάρτητος. Γιατί αφού το εργατικό κίνημα έχει νικηθεί και οι συνθήκες της παραγωγής και της πραγμάτωσης της υπεραξίας έχουν μεταβληθεί αποφασιστικά μέσα στη χώρα προς όφελος της μεγαλοαστικής τάξης, τότε αναγκαστικά οι προσπάθειες θα επικεντρωθούν στο να επιφέρουν ανάλογες αλλαγές στην παγκόσμια αγορά. Η πολιτική «όλα ή τίποτε» του φασισμού επεκτείνεται από την κοινωνικο-οικονομική σφαίρα στη χρηματιστική σφαίρα. Ενθαρρύνει τον διαρκή πληθωρισμό και τελικά δεν επιτρέπει άλλη επιλογή από τη στρατιωτική περιπέτεια στο εξωτερικό. Όμως αυτή η εξέλιξη φέρνει μαζί της μάλλον χειροτέρευση παρά βελτίωση στην οικονομική κατάσταση (μια συνέπεια της πολεμικής οικονομίας) και στην πολιτική θέση της μικροαστικής τάξης - με την εξαίρεση εκείνου του τμήματος που μπορεί να συντηρείται με αργομισθίες από τον αυξανόμενα ανεξαρτητοποιούμενο κρατικό μηχανισμό. Αντί για την «απελευθέρωση από το βρόγχο του τοκογλυφικού κεφαλαίου» λαμβάνει χώρα μια παρατεταμένη επιτάχυνση στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και μια προλεταριοποίηση των μεσαίων τάξεων. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει τον ταξικό χαρακτήρα της φασιστικής δικτατορίας που δεν αντιστοιχεί σε αυτόν του φασιστικού μαζικού κινήματος. Ο πρώτος αντιπροσωπεύει τα ιστορικά συμφέροντα του μονοπωλιακού καπιταλισμού και όχι της μικροαστικής τάξης. Όταν αυτή η τάση καταστεί κυρίαρχη, η συνειδητή και δραστήρια μαζική βάση του φασισμού αναγκαστικά συρρικνώνεται. Η φασιστική δικτατορία έχει την τάση να υπονομεύει και να αποδιαρθρώνει τη δική της μαζική βάση. Οι φασιστικές συμμορίες γίνονται παραρτήματα της αστυνομίας. Στη φάση της παρακμής του, ο φασισμός μετασχηματίζεται ξανά σε ένα ιδιαίτερο είδος βοναπαρτισμού.xxlv
Αυτά είναι τα συστατικά στοιχεία της θεωρίας του Τρότσκι για το φασισμό. Από τη μια πλευρά είναι βασισμένα σε μια ανάλυση των ειδικών συνθηκών κάτω από τις οποίες αναπτύχθηκε η ταξική πάλη στις σε μεγάλο βαθμό εκβιομηχανισμένες χώρες, κατά τη διάρκεια της τελευταίας δομικής καπιταλιστικής κρίσης (ο ίδιος ο Τρότσκι μιλούσε για την «εποχή της καπιταλιστικής παρακμής»). Από την άλλη πλευρά, προκύπτει από έναν ειδικό τρόπο, που αποτελεί ιδιαίτερο γνώρισμα για το μαρξισμό του Τρότσκι και συσχετίζει τους αντικειμενικούς και τους υποκειμενικούς παράγοντες με την πραγματική πορεία αυτής της ταξικής πάλης και τη θεωρητική της ερμηνεία.

 

4. Πώς συγκρίνεται αυτή η θεωρία του Τρότσκι για το φασισμό με αυτές των άλλων ρευμάτων του εργατικού κινήματος; Ποια ειδικά χαρακτηριστικά αναδεικνύονται από τη σύγκριση της θεωρίας του Τρότσκι με άλλες απόπειρες να εξετασθεί το πρόβλημα του φασισμού με τη βοήθεια της μαρξιστικής μεθόδου;
Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό των σοσιαλδημοκρατών συγγραφέων είναι η πραγματιστική, απολογητική φύση της ανάλυσής τους: Η θεωρία θα πρέπει να σπεύσει σε βοήθεια της ακραία οπορτουνιστικής πρακτικής και να αποδώσει την αποτυχία της «στην ενοχή των αντιπάλων μας». Αυτός ο οπουρτινισμός δεν είχε ακόμη εκείνη την εποχή κόψει τον ομφάλιο λώρο του με τον αντικειμενιστικό, φαταλιστικό, χυδαίο μαρξισμό του Κάουτσκι. Μετά από την «ενοχή των αντιπάλων μας» η δύναμη των «αντικειμενικών συνθηκών» είναι πάντοτε η έσχατη αιτία: για την ακρίβεια ο «συσχετισμός των δυνάμεων» δεν επέτρεψε ένα καλύτερο αποτέλεσμα. Το ότι η ίδια η δράση κάποιου μπορεί να μεταβάλλει αυτόν το συσχετισμό δυνάμεων - ειδικότερα ότι η παθητικότητα κάποιου μεταβάλλει το συσχετισμό των δυνάμεων προς όφελος του ταξικού εχθρού - δεν έγινε ποτέ κατανοητό από τη σχολή αυτή.
Ο βασικός τενόρος αυτών των θεωριών βρίσκεται προφανώς στην ανούσια θέση ότι η ριζοσπαστική προπαγάνδα των «μπολσεβίκων» δίνει την ευκαιρία ή τουλάχιστον τη δικαιολογία στο φασισμό να κινητοποιήσει τα φοβισμένα και συντηρητικά στρώματα του πληθυσμού: ο φασισμός είναι η τιμωρία που η μεγαλοαστική τάξη επιβάλλει στο προλεταριάτο για την κομμουνιστική προπαγάνδα. «Αν δεν θέλετε να τρομάξετε τους μικροαστούς και να ενοχλήσετε τους μεγάλους καπιταλιστές, παραμείνατε μετριοπαθείς». Αυτή η φιλελεύθερη σοφία του «χρυσού κανόνα»χχν παραβλέπει ότι είναι κυρίως η χρεωκοπία της «μετριοπάθειας», της συνηθισμένης διεξαγωγής της πολιτικής του αστικού κοινοβουλευτισμού μέσα στις συνθήκες της εντεινόμενης δομικής κρίσης του ύστερου καπιταλισμού, που οδηγεί τους απελπισμένους μικροαστούς στην αγκαλιά των φασιστών.
Για να αποτραπεί αυτό πρέπει να προσφερθεί μια εναλλακτική λύση, μια λύση με φανερές πιθανότητες επιτυχίας, μια λύση που αναδεικνύεται από καθημερινή μαχητική δράση. Εάν αυτή η εναλλακτική λύση δεν παρουσιασθεί και η εξαθλιωμένη και κοινωνικά περιθωριοποιημένη μικροαστική τάξη παραμείνει βαλτωμένη σε μια επιλογή ανάμεσα σε έναν ανήμπορο κοινοβουλευτισμό και στον επελαύνοντα φασισμό θα επιλέξει μαζικά το φασισμό. Και θα είναι κυρίως η αυτοσυγκράτηση και ο αυτοδιεγειρόμενος φόβος του εργατικού κινήματος που θα εντείνει το μαζικό αίσθημα ότι το φασιστικό άλογο πρόκειται να είναι ο νικητής.
Η αδυναμία της σοσιαλδημοκρατικής θεωρίας για το φασισμό ήταν ιδιαίτερα φανερή στη θέση: «Κρατηθείτε σταθερά στη νομιμότητα με κάθε κόστος». Η θέση αυτή προέρχεται από τη λαθεμένη πεποίθηση ότι μόλις οι φασίστες εγκαταλείψουν τη σφαίρα της νομιμότητας, οι οργανώσεις των μισθωτών εργαζομένων θα πρέπει να αυτοπεριορίσουν τις δράσεις τους μέσα σ' αυτήν τη σφαίρα. Αυτή η άποψη παραβλέπει το γεγονός ότι η νομιμότητα και το κράτος δεν είναι πραγματώσεις κάποιων αφηρημένων ιδεών αλλά εκφράσεις συγκεκριμένων κοινωνικών συμφερόντων και τάξεων. Η «νομιμότητα» και το «κράτος» ήταν σε τελευταία ανάλυση οι δικαστές και οι στρατιωτικοί, ταγματάρχες και συνταγματάρχες που συνδέονταν με χιλιάδες νήματα με τους «συντρόφους» τους του Stahlhelm (μιας ακροδεξιάς παραστρατιωτικής οργάνωσης στη Γερμανία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης) και των SS, που μισούσαν και αντιμάχονταν το οργανωμένο εργατικό κίνημα ακριβώς όπως οι φασιστικές συμμορίες, έστω και αν ήταν κάπως πιο «πολιτισμένοι» σχετικά με αυτό. Το να θέλεις να τους χρησιμοποιήσεις ως άμυνα απέναντι σ' αυτές τις συμμορίες σημαίνει στην πραγματικότητα να αντιμετωπίσεις τις συμμορίες χωρίς καμιά άμυνα.
Ένα σημαντικό στοιχείο στη σοσιαλδημοκρατική θεωρία για το φασισμό αποτελεί το να δίνει μια ιδιαίτερη υπόσταση στους παράγοντες «οικονομική κρίση» και «μαζική ανεργία»: εάν δεν υπήρχε οικονομική κρίση, ο κίνδυνος του φασισμού θα εξαφανιζόταν. Αυτό όμως παραβλέπει το γεγονός ότι η δομική κρίση είναι περισσότερο σημαντική από τη συγκυριακή κρίση και όταν η πρώτη επιμένει καμιά βελτίωση της δεύτερης δεν θα αλλάξει βασικά την κατάσταση. Αυτό θα πρέπει να διδαχθούμε από την πικρή εμπειρία των Βέλγων σοσιαλδημοκρατών όπως ο Spaak και ο De Man που συγκέντρωσαν όλες τις προσπάθειές τους στο να μειώσουν την ανεργία - ακόμη και με το κόστος να παραδώσουν σημαντικές θέσεις ισχύος και, ακόμη σημαντικότερο, την ικανότητα των εργαζομένων μισθωτών να αγωνίζονται - και οι οποίοι παρά τις προσπάθειές τους είδαν το φασιστικό κύμα να μεγαλώνει και όχι να υποχωρεί.
Όλα αυτά τα στοιχεία της σοσιαλδημοκρατικής θεωρίας για το φασισμό ήταν ήδη παρόντα στα πρώιμα έργα των Ιταλών σοσιαλδημοκρατών που αφιερώνονταν στην καταστροφή που ξέσπασε πάνω στα κεφάλια τους. Έτσι ο Giovani Zibordi έγραφε από το 1922:
«...οι υπερβολές του εξτρεμισμού είναι υπεύθυνες για την ατμόσφαιρα, ακριβώς όπως οι σοσιαλιστές και το εργατικό κίνημα στο σύνολό τους φέρουν ευθύνη για το γεγονός ότι αυτές

οι υπερβολές οδήγησαν αυτά τα στρώματα των μικροαστών και των διανοουμένων, που δεν έχουν πραγματικό οικονομικό λόγο να φοβούνται και να μισούν το σοσιαλισμό, στην αγκαλιά των φασιστών.»χχνι
Ο Turati επανέλαβε αρκετά χρόνια αργότερα:
«Σαν μια συνέπεια των φιλομπολσεβίκικων υπερβολών που ήταν τόσο παιδαριώδεις και εξωπραγματικές, ο φόβος των αρχουσών τάξεων ότι θα χάσουν τα προνόμιά τους ορισμένες στιγμές ήταν πραγματικός και πολύ έντονος... Είναι εύλογο το συμπέρασμα ότι χωρίς αυτήν τη συμπεριφορά, η συνεργασία φασιστών - πλουτοκρατών δεν θα ήταν δυνατή.»χχν"
Και είναι θλιβερό το ότι ένας πρώην κομμουνιστής και μαρξιστής όπως ο Angelo Tasca οδηγήθηκε, στο βιβλίο του που γράφτηκε πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στο συμπέρασμα ότι είναι αδύνατον να πολεμήσεις ταυτόχρονα και τον κρατικό μηχανισμό και το φασισμό και είναι επομένως αναγκαίο να σχηματίσεις μια συμμαχία με τον πρώτο ενάντια στον δεύτερο.xxvili
Οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες πρόσφεραν μόνο μια εκχυδαϊσμένη και ευτελισμένη διασκευή ανάλογων θέσεων. Ο μεγαλύτερος θεωρητικός τους της δεκαετίας του 1920, ο Βέλγος αντιμαρξιστής Hendrik De Man, προσπάθησε να σταθμίσει την ψυχολογία της μικροαστικής τάξης σε σχέση με το φασισμό και κατέληξε στο συμπέρασμα ακόμη και μετά τη γερμανική καταστροφή, ότι δεν θα έπρεπε κάποιος να «πανικοβάλλει» τους μικροαστούς. Ως συνέπεια, επέτρεψε να εξανεμισθεί ξαφνικά το 1935 ένα μεγάλο κύμα ενθουσιασμού και θέλησης των εργατών να παλέψουν για μια γενική απεργία και με τον τρόπο αυτό δημιούργησε όλες τις συνθήκες για μια τεράστια αύξηση του φασιστικού κινήματος μετά το χρόνο αυτόν. Μόνο ο Leon Blum υπήρξε αρκετά έξυπνος ώστε να διακηρύξει μετά την κατάληψη της εξουσίας από το Χίτλερ ότι η νίκη των Ναζί ήταν η τιμωρία των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών που κατέπνιξαν την προλεταριακή επανάσταση μετά την κατάρρευση της γερμανικής αυτοκρατορίας και με αυτό το τρόπο εξαπέλυσαν και δυνάμωσαν όλα εκείνα τα στοιχεία - από το στρατό μέχρι τα Freikorps - που τώρα με τόσο επαίσχυντο τρόπο τους παραμέρισαν. xxix Ωστόσο αυτός ο ίδιος ο Leon Blum, όταν ήλθε αντιμέτωπος με μια μεγάλη μαζική απεργία μερικά χρόνια αργότερα, δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να επαναλάβει την κατασταλτική πολιτική των Ebert και Scheidemann, που οδήγησε στην κατάρρευση της Τρίτης Δημοκρατίας και στην κατάληψη της εξουσίας από τον ξεμωραμένο βοναπαρτισμό του Βισύ.
Η θεωρία για το φασισμό, της μετά-Λένιν Κομμουνιστικής Διεθνούς, μπορεί να θεωρηθεί ελάχιστα καλύτερη από αυτήν των σοσιαλδημοκρατών. Οπωσδήποτε υπάρχουν ξεκινήματα προσπαθειών για μια καλύτερη κατανόηση του απειλητικού κινδύνου που επικρέμονταν πάνω από το διεθνές εργατικό κίνημα. Στοιχεία της μαρξιστικής θεωρίας για το φασισμό βρίσκονται στην Κλάρα Ζέτκιν, στο Ράντεκ, στον Ignazio Silone και μερικές φορές ακόμη και στον Ζινόβιεφ. Όμως πολύ γρήγορα η θεωρητική εργασία της Κομιντέρν επρόκειτο να κυριαρχηθεί από την φραξιονιστική πάλη του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο στόχος δεν ήταν πλέον να κατακτήσει μια επιστημονική κατανόηση της αντικειμενικής διαδικασίας αλλά να παραδώσει την ηγεσία του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD) σε μια φράξια αφοσιωμένη στον Στάλιν και πάνω απ' όλα υπάκουη σ' αυτόν. Όλες οι απαιτήσεις για μαρξιστική ανάλυση και επαναστατική ταξική πάλη στη Γερμανία είχαν υποταχθεί στο σκοπό αυτό.
Το αποτέλεσμα είναι καλά γνωστό: η θεωρία του φασισμού σαν μια άμεση έκφραση των συμφερόντων των «πιο επιθετικών τμημάτων του μονοπωλιακού καπιταλισμού», που αγνοεί τελείως τον ανεξάρτητο, μαζικό χαρακτήρα του φασιστικού κινήματος. Από την αντίληψη αυτή εκπορεύεται η θεωρία του φασισμού σαν «δίδυμου αδελφού» της σοσιαλδημοκρατίας στην υπηρεσία του μονοπωλιακού κεφαλαίου και η θεωρία του «σταδιακού εκφασισμού» των δυτικών δημοκρατιών που κρύβει από τους εργάτες τον καταστροφικό χαρακτήρα της φασιστικής κατάληψης της εξουσίας και τους συγκρατεί από το να παλέψουν ενάντια στον φασιστικό κίνδυνο που επικρέμεται. Το όλο κατασκεύασμα έχει κορωνίδα τη θεωρία του «σοσιαλφασισμού» που οδήγησε, στην πιο ακραία μορφή του, στο ότι ήταν αναγκαίο να ηττηθεί η σοσιαλδημοκρατία πριν να γίνει δυνατή η ήττα του φασισμού.xxx Τέλος έρχεται το

τυπικά σοσιαλδημοκρατικό και ντεφετιστικό συμπλήρωμα: «Ο Χίτλερ γρήγορα θα αυτο- καταρρεύσει από κακοδιοίκηση» - μεταξύ των άλλων και εξαιτίας της ανικανότητάς του να επιλύσει την οικονομική κρίση - και «μετά το Χίτλερ θα έλθει η σειρά μας». Στην πράξη, αυτά τα αναλυτικά στοιχεία εμπεριέχουν την αποδοχή του αναπότρεπτου της κατάληψης της εξουσίας από το Χίτλερ και τη δραματική υποτίμηση των συνεπειών αυτής της κατάληψης της εξουσίας με τη συντριβή του εργατικού κινήματος. Η όλη ανάλυση μπορεί μόνο να προκαλέσει παράλυση και σύγχυση στην αντίσταση απέναντι στη ναζιστική επέλαση. Πέρασαν είκοσι πέντε χρόνια με ένοχη τη συνείδηση πριν το «επίσημο» κομμουνιστικό κίνημα μπορέσει να αναλάβει σοβαρά μια κριτική συζήτηση της λαθεμένης θεωρίας του Στάλιν για το φασισμό. Στην πράξη το σπάσιμο με αυτήν τη θεωρία έγινε οπωσδήποτε πολύ νωρίς - πριν να είναι τόσο αργά. Η στροφή προς την πολιτική των Λαϊκών Μετώπων το 1935 συνεπαγόταν μια ολοκληρωτική αναθεώρηση της θεωρίας του σοσιαλφασισμού και ένα άλμα σε ένα παράλληλο δεξιό λάθος μετά από αυτό το αριστερίστικο που είχε τόσο καταστροφικές συνέπειες.xxxl Αλλά επειδή τα γραπτά και οι διακηρύξεις του Στάλιν ήταν ιερά μέχρι το 1956, μια προσεκτική αναθεώρηση της θεωρίας του σοσιαλφασισμού άρχισε μόνο μετά το ξεκίνημα της αποκαλούμενης αποσταλινοποίησης.ΧΧΧΙ1 Ο ηγέτης του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος Τολιάτι είπε ανοιχτά αυτό που τα περισσότερα κομμουνιστικά στελέχη σκέφτονταν σιωπηλά και η επίσημη «Ιστορία του γερμανικού εργατικού κινήματος», που δημοσιεύθηκε στην Ανατολική Γερμανία, υποβάλλει τη θεωρία και την πρακτική του KPD της περιόδου 1930 έως 1933 σε μια προσεκτική και εξονυχιστική κριτική χωρίς οπωσδήποτε να αποφεύγει νέα λάθη στον προσδιορισμό της ουσίας και της λειτουργίας του φασισμού.ΧΧΧΙ11
Οι θεωρίες του «σταδιακού εκφασισμού» δεν περιλαμβάνουν μόνο λανθασμένες εκτιμήσεις για την πολιτική συγκυρία και λάθη τακτικής στη μέθοδο διεξαγωγής της πάλης ενάντια στην επέλαση του φασισμού αλλά επίσης αγνοούν τον αποφασιστικό χαρακτηριστικό του φασισμού που ο Τρότσκι αναγνώρισε τόσο σωστά και που η ιστορία επιβεβαίωσε τόσο τραγικά.
Ο φασισμός δεν είναι απλώς ένα νέο στάδιο στη διαδικασία, με την οποία η εκτελεστική εξουσία της αστικής τάξης γίνεται ισχυρότερη και περισσότερο ανεξάρτητη. Δεν είναι απλώς η «ανοιχτή δικτατορία του μονοπωλιακού κεφαλαίου». Είναι μια ειδική μορφή της «ισχυρής εκτελεστικής εξουσίας» και της «ανοιχτής δικτατορίας» που χαρακτηρίζεται από την ολοκληρωτική καταστροφή όλων των εργατικών οργανώσεων - ακόμη και των μετριοπαθών και ασφαλώς και των σοσιαλδημοκρατικών. Είναι η προσπάθεια να αποτραπεί βίαια κάθε μορφή της οργανωμένης εργατικής αυτοάμυνας με την ολοκληρωτική ατομικοποίηση των εργατών. Η θέση ότι, επειδή η σοσιαλδημοκρατία στρώνει το δρόμο για το φασισμό, ο φασισμός και η σοσιαλδημοκρατία είναι σύμμαχοι και ότι δεν πρέπει κάποιος να ενωθεί με το δεύτερο ενάντια στο πρώτο, είναι επομένως εντελώς λανθασμένη.
Το ζητούμενο είναι ακριβώς το αντίθετο. Η σοσιαλδημοκρατία στην πραγματικότητα προετοιμάζει την κατάληψη της εξουσίας από το φασισμό υπονομεύοντας την ταξική πάλη των εργατών με την πολιτική της ταξικής συνεργασίας και με το να ταυτίζεται με τη χρεοκοπημένη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Όμως η φασιστική κατάληψη της εξουσίας παρ' όλα αυτά σημαίνει επίσης την πτώση της σοσιαλδημοκρατίας. Οι μάζες των σοσιαλδημοκρατών και όχι μόνο κάποιοι από τους ηγέτες τους αποκτούν όλο και μεγαλύτερη επίγνωση γι' αυτό, καθώς η στιγμή της καταστροφής πλησιάζει και ρίχνει προκαταβολικά τη σκιά της με πολυάριθμα αιματηρά επεισόδια. Και αυτή η συνείδηση, που εκφράζει όλες τις αντιφάσεις της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής, μπορεί, εάν ακολουθηθεί μια σωστή πολιτική ενιαίου μετώπου, να είναι το σημείο εκκίνησης μιας πραγματικής ενότητας στη δράση και μια πραγματική ξαφνική μετατόπιση του κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού των δυνάμεων, η οποία μπορεί να οδηγήσει όχι μόνο στη νίκη ενάντια στο φασισμό αλλά επίσης στη νίκη ενάντια στον καπιταλισμό και επιπρόσθετα σε νίκη ενάντια στις σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές της ταξικής συνεργασίας και της ταξικής συμφιλίωσης.
Η ίδια η αποτυχία να αναγνωρίσουν τον ειδικό χαρακτήρα του φασισμού συναντάται και σε μια ομάδα θεωρητικών προσπαθειών από συγγραφείς που θα μπορούσαν να ταξινομηθούν ότι στέκονται μεταξύ του μαρξισμού και του χυδαίου σοσιαλρεφορμισμού. Έτσι ο ΜβΧ

Horkheimer είδε στο φασισμό «την πιο σύγχρονη μορφή της κοινωνίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού». Ο Paul Sering (Richard Loewenthal) έχει μια παρόμοια αντίληψη με έμφαση στο ότι ο εθνικοσοσιαλισμός είναι «σχεδιασμένος ιμπεριαλισμός». xxxiv Προφανώς και οι δύο αυτές απόψεις ξεκινούν από τη θέση της σύγκλισης ανάμεσα στην πολιτική συγκεντροποίησης της εξουσίας του αστικού κράτους και της «ύψιστης μορφής της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου», την οποία έβλεπε στο χρηματιστικό κεφάλαιο. Οπωσδήποτε λαμπρή και ιστορικά ορθή - παρά τις κάποιες υπεραπλουστεύσεις - μπορούσε να είναι η πρόβλεψη του Hilferding που διατυπώθηκε στα 1907, γίνεται ανεπαρκής όμως για τα χρόνια αμέσως πριν και μετά την κατάληψη της εξουσίας από το Χίτλερ. Δεν μπορεί κάποιος να κατανοήσει το φασισμό εάν αποστασιοποιηθεί από δύο αποφασιστικά στοιχεία της ανάλυσης: το γεγονός ότι η ύψιστη μορφή συγκεντροποίησης του αστικού κράτους μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την πολιτική παραίτηση της αστικής τάξης"0" και το γεγονός ότι αυτό που αναμοχλεύεται δεν είναι «η πιο σύγχρονη μορφή του μονοπωλιακού καπιταλισμού» αλλά αντίθετα η οξύτερη μορφή της κρίσης αυτής τηςκοινωνίας. xxxvi
Ο Ignazio Silone στο βιβλίο του "Fascism - its Origins and its Development", προσπαθεί, όχι χωρίς επιτυχία, να παρουσιάσει το φασισμό σαν το αποτέλεσμα της βαθειάς δομικής κρίσης της ιταλικής αστικής τάξης και της ταυτόχρονης ανικανότητας του ιταλικού εργατικού κινήματος να επιλύσει αυτή τη κρίση μέσα από έναν κοινωνικό μετασχηματισμό. xxxvii Αναγνωρίζει σωστά τη διάκριση ανάμεσα στο φασισμό και μια «κλασική» στρατιωτική δικτατορία ή βοναπαρτισμό.xxxviii Όμως ο ορισμός του για την «πολιτική ανωριμότητα» του εργατικού κινήματος σταματάει λίγο μετά την αρχή της διατύπωσης του προβλήματος. Ποιος παράγοντας εμπόδισε το εργατικό κίνημα από το να σταθεί μπροστά ως ο αντιπρόσωπος όλων των εκμεταλλευομένων στρωμάτων του έθνους, από το να κερδίσει για λογαριασμό του ή να εξουδετερώσει πλατειά στρώματα της μικροαστικής τάξης και από το να βάλει την πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας στην ημερήσια διάταξη; Δεν είναι τυχαίο ότι η έννοια της «σοσιαλιστικής επανάστασης» σπάνια εμφανίζεται στο βιβλίο του Silone και δεν είναι τυχαίο ότι δείχνει λίγη κατανόηση στο γεγονός ότι για να έλθουν σε πέρας τα σύνθετα καθήκοντα που ο ίδιος περιέγραψε, είναι απαραίτητο ένα στρατηγικό σχέδιο τέτοιο που μόνο ένα επαναστατικό κόμμα που θα δημιουργηθεί γι' αυτόν το σκοπό μπορεί να επεξεργαστεί και να φέρει σε πέρας. Όσο και αν είναι σωστή η κριτική για τους Ιταλούς ρεφορμιστές και μαξιμαλιστές και για την υπεραριστερή ανωριμότητα και τις φαταλιστικές τάσεις στη νεολαία του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, δεν προτείνει καμιά εναλλακτική λύση και αφήνει την εντύπωση ότι αυτή η «πολιτική ωριμότητα» και η ικανότητα της πολιτικής ηγεσίας είναι είτε βιολογική τύχη («στη Ρωσία υπήρχε Λένιν») είτε ένα είδος μυστικιστικού πεπρωμένου. Είναι φανερό ότι ο Silone δεν θα μπορούσε να παραμείνει για μεγάλο διάστημα σε αυτή την τυπικά μεταβατική κατάσταση. Γρήγορα στράφηκε στο ρεφορμισμό.
Μετά τον Τρότσκι οι δύο περισσότερο σημαντικές συμβολές στη θεωρία του φασισμού από τη μαρξιστική σκοπιά κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και του 1930 ήταν αυτές του August Thalheimer και του Otto Bauer.xxxix Η ανάλυση του Thalheimer είναι πλησιέστερη στου Τρότσκι. Όμως επειδή προσκολλάται πολύ επίμονα στην ανάλυση του Μαρξ για το βοναπαρτισμό του δέκατου ένατου αιώνα και επειδή έδινε υπερβολική έμφαση στο «σταδιακό εκφασισμό», ο Thalheimer υποτίμησε την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στο βοναπαρτισμό και στον φασισμό (στον πρώτο: αυξανόμενη ανεξαρτησία της κρατικής μηχανής με «παραδοσιακή» καταστολή του επαναστατικού κινήματος, στο δεύτερο: αυξανόμενη ανεξαρτησία της κρατικής μηχανής με συντριβή όλων των εργατικών οργανώσεων και προσπάθεια να ατομικοποιήσουν ολοκληρωτικά τους εργάτες δια μέσου ενός μικροαστικού κινήματος). Ακόμη περισσότερο η ανάλυση του Thalheimer υποβιβάζει το πρόβλημα του φασισμού σε κοινωνικό-πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων (η εργατική τάξη δεν είναι ακόμη έτοιμη να ασκήσει πολιτική εξουσία, ενώ η μεγαλοαστική τάξη δεν είναι πλέον ικανή γι' αυτό), χωρίς να φωτίζει τη σύνδεση ανάμεσα στην ανάπτυξη αυτού του συσχετισμού των δυνάμεων και στη δομική κρίση του ύστερου καπιταλισμού.xl
Η θεωρία του Τρότσκι για το φασισμό επανενώνει τα αντιφατικά στοιχεία σε μια διαλεκτική ενότητα. Από τη μια πλευρά αναδεικνύει τις κινητήριες δυνάμεις, οι οποίες μέσα στις συνθήκες της δομικής κρίσης του καπιταλισμού κάνουν δυνατή την κατάκτηση και άσκηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη. Αποφεύγει την ειδικά φαταλιστική σύγχυση ανάμεσα στην αντικειμενική ιστορική ανωριμότητα της γαλλικής εργατικής τάξης την περίοδο μεταξύ 1848 με 1850 και στην κυρίως υποκειμενική ανωριμότητα της γερμανικής εργατικής τάξης την περίοδο μεταξύ 1918 και 1933 που ήταν σε άμεση αντίφαση με τις αντικειμενικές δυνατότητες.
Από την άλλη πλευρά η θεωρία του Τρότσκι για το φασισμό εστιάζει στον λειτουργικό χαρακτήρα της «αυξανόμενης ανεξαρτησίας» της κρατικής μηχανής κάτω από τον φασισμό, που είναι ακριβώς το να μεταβάλλει δραστικά προς όφελος της μεγαλοαστικής τάξης τις συνθήκες της παραγωγής και της πραγμάτωσης της υπεραξίας εξαλείφοντας όλη την οργανωμένη ταξική αντίσταση από τη μεριά του προλεταριάτου. Με τον τρόπο αυτόν επιλύει προσωρινά τη δομική κρίση μέχρι την επόμενη έκρηξη.
Η θεωρία του Otto Bauer βλέπει στο φασισμό μια ενότητα τριών στοιχείων: την κοινωνική περιθωριοποίηση τμημάτων της μικροαστικής τάξης ως μια συνέπεια του πολέμου, τη χρεωκοπία από την οικονομική κρίση άλλων τμημάτων τα οποία οδηγεί στη ρήξη τους με την αστική δημοκρατία, και το ενδιαφέρον των μεγάλων επιχειρήσεων να αυξήσουν το ποσοστό εκμετάλλευσης της εργασίας που αναγκαστικά απαιτεί το χτύπημα της αντίστασης της εργατικής τάξης και των αντίστοιχων οργανώσεων.xli Αυτός αναγνωρίζει σωστά:
«ότι ο φασισμός δεν νίκησε τη στιγμή που η αστική τάξη απειλούταν από προλεταριακή επανάσταση. Νίκησε όταν το προλεταριάτο είχε πολύ καιρό πριν εξασθενίσει και σπρωχθεί σε άμυνα, όταν το επαναστατικό κύμα είχε ήδη υποχωρήσει. Η τάξη των καπιταλιστών και των μεγάλων γαιοκτημόνων δεν πρόσφεραν την κρατική εξουσία στις φασιστικές ομάδες για να προστατευθούν από την απειλή της προλεταριακής επανάστασης, αλλά για να συμπιέσουν τους μισθούς, να κατεδαφίσουν τις κοινωνικές κατακτήσεις της εργατικής τάξης, να συντρίψουν τα συνδικάτα και τις θέσεις της πολιτικής εξουσίας που κρατούσε η εργατική τάξη. Όχι για να καταστείλουν έναν επαναστατικό σοσιαλισμό αλλά για να εξαλείψουν τις κατακτήσεις του ρεφορμιστικού σοσιαλισμού.»χ|"
Οπωσδήποτε αν και είναι ανώτερη αυτή η ανάλυση από τη χυδαία των ρεφορμιστών που πιθηκίζουν την ίδια τη θέση των φασιστών ότι ο φασισμός αντιπροσωπεύει μια απάντηση στον «κίνδυνο του μπολσεβικισμού», υποφέρει τουλάχιστον από μια φαταλιστική υποτίμηση της βαθειάς δομικής κρίσης που συντάρασσε τον καπιταλισμό στην Ιταλία από το 1918 μέχρι το 1927 και στη Γερμανία από το 1929 μέχρι το 1933. Η κρίση αυτή όχι μόνο δεν ισχυροποίησε αλλά αδυνάτισε την κοινωνική ιεραρχία και έτσι μάλλον αυξήθηκαν παρά μειώθηκαν οι αντικειμενικές δυνατότητες για μια στρατηγική προσανατολισμένη στην κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη.
Ο Bauer όπως και ο Thalheimer, είδε τη νίκη του φασισμού σαν το λογικό αποτέλεσμα της αντεπανάστασης που είχε σταδιακά επεκταθεί μετά από την ήττα των πρωτοβουλιών της προλεταριακής επανάστασης των ετών 1918 με 1923. Δεν αντιλαμβάνεται ότι αυτά τα δεκαπέντε χρόνια από το 1919 μέχρι το 1933 σημαδεύτηκαν από περιοδικές άμπωτες και παλίρροιες των επαναστατικών δυνατοτήτων και καθόλου από μια γραμμική παρακμή. Ο μηχανικός διαχωρισμός της «άμυνας» από την «επίθεση» χρησιμοποιείται μόνο για να συσκοτίσει την αμοιβαία σχέση τους.
Η ανεπαρκής ανάλυση οδηγεί με τη σειρά της σε σοβαρά λάθη τακτικής. Πιστεύοντας ότι οι εργατικές οργανώσεις βρίσκονται σε μια «αμυντική φάση», ο «επαναστάτης σοσιαλιστής» Otto Bauer νόμιζε ότι το μόνο δυνατό ήταν να παραμένουν σε ετοιμότητα μέχρις ότου να τους επιτεθεί η κληρικο-φασιστική αντίδραση. Τότε - αλλά μόνο τότε - θα έπρεπε να υπερασπίσουν τον εαυτό τους με κάθε δυνατό μέσον, συμπεριλαμβανομένων και των όπλων. Αυτό οδήγησε στην ηρωϊκή μάχη του Schutzbund (Αμυντική Λίγκα) στη Βιέννη το Φεβρουάριο του 1934, που οπωσδήποτε υψώνεται πολύ πάνω από τη χωρίς μάχη παράδοση του S.P.D. (Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμα) και του K.P.D. στο καθεστώς των Ναζί, αλλά που ήταν εξίσου βέβαιο πως θα οδηγούσε σε ήττα. Γιατί μόνο εάν το εργατικό κίνημα αναγνωρίσει το πλήρες βάθος της δομικής κρίσης και διακηρύξει ανοικτά ότι προτίθεται να επιλύσει αυτήν τη κρίση με τις δικές του αποκλειστικά μεθόδους και επομένως καθορίσει την πάλη για τη κατάκτηση της εξουσίας σαν έναν άμεσο στόχο, μπορεί να πετύχει να κερδίσει στο πλευρό του τα μεσοστρώματα και άλλα αμφιταλαντευόμενα τμήματα του πληθυσμού που δεν ενδιαφέρονται πλέον για το status quo, συμπεριλαμβανομένης της απλής «άμυνας» των εργατικών οργανώσεων.
Ένας τόσο διεισδυτικός ιστορικός όπως ο Arthur Rosenberg τελείωσε την ιστορία του για την δημοκρατία της Βαϊμάρης με το έτος 1930. Έγραφε:
«Στα 1930 η αστική δημοκρατία στη Γερμανία έπεσε επειδή η τύχη της αφέθηκε στα χέρια της αστικής τάξης και γιατί η εργατική τάξη δεν ήταν αρκετά ισχυρή για να σώσει τη δημοκρατία»^".
Διαφεύγει από τη φαταλιστική ιστοριογραφία του Rosenberg ότι έμεναν ακόμη σχεδόν τρία χρόνια στα οποία η εργατική τάξη, εάν η ηγεσία της δεν είχε αποτύχει, αναγκαστικά θα είχε σώσει όχι ασφαλώς την αστική δημοκρατία αλλά όλα εκείνα τα δημοκρατικά στοιχεία που άξιζαν να διατηρηθούν, διασώζοντάς τα από την αστική δημοκρατία για το σοσιαλισμό.

 

5. Συγκρίναμε τη θεωρία του Τρότσκι για το φασισμό με άλλες προσπάθειες να ερμηνευθεί το φαινόμενο του φασισμού και αναγνωρίσαμε την ξεκάθαρη ανωτερότητά του. Αυτή η ανωτερότητα προκύπτει κατά ένα μέρος από την ικανότητά της να ενσωματώνει μια πολλαπλότητα επιμέρους απόψεων μέσα σε μια διαλεκτική ενότητα. Σήμερα έχουμε τη δυνατότητα να προσφύγουμε σε ένα σημαντικό όγκο εμπειρικού υλικού που ήταν άγνωστος στον Τρότσκι και στους άλλους μαρξιστές συγγραφείς την περίοδο αμέσως πριν και αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους ναζί. Τι έχουν να πουν αυτές οι πληροφορίες για μερικά από τα κρίσιμα, αμφισβητούμενα σημεία αυτής της θεωρίας;
Η πιο ξεκάθαρη μαρτυρία που προσφέρουν αφορά την οικονομική και τη γενικότερη πολιτική λειτουργία της φασιστικής δικτατορίας. Καταστρέφοντας το οργανωμένο εργατικό κίνημα, ο Χίτλερ κατάφερε να πετύχει ένα πάγωμα των μισθών που ήταν κάτι που πλησίαζε στο θαύμα από την πλευρά των εργοδοτών. Τα ωρομίσθια σταθεροποιήθηκαν στο επίπεδο της οικονομικής κρίσης. Η εξαφάνιση της μαζικής ανεργίας δεν οδήγησε σε καμιά σημαντική αύξηση της τιμής του ημερομισθίου. Το να πληρώνει, όταν δεν υπάρχουν άνεργοι, τους ίδιους μισθούς με εκείνους που παρείχε όταν υπήρχαν πέντε εκατομμύρια - το κεφάλαιο δεν είχε ποτέ καταφέρει σε ολόκληρη την ιστορία του να επιτύχει ένα τέτοιο πράγμα. Για τους ειδικευμένους εργάτες το μέσο ωρομίσθιο βυθίσθηκε από 95,5 πφένιγκ το 1928, στα 70,5 πφένιγκ το 1933, και μετά ανέβηκε στα 78,3 πφένιγκ το 1936, στα 79,0 πφένιγκ το 1940 και στα 80,8 πφένιγκ τον Οκτώβριο του 1942.xllv Τα νούμερα αυτά προκύπτουν από τις τιμές των μέσων ημερομισθίων σε δεκαεφτά βιομηχανικούς κλάδους. Κάποιες άλλες πηγές δίνουν ελαφρώς μεγαλύτερα νούμερα για τις τιμές των μέσων ημερομισθίων των ειδικευμένων εργατών στην οικονομία του γερμανικού Ράιχ συνολικά. Σύμφωνα με αυτά, οι τιμές των ημερομισθίων έπεσαν ανάμεσα στον Ιανουάριο του 1933 και του 1937 από 79,2 πφένιγκ στα 78,5 πφένιγκ, και μετά ανέβηκαν αργά στα 79,2 τον Οκτώβριο το 1939, στα 80 πφένιγκ τον Δεκέμβριο του 1941 και στα 81 πφένιγκ τον Οκτώβριο του 1943.xlv Όμως και τα νούμερα αυτά επίσης επιβεβαιώνουν ότι οι τιμές των ημερομισθίων παρέμειναν πολύ πιο κάτω από τα προ της κρίσης επίπεδα - ένα πραγματικά «μεγαλειώδες» επίτευγμα από το καθεστώς των ναζί, εν μέσω μιας τρομερής έλλειψης προσφοράς εργασίας. Ανακεφαλαιώνουμε: Ο Neumann εξακρίβωσε ότι η αναδιανομή του γερμανικού εθνικού προϊόντος μεταβλήθηκε απότομα προς όφελος του κεφαλαίου μεταξύ του 1932 και του 1938. Το μερίδιο του κεφαλαίου (τόκοι, βιομηχανικά και εμπορικά κέρδη, αδιανέμητα βιομηχανικά κέρδη) υψώθηκαν από 17,4 τοις εκατό του εθνικού προϊόντος το 1932 (και 21 τοις εκατό το 1929) στο 25,2 τοις εκατό το 1937 και στο 26,6 τοις εκατό το 1938. xlvl Μπροστά σε τέτοια στοιχεία, θα είναι πραγματικά ανώφελο ακόμη να συζητάμε για την ταξική φύση του φασιστικού κράτους.
Έχουμε τώρα επίσης πρόσβαση σε πληθώρα αποδεικτικών στοιχείων για τα αποτελέσματα του φασισμού στη συσσώρευση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου που επιβεβαιώνουν πλήρως τις μαρξιστικές θέσεις. Το συνολικό κεφάλαιο των γερμανικών εταιρειών ανέβηκε από 18,5 δισεκατομμύρια Reichsmark (RM) το 1938 (20,6 δισεκ. RM το 1933) σε περισσότερα από 29 δισεκ. RM στο τέλος του 1942. Οπωσδήποτε στη διάρκεια της ίδιας περιόδου ο αριθμός των εταιριών μειώθηκε από 5.518 σε 5.404 και είχε ήδη μειωθεί (από 10.437 το 1931 και 9.148 το 1933) σχεδόν στις μισές το 1938. Το μερίδιο σε αυτό το συνολικό κεφάλαιο των πολύ μεγάλων εταιριών (αυτών με κεφάλαιο μεγαλύτερο των 20 εκατομμυρίων RM) ανέβηκε από 52,4 τοις εκατό το 1933 σε 53,6 τοις εκατό το 1939 και 63,9 τοις εκατό το 1942.xlvil
Το κράτος επέκτεινε αυτήν τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου με διαφορετικούς τρόπους. Υποχρεωτικές δημιουργίες καρτέλ, συγχωνεύσεις κάτω από τη διεύθυνση της «Ηγεσίας της Αμυντικής Οικονομίας», οργάνωση των «εθνικών εταιριών» (Reichsvereinigungen) και των «τοπικών οικονομικών επιμελητηρίων» (Gauwirtschaftskammern), οδήγησαν στον υψηλότερο βαθμό συγχώνευσης ανάμεσα στο μονοπωλιακό κεφάλαιο και το φασιστικό κράτος. Η Εθνική Εταιρεία Σιδήρου και Χάλυβα (Reichsvereinigung Eisen und Stahl) διευθυνόταν από το βιομήχανο του Saar, Dr. Hermann Roechling. Η Εθνική Εταιρεία Συνθετικών Ινών βρισκόταν κάτω από τη διεύθυνση του Dr. H. Vits της Εταιρίας Συνθετικού Μεταξιού. Το ίδιο ίσχυε για τις «εθνικές ομάδες» (Reichsgruppen) και τις «κύριες επιτροπές» (Hauptausschusse). Οκτώ από αυτές τις δεκαπέντε επιτροπές διευθύνονταν άμεσα από αντιπροσώπους μεγάλων εταιριών [Mannesman, August Tyssen Hutte (Χυτήρια August Tyssen), Deutsche Waffen und Munitionsfabriken (Γερμανικά Εργοστάσια Όπλων και Πυρομαχικών), Henschel-Flugzeugwerke (Κατασκευές Αεροπλάνων Henschel), Κοινοπραξία Αυτοκινήτων, Siemens, Weiss και Freytag, Hommelwerkexlviii
Απέναντι σε αυτήν την αναμφισβήτητη εξέλιξη που έρχεται σε αντίφαση όχι μόνο με το δημαγωγικό πρόγραμμα των ναζί αλλά επίσης με το «ειδικότερο πολιτικό τους συμφέρον» - διατήρηση μιας βάσης από ένα πλατύ, μαζικό, μεσαίο στρώμα μικροαστών και μικρών επιχειρήσεων- είναι ακατανόητο πως ο Tim Mason μπόρεσε να φτάσει στο συμπέρασμα ότι τα μπλοκ της βιομηχανικής ισχύος «αποσυντέθηκαν» μετά το 1936, ότι η ισχύς της βιομηχανίας χάρη στην οικονομική πολιτική «θρυμματίστηκε», ότι διατηρήθηκαν μόνο τα πιο πρωτόγονα (!), βραχυπρόθεσμα συμφέροντα σε κάθε εταιρία και ότι «μεταξύ του 1936 και του 1939, τα συλλογικά συμφέροντα του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος σταδιακά διαλύθηκαν σε μια απλή συλλογή των ιδιαίτερων συμφερόντων των εταιριών»χ|ιχ.
Ο Mason υποστηρίζει την αφελή φορμαλιστική άποψη ότι «τα συλλογικά συμφέροντα του καπιταλιστικού συστήματος» αντιπροσωπεύονται κυρίως μέσα από τις ενώσεις των εργοδοτών. Όμως στην πραγματικότητα, όπως έχει γίνει ευρέως αποδεκτό, την εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού και ειδικότερα του ύστερου καπιταλισμού, αυτές οι ενώσεις γενικά προσπαθούν απλώς να συμφιλιώσουν τα συμφέροντα της μάζας των μικρών και μεσαίων παραγωγών με αυτά των μεγάλων εταιριών ή να υπερασπίσουν με οποιοδήποτε μέσο τους πρώτους απέναντι στις τελευταίες. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός πάντοτε συνεπάγεται την ταύτιση του συστήματος με τα ιδιαίτερα συμφέροντα μερικών δεκάδων μεγάλων εταιριών και όχι τη «διάλυση» του συστήματος μέσα σε μια «απλή συλλογή των ιδιαιτέρων συμφερόντων των εταιριών». Και αυτό ακριβώς συνέβη στη φασιστική Γερμανία σε μια έκταση που όμοιά της δεν υπήρξε ούτε πριν ούτε μετά.
Ο καθορισμός των τιμών και των περιθωρίων κέρδους στη βιομηχανία πυρομαχικών και η σχέση ανάμεσα στον ιδιωτικό και στον κρατικό τομέα της οικονομίας προσφέρουν έναν εξαιρετικό δείκτη του πραγματικού συσχετισμού των δυνάμεων ανάμεσα στους μονοπωλιακούς καπιταλιστές και τις γραφειοκρατίες του κόμματος και του κράτους. Η βασική τάση δεν ήταν προς την εθνικοποίηση αλλά προς την επανιδιωτικοποίηση,1 όχι προς την πρωταρχικότητα κάποιας «πολιτικής ηγεσίας» αλλά προς την πρωταρχικότητα των κερδών από την υπεραξία των μεγάλων συμβάσεων.|ι
Στη μέση του πολέμου, όταν κάποιος θα περίμενε ότι οι φανατικοί οπαδοί του «ολοκληρωτικού πολέμου» θα συμπεριφέρονταν με ακραία σκληρότητα προς κάθε ένα ξεχωριστά και σε όλα συνολικά τα ιδιωτικά συμφέροντα, συνέβησαν δύο γεγονότα σχετιζόμενα με τις εταιρίες Flick που διαφωτίζουν με μεγάλη σαφήνεια τις κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής. Στις 4 Μαΐου 1940, μια από αυτές τις εταιρείες διαπραγματεύτηκε ένα συμβόλαιο με κρατικούς αξιωματούχους για την παραγωγή βλημάτων μπαζούκας. Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι υπολόγισαν ότι με την πρόβλεψη για ένα λογικό κέρδος, η Flick έπρεπε να παίρνει 24 RM για κάθε βλήμα. Αλλά η εταιρία ζητούσε 39,25 RM ανά βλήμα. Η συμφωνία τελικά κατέληξε σε 37 RM, δηλαδή ένα επιπλέον κέρδος 13 RM ανά βλήμα που σημαίνει περισσότερο από 35% ή πιο πολύ από ένα εκατομμύριο μάρκα επιπλέον κέρδος για όλα τα βλήματα, που κατασκευάσθηκαν μέχρι το τέλος του 1943. Παρά το γεγονός της δικτατορίας των ναζί, τελικά η διαφορά μεταξύ του Πρώτου και του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου δεν ήταν τόσο μεγάλη. Και στις δύο περιπτώσεις οι ιδιώτες πίστευαν ότι πέθαιναν για την πατρίδα. Και στις δύο περιπτώσεις πέθαιναν για τα επιπλέον κέρδη των αφεντικών της βιομηχανίας.
Το δεύτερο παράδειγμα είναι ακόμη πιο «χαριτωμένο». Ο στρατός ίδρυσε έναν αριθμό δικών του επιχειρήσεων - με κεφάλαια που αντλήθηκαν φυσικά από τα δημόσια ταμεία. Αυτές οι επιχειρήσεις συνήθως νοικιάζονταν σε ιδιωτικές εταιρίες με αντάλλαγμα ένα 30 με 35 τοις εκατό κρατική συμμετοχή στα κέρδη. Το 1943 η εταιρεία Flick επέμενε να αναλάβει την Maschinenfabrik Donauworth GmbH (Εταιρία Εργαλειομηχανών Donauworth). Στις 31 Μαρτίου η τιμή της περιουσίας της Donauworth στην αγορά ανέρχονταν σε 9,8 εκατομμύρια RM, αλλά η ονομαστική της αξία μόνο σε 3,6 εκατομμύρια RM. Η Flick απέκτησε την επιχείρηση - που ήταν εξοπλισμένη με τον πιο σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό - στην ονομαστική τιμή. Ο Klaus Drobisch εκτιμά τα κέρδη της στην περίπτωση αυτή σε περισσότερο από 8 εκατομμύρια RM.111

Εδώ, όταν κάποιος ξεφλουδίσει το πολιτικό κέλυφος, ανακαλύπτει τον πραγματικό πυρήνα της ταξικής εξουσίας. Εάν το κράτος των ναζί είχε εθνικοποιήσει συστηματικά όλες τις επιχειρήσεις εξοπλισμών, εάν είχε μειώσει δραστικά τα περιθώρια κέρδους σε 5 με 6%, εάν για παράδειγμα είχε επιμείνει τουλάχιστον οι μισοί από τους διευθυντές των εταιριών που παρήγαγαν εξοπλισμό για τις πολεμικές επιχειρήσεις να είναι αντιπρόσωποι του κράτους και των ενόπλων δυνάμεων - οπωσδήποτε αυτά τα αιτήματα εκπορεύονται από τις ανάγκες μιας πιο αποτελεσματικής διεξαγωγής του πολέμου - τότε κάποιο ζήτημα σχετικά με τον ταξικό χαρακτήρα αυτού του κράτους θα μπορούσε τουλάχιστον εν μέρει να δικαιολογηθεί. Όμως τα στοιχεία παρουσιάζουν απερίφραστα ακριβώς την αντίθετη εικόνα: απροκάλυπτη υποστήριξη όλων των συμφερόντων των μεγάλων εταιρειών. Και η ανηλεής υποταγή όλων των επί μέρους απαιτήσεων στη «συνολική» καθοδήγηση του πολέμου που διεξάγονταν για τα συμφέροντα αυτών των εταιριών σταματούσε από τη στιγμή που άγγιζε το άλφα και το ωμέγα: τη συσσώρευση κεφαλαίου των μεγάλων εταιριών.
Τα εμπειρικά στοιχεία επίσης μιλούν καθαρά σχετικά με τα ειδικά στάδια που οδηγούν από τη δυναμική εμφάνιση του κινήματος του Χίτλερ στις εκλογές του Ράιχσταγκ του 1930 μέχρι την κατάληψη της εξουσίας στις 30 Ιανουαρίου 1933. Γνωρίζουμε πως μερικοί, στην αρχή σχετικά περιορισμένοι, κύκλοι μεγάλων επιχειρηματιών άρχισαν τη μαζική οικονομική υποστήριξη των ναζί. Γνωρίζουμε ότι υπήρχαν δισταγμοί και διαφορές απόψεων ανάμεσα στους μεγάλους καπιταλιστές και τους μεγάλους κτηματίες σχετικά με τη στάση τους απέναντι στο Χίτλερ και απέναντι στο ναζιστικό του κόμμα (NSDAP). Γνωρίζουμε ότι αυτοί οι δισταγμοί εντάθηκαν -μεταξύ των άλλων- εξαιτίας του επικίνδυνου παιχνιδιού τού όλα ή τίποτε του υποψήφιου δικτάτορα, αλλά επίσης γνωρίζουμε πόσο αυτοί οι δισταγμοί μειώθηκαν εξαιτίας της παθητικότητας και της αμηχανίας του εργατικού κινήματος.
Γνωρίζουμε πως οι μεγάλες επιχειρήσεις άρχισαν να συνταυτίζουν το πρόγραμμά τους -που διατυπώθηκε το 1931 και ζητούσε ένα αυταρχικό κράτος, μια μαζική μείωση των μισθών και μια αναθεώρηση της Συνθήκης των Βερσαλλιών με κάθε τίμημα1"1 -με αυτό της αναρρίχησης του Χίτλερ στην εξουσία, αφού ο ηγέτης παραμέρισε την αριστερή πληβειακή του πτέρυγα και έδωσε στα αφεντικά της βιομηχανίας όλες τις απαραίτητες εγγυήσεις σχετικά με την υπεράσπιση της ατομικής ιδιοκτησίας και την εφαρμογή της «αρχής της ηγεσίας» στα εργοστάσια, όπως έκανε για παράδειγμα στην ομιλία του στις 27 Ιανουαρίου 1932 στον Βιομηχανικό Σύνδεσμο.
Γνωρίζουμε πως αυτή η προσέγγιση ανάμεσα στις μεγάλες επιχειρήσεις και το NSDAP προχώρησε μέσα από κρίσεις -μεταξύ των άλλων την παρένθεση της εκλογικής ήττας του NSDAP τον Νοέμβριο του 1932 και τη σοβαρή χρηματοδοτική στενότητα που ακολούθησε. Τέλος γνωρίζουμε πως η συνάντηση με το βαρόνο von Schroeder στην Κολωνία στις 4 Ιανουαρίου 1933, μετά το σκάνδαλο για τις επιδοτήσεις των μεγάλων γαιοκτημόνων της Ανατολικής Πρωσίας σφράγισε την τύχη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.'ιν Μια εξέταση της ανάλυσης του Τρότσκι για τα έτη από το 1930 μέχρι το 1933 δείχνει ότι η πληροφόρηση που είναι σήμερα διαθέσιμη επιβεβαιώνει τις λεπτομερείς εκτιμήσεις του για τα δραματικά αυτά γεγονότα από κάθε άποψη.
Απομένει ένα τελευταίο και όχι ασήμαντο ζήτημα. Ποιες ήταν οι πιθανότητες που μπορούσε να έχει η εργατική τάξη για να σταματήσει την άνοδο του ναζισμού με την ενιαία δράση; Και ποιες ήταν οι δυνατότητες της ίδιας της ενιαίας δράσης; Ενώ τα στοιχεία που αφορούν αυτά τα ζητήματα είναι φυσικά πιο αποσπασματικά από αυτά που σχετίζονται με τις οικονομικές σχέσεις ή με τις προθέσεις μιας μικρής ομάδας αφεντικών της βιομηχανίας, υπάρχει μια εντυπωσιακή αφθονία μαρτυριών που αποδεικνύει ότι τόσο ανάμεσα στους σοσιαλδημοκράτες όσο και στους κομμουνιστές εργάτες και στελέχη υπήρχε μια ισχυρή επιθυμία για κοινή δράση ενάντια στον Χίτλερ. Αποσπασματικές αναμνήσεις ξεπηδούν μέσα από τόμους απομνημονευμάτων: η Reichsbanner (η οργάνωση άμυνας του SPD) έστελνε επιστολές στην «ηγεσία» -ίσως ποτέ άλλοτε αυτή η λέξη δεν έχει χρησιμοποιηθεί με έναν τόσο αλλοτριωμένο και αποξενωμένο τρόπο - για να ζητήσουν μαχητικό αγώνα.
Εισέπραξαν την ανόητη απάντηση ότι το αίμα των εργατών δεν πρέπει να χυθεί (σαν να μην σήμαινε ότι με τη νίκη του Χίτλερ θα κυλούσαν ποτάμια από το αίμα των εργατών, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Τρότσκι). Τοπικές πρωτοβουλίες για να βρεθεί μια κοινή γραμμή πάλης ανάμεσα στους σοσιαλδημοκράτες και τους κομμουνιστές αυξάνονταν σε συχνότητα μέχρι τη τελευταία στιγμή, ενώ η ηγεσία κλονίζονταν από την κατάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ μέχρι τη πυρκαγιά του Reichstag και από την προβοκάτσια του «Εξουσιοδοτικού Νόμου» (την παραίτηση του Reichstag και την παράδοση της νομοθετικής εξουσίας στην κυβέρνηση του Χίτλερ) χωρίς ούτε το πιο στοιχειώδες στρατηγικό σχέδιο για την προστασία και την αυτοάμυνα του εργατικού κινήματος.lv Στοιχειωμένη και κορεσμένη από ένοχη συνείδηση, η λογοτεχνία, αν και γράφτηκε κάτω από την προμετωπίδα της αυτοδικαίωσης, διαβάζεται σαν ένα αμείλικτο κατηγορητήριο για την ηγεσία των SPD, KPD και ADGB (Allgemeiner Deutscher Gewerkschaftsbund -Γερμανική Γενική Ομοσπονδία Συνδικάτων) εκείνης της εποχής. Ποτέ πριν στη νεότερη ιστορία δεν είχαν πληρώσει τόσο ακριβά τόσοι πολλοί για τα λάθη τόσο λίγων.

 

6. Όμως η θεωρία του Τρότσκι για το φασισμό δεν είναι απλά ένα ανελέητο κατηγορητήριο για το παρελθόν. Βλέπει μέσα στο παρόν και στο μέλλον και είναι μια προειδοποίηση απέναντι σε νέα θεωρητικά λάθη και μια νουθεσία απέναντι σε νέους κινδύνους.
Ο ειδικός χαρακτήρας του φασισμού μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσα στο πλαίσιο του ιμπεριαλιστικού μονοπωλιακού καπιταλισμού. Είναι γελοίο να ονομάζεται κάθε ένα από τα απολυταρχικά κινήματα στις ημιαποικιακές χώρες «φασιστικό», απλώς επειδή ορκίζονται υποταγή σε έναν ηγέτη ή επειδή ντύνουν τους οπαδούς τους με στολές. Σε μια χώρα όπου το πιο σπουδαίο μέρος του κεφαλαίου βρίσκεται σε ξένα χέρια και η μοίρα του έθνους καθορίζεται από την κυριαρχία του ξένου ιμπεριαλισμού, δεν έχει νόημα να χαρακτηρίζεται ως φασιστικό ένα κίνημα της εθνικής αστικής τάξης όπου προσπαθεί η ίδια, για το δικό της συμφέρον, να απελευθερωθεί από αυτήν την κυριαρχία. Ένα τέτοιο κίνημα μπορεί να έχει μερικά κοινά χαρακτηριστικά με το φασισμό: ακραίο εθνικισμό, προσωπολατρεία του ηγέτη, μερικές φορές ακόμη και αντισημιτισμό. Όπως ο φασισμός, μπορεί κάποιος να βρει τη μαζική βάση του στην ταξικά περιθωριοποιημένη και εξαθλιωμένη μικροαστική τάξη. Όμως η αποφασιστική διαφορά με όρους κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής, ανάμεσα σε ένα τέτοιο κίνημα και στο φασισμό γίνεται αμέσως προφανής εάν κάποιος διερευνήσει τις θέσεις του κινήματος απέναντι στις δύο κρίσιμες τάξεις της σύγχρονης κοινωνίας: τους μεγάλους επιχειρηματίες και την εργατική τάξη.
Ο φασισμός σταθεροποιεί την εξουσία των πρώτων και τους προσφέρει τα μέγιστα οικονομικά κέρδη, ενώ ατομικοποιεί τους δεύτερους και συντρίβει τις οργανώσεις τους. Αντίθετα, τα εθνικιστικά κινήματα των εθνικών αστικών τάξεων στις ημιαποικιακές χώρες που συχνά λανθασμένα δυσφημούνται ως «φασιστικά» συνήθως καταφέρουν μερικά σοβαρά και μόνιμα χτυπήματα στις μεγάλες επιχειρήσεις, ειδικότερα του ξένου κεφαλαίου, ενώ δημιουργούν νέες οργανωτικές δυνατότητες για τους εργάτες. Το καλύτερο παράδειγμα για αυτό αποτελεί το περονιστικό κίνημα στην Αργεντινή, που όχι μόνο δεν ατομικοποίησε την εργατική τάξη, αλλά για πρώτη φορά έκανε δυνατή την γενική οργάνωση των εργοστασιακών εργατών σε συνδικάτα, τα οποία μέχρι σήμερα ασκούν σημαντική επιρροή στη χώρα.

Είναι αλήθεια ότι αυτή η ικανότητα της αποκαλούμενης εθνικής αστικής τάξης να ελίσσεται ανάμεσα στον ξένο ιμπεριαλισμό και στο εγχώριο μαζικό κίνημα είναι κοινωνικά και ιστορικά περιορισμένη και θα ταλαντεύεται διαρκώς μπρος και πίσω ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κύριους ρόλους. Είναι βέβαιο ότι τα ταξικά της συμφέροντα θα την οδηγήσουν τελικά σε μια συμμαχία με τον ιμπεριαλισμό από τον οποίο προσπαθεί να αποσπάσει, μέσα από τη πίεση που ασκεί το μαζικό κίνημα, ένα μεγαλύτερο μερίδιο της συνολικής υπεραξίας, ενώ μια πολύ ισχυρή εξέγερση του μαζικού κινήματος μπορεί να απειλήσει την ίδια τη θέση της στην ταξική εξουσία. Οπωσδήποτε μια τέτοια στροφή ενάντια στις μάζες μπορεί να πάρει τη μορφή μιας αιματηρής, φασιστικού τύπου καταστολής, όπως των Ινδονησίων στρατηγών μετά τον Οκτώβρη του 1965. Οπωσδήποτε, η βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο διαδικασίες - αυτής του φασισμού στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις και αυτής της χειρότερης φαύλης στρατιωτικής δικτατορίας στις ημιαποικιακές χώρες του τρίτου κόσμου - πρέπει να κατανοηθούν τόσο καθαρά ώστε να μην μπορεί να συμβεί καμιά σύγχυση των εννοιών.
Είναι επίσης σημαντικό να αποφύγουμε τη σύγχυση της όλο και σαφέστερης σύγχρονης τάσης προς το «ισχυρό κράτος» και μιας τάσης προς την «έρπουσα» ή ακόμη και «ανοιχτή φασιστοποίηση». Το σημείο εκκίνησης του φασισμού, όπως έχει τονισθεί ξανά και ξανά είναι η απεγνωσμένη και εξαθλιωμένη μικροαστική τάξη. Μετά από είκοσι χρόνια «ανοδικής ταλάντωσης του μακροχρόνιου κύκλου», δύσκολα κάποια ιμπεριαλιστική χώρα της Δύσης μπορεί να διαθέτει μια τέτοια απεγνωσμένη μικροαστική τάξη. Το πολύ, κάποια περιθωριακά στρώματα της αγροτιάς και της μεσαίας τάξης των πόλεων επηρεάστηκαν από την τάση προς την εξαθλίωση. Αλλά ακόμη και αυτά τα στρώματα, κανένα από τα οποία δεν έχει κάποιο σοβαρό βάρος μέσα στον συνολικό πληθυσμό, έχουν μέχρι τώρα τη δυνατότητα να βρουν νέες εργασίες σχετικά εύκολα στο εμπόριο, τις υπηρεσίες και τη βιομηχανία. Εξελίσσεται μια διαδικασία αντίθετη με αυτή των ετών 1918 με 1933. Την εποχή εκείνη τα μεσοστρώματα εξαθλιώνονταν χωρίς να προλεταριοποιούνται. Σήμερα προλεταριοποιούνται χωρίς να εξαθλιώνονται.
Κάτω από τις συνθήκες μιας κατά κύριο λόγο ευημερούσας και συντηρητικής μικροαστικής τάξης, ο νεο-φασισμός αντικειμενικά δεν έχει πιθανότητες να κερδίσει μια πλατειά μαζική βάση. Πλούσιοι ιδιοκτήτες δεν αγωνίζονται σε οδομαχίες με επαναστάτες εργάτες ή με ριζοσπάστες φοιτητές. Προτιμούν να προσκαλούν την αστυνομία και να την εφοδιάζουν με καλύτερα όπλα προκειμένου να «αντιμετωπίσουν τις ταραχές». Αυτή ακριβώς είναι η διαφορά ανάμεσα στο φασισμό, που οργανώνει τα στοιχεία της απεγνωσμένης μικροαστικής τάξης και τη χρησιμοποιεί για να τρομοκρατήσει ολόκληρες βιομηχανικές περιοχές και μεγάλες πόλεις, και του αυταρχικού «ισχυρού κράτους» που χρησιμοποιεί βέβαια τη βία και τη καταστολή και μπορεί να δώσει σκληρά χτυπήματα ενάντια στο εργατικό κίνημα και τις ριζοσπαστικές ομάδες αλλά είναι ανίκανο να εκμηδενίσει τις εργατικές οργανώσεις και να ατομικοποιήσει την εργατική τάξη. Ακόμη και μια επιπόλαια σύγκριση των εξελίξεων μετά το 1933 στη Γερμανία με αυτές στη Γαλλία μετά την εγκαθίδρυση του «ισχυρού κράτους» στα 1958 κάνει αυτή τη διαφορά εξαιρετικά καθαρή. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει από μια σύγκριση ανάμεσα στη φασιστική δικτατορία στην Ισπανία μεταξύ 1939 και 1945 και του σημερινού παρηκμασμένου «ισχυρού κράτους» που παρά τη σκληρή καταστολή που ασκείται κατά περίπτωση από την αστυνομία και το στρατιωτικό μηχανισμό, είναι εντελώς ανίκανο να καταπνίξει ένα ανερχόμενο μαζικό κίνημα.
Θα πρέπει η οικονομική κατάσταση να αλλάξει αποφασιστικά για να εμφανιστεί ένας νέος, άμεσος κίνδυνος φασισμού στα ιμπεριαλιστικά κράτη της Δύσης. Το ότι μπορεί να υπάρξει μια τέτοια αλλαγή στο μέλλον δεν αποκλείεται με κανέναν τρόπο. Πραγματικά είναι πιθανή. Όμως μέχρι να συμβεί αυτό, θα ήταν καλύτερα να μην εντυπωσιαζόμαστε από έναν ανύπαρκτο κίνδυνο φασισμού, να μιλάμε λιγότερο για το νέο-φασισμό και να αφιερώνουμε μεγαλύτερη προσοχή στη συστηματική πάλη ενάντια στην πολύ συγκεκριμένη και πραγματική τάση της αστικής τάξης προς το «ισχυρό κράτος», δηλαδή έναν συστηματικό περιορισμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων των μισθωτών εργατών (με νόμους έκτακτης ανάγκης, αντι-απεργιακούς νόμους, πρόστιμα και ποινές φυλάκισης για «άγριες απεργίες», περιορισμούς στο δικαίωμα της διαδήλωσης, κρατική και καπιταλιστική χειραγώγηση των μαζικών μέσων ενημέρωσης, επαναφορά του καθεστώτος των προληπτικών συλλήψεων κ.λπ.).
Ο πυρήνας της αλήθειας στη θεωρία του «έρποντος φασισμού» σχετίζεται με τον κίνδυνο ότι η παθητική και πολιτικού χαρακτήρα αποδοχή τέτοιων επιθέσεων στα στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα μπορεί μόνο να ανοίξει την όρεξη των εξουσιαστών για σκληρότερες επιθέσεις. Εάν το εργατικό κίνημα αφήσει τον εαυτό του να οδηγηθεί σαν πρόβατο χωρίς να προβάλλει κάποια αντίσταση και επιτρέψει να του πάρουν την εξουσία βήμα βήμα, στην πρώτη αιφνιδιαστική μεταβολή της οικονομικής κατάστασης κάποιος επιτήδειος τυχοδιώκτης μπορεί εύκολα να εμπνευστεί να προσπαθήσει να το συντρίψει πραγματικά. Η αντίσταση που δεν έχει προετοιμασθεί με επίμονες καθημερινές μάχες για πολλά χρόνια, είναι βέβαιο ότι δεν θα πέσει ως εκ θαύματος από τον ουρανό την τελευταία στιγμή.
Κυρίως επειδή το κύριο καθήκον σήμερα δεν βρίσκεται σε μια πάλη ενάντια σε έναν ουσιαστικά ανίκανο νέο-φασισμό αλλά σε ένα πραγματικά απειλητικό «ισχυρό κράτος», είναι εξαιρετικά σημαντικό να αποφεύγουμε τις συγχυσμένες ιδέες. Το να διακηρύξουμε ότι οι πρώτες αψιμαχίες είναι το ξεκίνημα της αποφασιστικής μάχης και να δώσουμε την εντύπωση ότι ο φασισμός («έρπων» ή «ανοιχτός») είναι ταυτόσημος με τα μάλλον αναποτελεσματικά CRS στο Παρίσι ή τους αστυνομικούς φονιάδες στο Δυτικό Βερολίνο είναι σαν να αμβλύνουμε την επίγνωση των μαζών για το πραγματικά φοβερό κίνδυνο που μπορεί να αντιπροσωπεύει ένας φασισμός εξοπλισμένος με τη σημερινή πολύ πιο προηγμένη τεχνολογία. Είναι σαν να κάνουμε το ίδιο μοιραίο λάθος που έκαναν οι ηγέτες του KPD από το 1930 μέχρι το 1933, όταν χαρακτήριζαν τους Bruning, Papen, Schleicher και Hugenberg ως την ενσάρκωση του φασισμού, που στη συνέχεια οδήγησε τους εργάτες να συμπεράνουν ότι το τέρας δεν ήταν και τόσο κακό όπως επρόκειτο να αποδειχθεί ότι ήταν.
Τα σπέρματα ενός εν δυνάμει νέου φασισμού βρίσκονται στην αρρωστημένη ξενοφοβική και ρατσιστική νοοτροπία που διεγείρεται ενσυνείδητα σε μερικές ιμπεριαλιστικές χώρες (ενάντια στους μαύρους, ενάντια στους έγχρωμους, ενάντια στους μετανάστες εργάτες, ενάντια στους Άραβες κ.λπ.), στην αυξανόμενη αδιαφορία για τις πολιτικές δολοφονίες^ σε μια χώρα όπως οι ΗΠΑ, ένα παράλογο αίσθημα εχθρότητας για το είδος των «μη φιλικών εξελίξεων» στην παγκόσμια σκηνή, που τείνει να συμβαίνει όλο και πιο συχνά και μια εξίσου παράλογη εχθρότητα για τις ριζοσπαστικές, αντικομφορμιστικές μειοψηφίες. (Η κραυγή «πρέπει όλους να σας δηλητηριάσουν με αέρια» ακούγεται συχνά ενάντια στους διαδηλωτές του SDS στη Δυτική Γερμανία και στο Δυτικό Βερολίνο. «Εσείς ανήκετε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης» είναι μια τυπική κατάρα που εκτοξεύεται ενάντια στους ριζοσπάστες διαδηλωτές από τους υπερασπιστές του «νόμου και της τάξης» τόσο στη Δυτική Γερμανία όσο και στις ΗΠΑ).
Πρόκειται για πραγματική τύφλωση, όταν ένας κατά άλλα έξυπνος και φιλελεύθερος πανεπιστημιακός δάσκαλος όπως ο καθηγητής Χάμπερμας αφήνει τον εαυτό του να παρασυρθεί σε τέτοια έκταση ώστε να χρησιμοποιεί τον όρο «αριστερός φασισμός» για τους ριζοσπάστες φοιτητές, αυτούς που είναι στην πραγματικότητα τα εν δυνάμει πρώτα θύματα μιας μελλοντικής φασιστικής τρομοκρατίας. Σήμερα, όπως και στις δεκαετίες του είκοσι και του τριάντα, το πραγματικά εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη του φασισμού δεν πρέπει να αναζητηθεί ανάμεσα στις αντικομφορμιστικές μειονότητες αλλά ανάμεσα στους Φιλισταίους που μουρμουρίζουν: «σεβασμός, τιμή, νομιμοφροσύνη!».
Δεν πρέπει να αποκλειστεί με κανέναν τρόπο ότι εάν συμβεί ένα σοκ στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία - όχι απαραίτητα με τη μορφή μιας οικονομικής κρίσης του μεγέθους του 1929-33, πράγμα που είναι απίθανο από την άποψη των διαστάσεων των σύγχρονων προϋπολογισμών και του πληθωρισμού - αυτά τα σπέρματα που βρίσκονται σε όλη τη Δυτική Ευρώπη μπορεί ξαφνικά να ανθίσουν σε μια νέα φασιστική επιδημία. Όμως υπάρχουν πολλά που υποδηλώνουν ότι αυτός ο κίνδυνος είναι πολύ μεγαλύτερος στις Ηνωμένες Πολιτείες παρά στην Ευρώπη. Η μεγαλοαστική τάξη στην Ευρώπη έχει ήδη μια φορά κάψει σοβαρά τα δάχτυλά της με ένα φασιστικό πείραμα. Ως αποτέλεσμα, σε ορισμένα μέρη της ηπείρου, έχασε τα πάντα. Σε άλλα το μόνο που κατάφερε ήταν να κατορθώσει να διασώσει την ταξική της κυριαρχία την τελευταία στιγμή. Η πιθανότητα να οδηγηθεί στο να επαναλάβει την περιπέτεια μοιάζει να είναι πολύ μικρή, αφού ακόμη η εμπειρία άφησε βαθειά τα σημάδια της μέσα στις λαϊκές μάζες και η ξαφνική ανερχόμενη απειλή ενός νέου φασισμού θα προκαλέσει οπωσδήποτε οξύτατες αντιδράσεις.
Σε σχέση με αυτό, οι εξελίξεις που σημειώνονται ανάμεσα στους φοιτητές της Δυτικής Ευρώπης είναι ένας καλός οιωνός. Από την αρχή του αιώνα οι φοιτητικές ομαδοποιήσεις υπήρξαν τα πνευματικά εκκολαπτήρια του φασισμού. Τα πρώτα στελέχη των φασιστικών συμμοριών στρατολογούνταν ανάμεσά τους. Αυτοί προμήθευσαν τους οργανωμένους απεργοσπάστες στη δεκαετία του 1920 όχι μόνο στη Γερμανία αλλά επίσης στην Μεγάλη Βρετανία κατά τη διάρκεια της γενικής απεργίας του 1926. Πολύ πριν ο Χίτλερ μετακομίσει στο γραφείο του καγκελαρίου είχε κατακτήσει τα πανεπιστήμια. Και αφού το Λαϊκό Μέτωπο κέρδισε τις εκλογές το 1936 στη Γαλλία, οι μισό-φασίστες Camelots du Roi συνέχισαν να κυριαρχούν στο Καρτιέ Λατέν.
Σήμερα η εικόνα έχει αλλάξει ριζικά. Σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης η πρωταρχική τάση ανάμεσα στους φοιτητές είναι μάλλον προς την αριστερά και την άκρα αριστερά παρά προς την άκρα δεξιά. Αντιαπεργοσπαστικές ομάδες περιφρούρησης συγκροτούνται από φοιτητές και πηγαίνουν στα εργοστάσια όχι για να βοηθήσουν τους εργοδότες να «αποκαταστήσουν το νόμο και την τάξη», αλλά να εμψυχώσουν τους εργάτες να αμφισβητήσουν την «τάξη» του ύστερου καπιταλισμού πολύ πιο ριζοσπαστικά απ' ό, τι κάνουν οι ίδιες οι παραδοσιακές μαζικές εργατικές οργανώσεις. Δεν φαίνεται ότι αυτή η τάση πρόκειται να σταματήσει ριζικά στα επόμενα χρόνια. Ενώ μετά από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ο φασισμός ήταν πάνω απ' όλα μια εξέγερση της νεολαίας, υπάρχουν λίγα σημάδια σήμερα ότι η νεολαία οπουδήποτε στη Δυτική Ευρώπη μπορεί να παρασυρθεί σε μεγάλο αριθμό από τον δεξιό εξτρεμισμό.
Το επόμενο κύμα στην Ευρώπη θα είναι προς την αριστερά και την άκρα αριστερά: Αυτό δείχνει ο σεισμογράφος της νεολαίας, που βρίσκεται πάντοτε μερικά χρόνια μπροστά από το μαζικό κίνημα. Και τα γεγονότα του Μάη του '68 στη Γαλλία αποτελούν μόνο το πρελούδιο. Μόνο αν αυτό το κύμα υποχωρήσει με αποτυχία και εάν η απογοήτευση της νέας γενιάς συμπέσει με οικονομική αναταραχή, θα μπορούσε ο φασισμός με τη σειρά του να έχει κάποια πιθανότητα επιτυχίας.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες επίσης οι εξελίξεις ενδέχεται να έχουν τον ίδιο διαλεκτικό ρυθμό που απέκτησαν παντού από το 1918. Όταν ο ύστερος καπιταλισμός ταρακουνηθεί βαθιά, το εκκρεμές πάντοτε μετακινείται πρώτα προς τα αριστερά, και μόνο αφού το εργατικό κίνημα αποτύχει, η δεξιά έχει τη δική της ευκαιρία. Όμως η μεγαλοαστική τάξη της Αμερικής είναι λιγότερο έμπειρη και επομένως με πιο χοντροκομμένη συμπεριφορά από τη Δυτική Ευρώπη, καθώς έχει διακινδυνεύσει ελάχιστα απ' ό, τι έχει συμβεί μέχρι σήμερα. Επομένως διαθέτει ένα πολύ λιγότερο αναπτυγμένο ένστικτο σχετικά με τα φυσικά όρια της πολιτικής τού «όλα ή τίποτε» και έχει επίσης μέσα στην απολίτικη παράδοση μεγάλων μερίδων του αμερικάνικου πληθυσμού μια δεξαμενή δεξιού εξτρεμιστικού συντηρητισμού, που -στην περίπτωση μιας στροφής της οικονομικής κατάστασης και με χαμένες τις ευκαιρίες για τη ριζοσπαστική πλευρά να μετασχηματίσει τη χώρα με σοσιαλιστικούς όρους - μπορεί να προσφέρει σε μια φασιστική περιπέτεια μεγαλύτερες ευκαιρίες επιτυχίας απ' ό, τι στην Ευρώπη. Η αυξανόμενη βία, το εκρηκτικό φυλετικό ζήτημα και η απερισκεψία μερικών ιμπεριαλιστικών κύκλων κάνουν το προφίλ μιας φιλοφασιστικής τάσης σαφέστερο στην αμερικανική πλευρά του Αντλαντικού'ν".
Δεν είναι ανάγκη να σταθούμε στον τρομερό κίνδυνο που παρουσιάζει ένας τέτοιος φασισμός όχι μόνο για τη συνέχεια της ύπαρξης του ανθρώπινου πολιτισμού αλλά και για την ίδια τη φυσική ύπαρξη του ανθρώπινου είδους. Μπορεί να φανταστεί κανένας τι θα είχε συμβεί το 1944 εάν ο Χίτλερ είχε ένα οπλοστάσιο πυρηνικών όπλων ανάλογο με αυτό που σήμερα διαθέτουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ήδη οι ακροδεξιοί οπαδοί της John Birch Society και του Minutemen λένε: «καλύτερα νεκρός παρά κόκκινος». Εάν στην τελική φάση μιας πάλης ζωής ή θανάτου νικηθούν στον υπόλοιπο κόσμο, οι μεγάλες επιχειρήσεις των ΗΠΑ θα πρέπει να παραδώσουν την πολιτική εξουσία σε παράλογα βίαιους ανθρώπους και αυτό θα είναι μοιραίο για όλη την ανθρωπότητα. Στο τέλος της δεκαετίας του είκοσι και στις αρχές της δεκαετίας του τριάντα, οι επαναστάτες μαρξιστές ήταν σε θέση να προειδοποιήσουν ότι η πάλη ενάντια στο φασισμό και υπέρ μιας σοσιαλιστικής λύσης στην ευρωπαϊκή κρίση ήταν μια μάχη ενάντια σε μια προελαύνουσα βαρβαρότητα στο δικό μας μέρος του κόσμου. Τις επόμενες δεκαετίες, η πάλη για μια σοσιαλιστική Αμερική ενδέχεται να είναι μια μάχη ζωής ή θανάτου για όλη την ανθρωπότητα.
Για το λόγο αυτόν οι οξυδερκείς αναλύσεις και οι κασσάνδριες κραυγές του Τρότσκι έχουν μια άμεση συνάφεια. Γιατί όσο υπάρχει ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, ο ίδιος κίνδυνος σε ακόμη πιο φοβερή μορφή και με ακόμη πιο απάνθρωπη βαρβαρότητα μπορεί για μια ακόμη φορά να προκύψει.
Είπαμε στην αρχή ότι ο αναγνώστης αυτού του βιβλίου θα καθηλωθεί από τα αναλυτικά επιτεύγματα του Τρότσκι. Όμως η μελέτη αυτών των κειμένων προκαλεί περισσότερο θυμό και περιφρόνηση παρά θαυμασμό. Πόσο εύκολα θα μπορούσαν να είχαν εισακουσθεί οι νουθεσίες του Τρότσκι και να είχε αποφευχθεί η καταστροφή. Αυτό θα πρέπει να είναι το ηθικό δίδαγμα για μας: να αναγνωρίσουμε το κακό προκειμένου να το πολεμήσουμε έγκαιρα και με επιτυχία. Η γερμανική καταστροφή δεν πρέπει να επαναληφθεί. Και δεν πρόκειται να επαναληφθεί.

30 Ιανουαρίου 1969

I Το «μη αποσαφηνισμένο παρελθόν» είναι οπωσδήποτε συνδεδεμένο με το γεγονός ότι στη Δυτική Γερμανία οι κοινωνικές σχέσεις που έκαναν δυνατή την κατάληψη της εξουσίας από το φασισμό υφίστανται ακόμη. Είναι αδύνατον να προσεγγίσει κάποιος τις ρίζες της φασιστικής βαρβαρότητας χωρίς να ξεγυμνώσει αυτή τη λογική σύνδεση. Καθώς η παλινορθωμένη εξουσία του γερμανικού κεφαλαίου συνιστά ταξική εξουσία, πολύ δύσκολα μπορεί να περιμένει κανείς να αποκαλυφθούν αυτές οι ρίζες στα πανεπιστήμια και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αφού το παρελθόν δεν μπορεί (ή δεν πρόκειται) να εξηγηθεί πλήρως, δεν μπορεί και να «αποσαφηνισθεί».
II Βλέπε τις πρόσφατες δημοσιεύσεις σε αυτό το αντικείμενο, όπως την εργασία του Ernst Nolte με περισσότερες από 500 σελίδες, «Theorien uber den Faschismus», Cologne-Berlin, Kiepenheuer und Witsch, 1967. Wolfgang Abendroth (ed.), «Faschismus und Kapitalismus», Frankfurt, Europaische Verlagsanstalt, 1967, μια συλλογή κειμένων των August Thalheimer, Otto Bauer, Herbert Marcuse, Arthur Rosenberg και Angelo Tasca σχετικά με

τη φύση του φασισμού. Walter Z. Laqueur και George L. Mosse (eds.), «International Fascism», 1920-1945, New York, Harper & Row, Publishers, 1966, μια συλλογή δοκιμίων για το φασισμό.
111 Θα ήταν ενδιαφέρον, για παράδειγμα, να συγκριθούν τα ανοδικά και καθοδικά κύματα δημοτικότητας της «θεωρίας του ολοκληρωτισμού» στη Δύση με την άμπωτη και την παλίρροια του ψυχρού πολέμου. Θα εκπλησσόταν κάποιος από την ξεκάθαρη συσχέτιση όχι μόνο μακροπρόθεσμα αλλά ακόμη με στενά συγκυριακούς όρους (όπως για παράδειγμα από την ύψωση του τείχους του Βερολίνου στην κρίση της Κούβας το 1962, μια περίοδο συγκυριακής εντατικοποίησης του ψυχρού πολέμου). Οι αντίθετες «θεωρίες της σύγκλισης» θα μπορούσαν να υποβληθούν σε μια ανάλογη εξέταση.
ιν Ανάμεσα στις άλλες συνέπειες που θα πρέπει να συνυπολογισθούν, όταν κάνουμε αυτόν τον ισολογισμό είναι για παράδειγμα η επίδραση της κατάληψης της εξουσίας από τον Χίτλερ στη σταθεροποίηση της εξουσίας του Στάλιν στη Σοβιετική Ένωση και στις πιο ακραίες γραφειοκρατικές παραμορφώσεις της δομής του σοβιετικού κράτους ή τις μακροχρόνιες συνέπειες της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο φασισμό και στο σταλινισμό στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Δυτική Γερμανία και των συνθηκών, κάτω από τις οποίες άρχισε η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τα λοιπά. ν Βλέπε για παράδειγμα τη συζήτηση ανάμεσα στον Tim Mason και τον Eberhard Czichon στο «Das Argument», 41 και 47, Δεκέμβριος 1966 και Ιούλιος 1968. Δυστυχώς κάποιοι μηχανιστικοί μαρξιστές κάνουν ανάλογα λάθη. Θα επιστρέψουμε στο σημείο αυτό αργότερα πιο λεπτομερειακά.
νι Βλέπε το «Big Business in the Third Reich» του Arthur Schweitzer, Bloomington, Indiana University Press 1964. Ο Tim Mason βασίζεται στην ίδια αντίληψη, δηλαδή αυτήν που είχε απορριφθεί με ισχυρά επιχειρήματα, μεταξύ άλλων και από τους Eberhard Czichon, Dietrich Eichholz και Kurt Gossweiler. Ο David Schoenbaum στο «Hitler's Social Revolution», London, Weidenfeld & Nicolson, 1966 προσφέρει ένα τυπικό παράδειγμα της αστικής προσπάθειας να ερμηνευθεί το κράτος των ναζί σαν μια καθαρά πολιτική δομή εξουσίας, στην οποία η οικονομία αφού «παραδόθηκε ανίσχυρη», υποτάχθηκε πλήρως.
ν11 Βλέπε σχετικά Franz Neumann, «Behemoth-The Structure and Practice of National Socialism», 1933-1944, New York, Farrar, Straus & Giroux, Inc. 1963.
vl11 Το τελευταίο κεφάλαιο στο «The Accumulation of Capital» της Ρόζας Λούξεμπουργκ, New York, Monthly Review Press, 1964, είναι η κλασική προκαταρκτική μελέτη των οικονομικών ριζών του μιλιταρισμού στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Για πιο πρόσφατες διερευνήσεις, βλέπε μεταξύ άλλων Fred J. Cook, «Juggernaut, the Warfare State», the Nation, 20 October 1961, Paul Baran and Paul Sweezy, «Monopoly Capital», New York, Monthly Review Press, 1966, chap.7, George F. W. Hallgarten, «Hitler, Reichswehr und Industrie», Frankfurt, Europaische Verlagsanstalt, 1955, και Harry Magdoff, «The Age of Imperialism», New York, Monthly Review Press, 1969.
lx Βλέπε μεταξύ των άλλων Wolfgang Birkenfeld, «Geschichte der deutschen Wehr - und Rustungswirtschaft», Boppard a/R, H. Boldt, 1966, και ειδικότερα ένα υπόμνημα που συντάχθηκε από το στρατηγό Thomas. x Έχουμε χρησιμοποιήσει την έννοια της «συμβατικής αναπαραγωγής» προκειμένου να περιγράψουμε την αυξανόμενη αποσυσσώρευση (καταστροφή κεφαλαίου), την οποία επιφέρει μια πολεμική οικονομία, αφού έχει προχωρήσει πέρα από κάποιο σημείο. Βλέπε Ernest Mandel, «Marxist Economic Theory», New York, Monthly Review Press, 1968, chap.10.
Τα παραδείγματα της Μεγάλης Βρετανίας και προπαντός της Ιαπωνίας δείχνουν ότι το φαινόμενο με κανένα τρόπο δεν περιορίζεται στα φασιστικά κράτη. Ο «λογικός» πυρήνας αυτού του παραλογισμού βρίσκεται στο γεγονός ότι οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι - όπως και όλοι οι άλλοι - διεξάγονται με την πρόθεση να κερδηθούν. Και μέσα σε κάποια όρια είναι δικαιολογημένο να ελπίζουν ότι όλες οι απώλειες του κεφαλαίου θα αναπληρωθούν από οφέλη που θα προκύψουν σε βάρος του ηττημένου αντιπάλου.
xl Nolte, op. cit., pp. 38, 54 etc. Leon Trotsky, «What is National Socialism?», Pathfinder Press, 1971, USA p. 406.
xl1 Nolte, op. cit., p.21
xl11 Βλέπε τέτοιες απόπειρες στο «La Droite en France de 1815 a nos jours» του Rene Remond, Paris, Aubier, 1963 και στο «Les Fascismes francais 1923-1963» των Jean-Plumene και Raymond Lassierra, Paris, Editions du Seuil, 1963 που υποστήριξε αυτήν την άποψη για τη Γαλλία. Στους Laqueur και Mosse (eds.), op. cit., ο Eugen Weber υποστηρίζει μια παρόμοια θέση, pp. 105, 123, etc. Από την άλλη πλευρά, ήδη από το 1938, ο Daniel Guerin ανέπτυξε τα κοινά βασικά χαρακτηριστικά του γερμανικού και του ιταλικού φασισμού, παρά τις εθνικές ιδιαιτερότητες, στο «Fascism and Big Business», New York, Pioneer Publishers, 1939. xlv Η μικρή έκταση των μεταβολών στις σχέσεις ιδιοκτησίας στο Τρίτο Ράιχ, που ακολούθησε την κατάληψη της εξουσίας και η σταδιακή εισαγωγή των αντισημιτικών μέτρων είναι επαρκής απόδειξη ότι «οι μεγάλες ιουδαϊκές επιχειρήσεις» ήταν ένας μύθος. Το ίδιο ισχύει για τις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα. Βλέπε μεταξύ άλλων το «The Rich and the Super Rich» του Ferdinand Lundberg, New York, Lyle Stuart, 1968, pp. 297-306.

xv Η πρώτη μαρξιστική θεωρία σχετικά με το ζήτημα αυτό ήταν του Otto Bauer, «Zwischen zwei Weltkriegen», Bratislava, Eugen Prager Verlag, 1936, p. 136f, and Guerin, op. cit., pp. 27-53. Η εργασία του Guerin εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Γ αλλία το 1938. xvl Nolte, op. cit., p. 54.
xv" Charles Bettelheim, «L' Economie allemande sous le nazisme», Paris, Riviere, 1946, p.212f. xvl11 Η περίεργη αμνησία των αστών ιδεολόγων σε σχέση με την πρόσφατη ιστορία της αστικής κοινωνίας αποτελεί μια διαρκή έκπληξη. Κατά τη διάρκεια των διακοσίων χρόνων από την πρώτη βιομηχανική επανάσταση, οι κρατικές μορφές στη Δυτική Ευρώπη μεταβάλλονταν ανάμεσα στην αριστοκρατική μοναρχία στον δημοψηφισματικό καισαρισμό, στον συντηρητικό-φιλελεύθερο κοινοβουλευτισμό (με δικαίωμα ψήφου να έχει το 10% - και μερικές φορές λιγότερο από 5% - του πληθυσμού) και στην απροσχημάτιστη απολυταρχία, ανάλογα με τη χώρα της οποίας η πολιτική ιστορία εξετάζεται. Εκτός από ένα μικρό διάστημα στη διάρκεια της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης, η κοινοβουλευτική δημοκρατία, βασισμένη στο καθολικό δικαίωμα ψήφου σχεδόν παντού υπήρξε το προϊόν όχι της φιλελεύθερης αστικής τάξης αλλά της πάλης των εργατικών κινημάτων.
xix «Οικονομική εξουσία σημαίνει ταυτόχρονα πολιτική εξουσία. Η κυριαρχία στην οικονομία παρέχει επίσης έλεγχο των οργάνων της κρατικής εξουσίας. Όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός συγκεντροποίησης στην οικονομική σφαίρα τόσο περισσότερο γίνεται απεριόριστη η κυριαρχία πάνω στο κράτος. Αυτή η άκαμπτη διαδικασία ενσωμάτωσης όλων των οργάνων της κρατικής εξουσίας εμφανίζεται σαν το αποκορύφωμα της ανάπτυξης της κρατικής εξουσίας, του κράτους σαν το μοναδικό όργανο για τη διατήρηση της οικονομικής κυριαρχίας... Στην τελειοποιημένη μορφή του το χρηματιστικό κεφάλαιο σημαίνει το ανώτατο στάδιο οικονομικής και πολιτικής εξουσίας στα χέρια της καπιταλιστικής ολιγαρχίας. Ολοκληρώνει την δικτατορία των μεγιστάνων του κεφαλαίου». Rudolf Hilferding, «Das Finanzkapital» (1909), Vienna, Verlag der Wiener Volksbuchhandlung, 1923, p.476f.
xx Αυτό οδήγησε τον Hilferding την παραμονή του τραγικού του θανάτου, στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι η ναζιστική Γερμανία δεν ήταν πλέον μια καπιταλιστική κοινωνία, αλλά ότι η εξουσία ήταν στα χέρια μιας ολοκληρωτικής γραφειοκρατίας. Αυτή η λανθασμένη άποψη ήταν σύγχρονη με τη θέση που διατύπωσε ο Burnham για την «εποχή των μάνατζερ».
xxi Εντούτοις είναι πάντοτε ζήτημα μιας περίεργης μορφής δημαγωγίας, που επιτίθεται μόνο σε ειδικές μορφές του καπιταλισμού («δουλεία του κέρδους», πολυκαταστήματα κλπ.). Η ίδια η ιδιοκτησία και το διευθυντικό της προσωπικό στις επιχειρήσεις δεν τίθενται ποτέ σε αμφισβήτηση.
xxll Εάν δεν συμβεί έτσι και οι εργάτες διατηρήσουν την ικανότητά τους και τη θέλησή τους να παλέψουν τη φασιστική κατάληψη της εξουσίας, μπορεί να γίνει το πρελούδιο μιας ισχυρής επαναστατικής εξέγερσης. Στην Ισπανία το φασιστικό πραξικόπημα του 1936 απαντήθηκε από μια επαναστατική εξέγερση της εργατικής τάξης, που μέσα σε λίγες ημέρες κατάφερε μια συντριπτική στρατιωτική ήττα στους φασίστες σε όλες τις μεγάλες πόλεις και τις βιομηχανικέ περιοχές και τους ανάγκασε να υποχωρήσουν στα υπανάπτυκτα, αγροτικά τμήματα της χώρας. Το γεγονός ότι τελικά οι φασίστες, μετά από έναν εξαντλητικό εμφύλιο πόλεμο, που διήρκεσε σχεδόν τρία χρόνια, κατόρθωσαν να καταλάβουν την εξουσία, οφείλεται τόσο σε διεθνείς παράγοντες όσο και στον μοιραίο ρόλο που έπαιξε η ηγεσία της αριστεράς στα κόμματα και στην κυβέρνηση. Η ηγεσία εμπόδισε την εργατική τάξη να φέρει γρήγορα σε πέρας με επιτυχία τη σοσιαλιστική επανάσταση που άρχισε τον Ιούλιο του 1936. Συγκεκριμένα η ηγεσία απέτυχε να υπονομεύσει το τελευταίο στήριγμα της ισχύος του Φράνκο στην καθυστερημένη αγροτιά και στους βόρειο-αφρικανούς μισθοφόρους, αρνούμενη να εφαρμόσει μια ριζοσπαστική αγροτική μεταρρύθμιση και να διακηρύξει την ανεξαρτησία του Μαρόκου. xxi" Βλέπε μεταξύ άλλων: Guerin, op. cit., pp.141-68
xxlv Η διάκριση ανάμεσα στο βοναπαρτισμό και το φασισμό θα συζητηθεί στη συνέχεια.
xxv Ήδη στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» ο Μαρξ και ο Έγκελς κορόιδευαν το επιχείρημα των φιλελεύθερων ότι οι κομμουνιστές έριχναν νερό στο μύλο της συντηρητικής αντίδρασης. Στη διάρκεια της επανάστασης του 1848, το επιχείρημα ότι μόνο εάν οι μοχθηροί «σοσιαλιστές» δεν ήταν εκεί, τα φιλελεύθερα συνταγματικά καθεστώτα θα μπορούσαν να είχαν σταθεροποιηθεί παντού, επαναλήφθηκε ατελείωτες φορές. Όμως οι σοσιαλιστές φόβιζαν την αστική τάξη και την οδηγούσαν πίσω στην αγκαλιά της αντίδρασης. Μετά από τη Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, οι συντηρητικοί επίσης είχαν χρησιμοποιήσει ανάλογα επιχειρήματα ενάντια στους φιλελεύθερους: Εάν δεν είχαν γίνει οι υπερβολές της Συμβατικής και το «αριστερό ριζοσπαστικό» σύνταγμα του έτους ΙΙΙ, δεν θα είχε συμβεί ποτέ η παλινόρθωση της μοναρχίας. Πραγματικά δεν υπάρχει τίποτε καινούργιο κάτω από τον ήλιο.
xxvi Giovani Zibordi, «Der Faschismus als antisozialistische Koalition», in Nolte, op. cit., pp. 79-87. xxvi1 Filippo Turati, «Faschismus, Sozialismus und Demokratie», in Nolte, op. cit., pp. 143-55.
xxvi" Angelo Tasca, «Nascita e avvento del Fascismo», Firenze, La Nuova Italia 1950. Δημοσιεύθηκε στα αγγλικά σαν «The Rise of Italian Fascism 1918-1922» Methuen, 1938.

xxlx Βλέπε μεταξύ άλλων, Hendrik De Man, «Sozialismus und National-Faschismus», Potsdam, A. Prosse Verlag, 1931,τις αναμνήσεις του Severing, Mein Lebensweg, Bd II : «Im Auf und Ab der Politik», Cologne, Greven Verlag, 1960, τις αναμνήσεις του Otto Braun, «Von Weimar zu Hitler», New York, Europa Verlag, 1940, κλπ.
Ο Otto Braun δικαιολόγησε την άθλια συνθηκολόγησή του την περίοδο του πραξικοπήματος του Papen στις 20 Ιουλίου 1932 με το επιχείρημα ότι λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κρίση και τα εκατομμύρια των ανέργων, μια γενική απεργία όπως αυτή που είχε με επιτυχία αντιμετωπίσει το πραξικόπημα του Kapp πριν δώδεκα χρόνια ήταν αδύνατη. Ξεχνάει ότι την εποχή του πραξικοπήματος του Kapp η γερμανική οικονομία βρισκόταν επίσης σε βαθιά κρίση. Είναι αρκετά ενδιαφέρον ότι οι ενώσεις των εργοδοτών και οι αντιδραστικοί πολιτικοί είχαν σοβαρά ανησυχήσει για το ενδεχόμενο μιας γενικής απεργίας, αντίθετα από τους ισχυρισμούς του Otto Braun. Ειδικότερα η επίσημη ιστορία της Βιομηχανικής Ένωσης των Εργατών Μετάλλου (IG Metall) διακηρύσσει: «Η εργατική τάξη μάταια περίμενε ένα σήμα για δράση στις 20 Ιουλίου 1932. Funfundsiebzig Jahre Industriegewerkschaft Metall», Frankfurt, Europaische Verlagsanstalt, 1966 p. 279. Το επιχείρημα του Braun ότι μια εργατική εξέγερση μπορούσε να οδηγηθεί μόνο στην ήττα, εάν επρόκειτο να συγκρουσθεί με τον γερμανικό στρατό, τη Reichswehr, είναι το περισσότερο απ' όλα τα άλλα στερούμενο περιεχομένου. Σαν να ισχυρίζεται ότι μια παθητική παράδοση δεν ήταν το ίδιο πράγμα με μια καταστροφική ήττα. xxx Βλέπε την εκτεταμένη τεκμηρίωση στον Theo Pirker, «Komintern und Faschismus, 1920-1940», Munich, Deutsche Verlagsanstalt, 1965. Μια μελέτη του επίσημου τύπου της Κομιντέρν και του KPD για την περίοδο ανάμεσα στο 1930 και το 1933 που οπωσδήποτε προσφέρει τις πιο ξεκάθαρες αποδείξεις. xxxl Στη θεωρία του «σοσιαλφασισμού» ο αντικειμενικός ρόλος της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας (χωρίς αμφιβολία ένας παράγοντας που έτεινε να σταθεροποιήσει το status quo της ύστερης αστικής κοινωνίας) με αυθαίρετο τρόπο απομονωνόταν από τη μαζική βάση της και από την ειδική μορφή της. Στη θεωρία των λαϊκών μετώπων από την άλλη πλευρά, η αντιφασιστική θέληση των μαζών και η πίεση στην ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας να υπερασπίσουν τον εαυτό τους απέναντι στην απειλή της εξολόθρευσης από το φασισμό, είναι επίσης εξίσου απομονωμένη από το συνολικό κοινωνικό πλαίσιο της δομικής κρίσης του καπιταλισμού. Στην πρώτη περίπτωση οι μάζες είναι παραλυμένες από τον κατακερματισμό. Στη δεύτερη περίπτωση είναι αυστηρά περιορισμένες από αβρότητα προς τους «φιλελεύθερους» αστούς συνεταίρους στην πολιτική του Λαϊκού Μετώπου. Το εκκρεμές αιωρείται από μια αριστερή-οπορτουνιστική σε μια δεξιά -οπορτουνιστική απόκλιση χωρίς να περνά ποτέ από τη σωστή θέση, αυτή της ενότητας των εργατών στη δράση (με μια καθαρή, αντικειμενικά αντικαπιταλιστική δυναμική).
xxx11 Ακόμη και προς το τέλος της δεκαετίας του 1950 έγινε μια απεγνωσμένη απόπειρα να στηριχθεί η δικαίωση της πολιτικής του KPD από το 1930 μέχρι το 1933. Βλέπε μεταξύ άλλων τη μπροσούρα «Les Origins du fascisme»" στη σειρά «Recherches internationales a la lumiere du marxisme», Paris, Editions La Nouvelle Critique, no I, 1957.
xxxm «Geschichte der deutschen Arbeiterbewegung», Berlin, Dietz-Verlag, 1966, Band IV, pp. 168, 171, 206, 239, 288, 303-30, 312 κλπ. Η κατόπιν εορτής αυτή ιστορική κριτική πρακτικά αποδέχεται όλα τα σημεία των γραπτών του Τρότσκι -χωρίς να αναφέρει ούτε μια φορά το όνομά του!
xxxiv Nolte, op. cit., p. 55, 66 κλπ. Harold Laski, «Reflection on the Revolution of Our Time», Allen & Unwin. 1943.
xxxv Θα ήταν ενδιαφέρον να διερευνηθούν οι βαθύτερες ρίζες αυτού του εξαναγκασμού. Πιστεύουμε ότι δεν βρίσκεται μόνο στην ανάγκη να εξασφαλισθεί η ατομικοποίηση της εργατικής τάξης με τη μαζική τρομοκρατία -που ένας «κανονικός» μηχανισμός καταστολής δεν είναι ικανός να φέρει σε πέρας - αλλά είναι επίσης ο ίδιος ο τρόπος παραγωγής που βασίζεται στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Γι' αυτόν τον τρόπο παραγωγής πάντοτε εμπλέκεται ένα στοιχείο ανταγωνισμού, στο οποίο οι άμεσοι εκπρόσωποι των διαφόρων εταιριών μπορούν να προωθήσουν το κοινό συμφέρον (ή για μεγαλύτερη ακρίβεια, για το αποφασιστικό στρώμα της τάξης) μόνο παζαρεύοντας και με αμοιβαίους συμβιβασμούς των αντιτιθέμενων ειδικών συμφερόντων. Εάν το κοινό συμφέρον πρέπει να εκφρασθεί με έναν άμεσο και συγκεντροποιημένο τρόπο, δηλαδή χωρίς μακρόχρονες συζητήσεις και δύσκολες διαπραγματεύσεις, τότε οι θεσμοί που αντιπροσωπεύουν το κοινό συμφέρον πρέπει να απομονωθούν από την ταυτόχρονη υπεράσπιση των ειδικών συμφερόντων, δηλαδή οι προσωπικοί δεσμοί ανάμεσα στις μεγάλες επιχειρήσεις και την πολιτική ηγεσία πρέπει να εκλείψουν. Εξού κι η τάση της αστικής κοινωνίας για πολιτική παραίτηση σε περιόδους κρίσης, τόσο στην ορμητική νεότητά της όσο και στα διεφθαρμένη γεράματά της.
xxxvi Ο Robert A. Brady έκανε ένα παρόμοιο λάθος στο βιβλίο του «The Spirit and Structure of German Fascism», New York, Viking Press, Inc., 1937.
xxxvi1 Ignazio Silone, «Der Faschismus - Seine Entstehung und seine Entwicklung», Zurich, Europa Verlag, 1934, pp. 32ff., 46ff., 52ff., κλπ.
xxxviii Ibid., pp. 276ff.
xxxix August Thalheimer, «^er den Faschismus», in Abendroth (ed.), op. cit., pp. 19-38. Bauer, op. cit., 113-41.

Αυτή η άποψη έχει υποστηριχθεί με έμφαση από τους Rudiger Griepenburg και K. H. Tjaden στο «Faschismus und Bonapartismus», Das Argument, no. 41, Dezember 1966, pp. 461-72. xl1 Bauer, op. cit., p., 113f. xl^ Ibid., p. 126.
xl1" Arthur Rosenberg, «Geschichte der Weimarer Republik», Frankfurt, Europaische Verlagsanstalt, 1961, p. 211. xllv Bettelheim, op. cit. p. 210
xlv Jurgen Kuczinsky, «Die Geschichte der Lage der Arbeiter in Deutschland», Bd II: 1933 bis 1946, Berlin, Verlag Die freie Gewerkschaft, 1947, pp. 125, 199, 154.
xlvl Neumann, op. cit., p. 435. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις ακούγεται σαν κοροϊδία όταν ο Tim Mason προσκομίζει σαν απόδειξη για την προτεινόμενη «πρωταρχικότητα της πολιτικής» μετά από το 1936 το γεγονός ότι για δύο χρόνια - ανάμεσα σαν φθινόπωρο του 1936 και το καλοκαίρι του 1938 - η κυβέρνηση του Χίτλερ «απέτυχε» να ακυρώσει την ελευθερία των εργατών να αλλάζουν εργασία και να επιδιώκουν το μέγιστο ημερομίσθιο. «Η πολιτική ηγεσία αρνήθηκε να εφαρμόσει κανένα μέτρο, επειδή ένα τέτοιο ριζοσπαστικό βήμα ενάντια στα υλικά συμφέροντα της εργατικής τάξης θα ήταν ασύμβατο με τον πολιτικό στόχο της εκπαίδευσης της εργατικής τάξης στον εθνικοσοσιαλισμό». Mason, «Das Primat der Politik», Das Argument, no 41, December 1966, p. 485.
Αποδεικνύει ότι είναι λάθος αυτό που τόσο πολύ επιθυμεί να αποδείξει. Ο Tim Mason, όπως φαίνεται, δεν βλέπει ότι το κρίσιμο στοιχείο εδώ δεν είναι το γεγονός ότι αυτά τα βήματα καθυστέρησαν για δύο χρόνια αλλά μάλλον το ότι ένα καθεστώς, που είναι αφιερωμένο, δημαγωγικά έστω, στην «εθνική κοινότητα» αποφάσισε τελικά να πραγματοποιήσει ένα τέτοιο, κυριολεκτικά μερικό εξανδραποδισμό της ίδιας του της εργατικής τάξης όπως αυτός που προκαλείται από την απαγόρευση της ελευθερίας μετακίνησης και που αυτό επιτρέπει να προκύπτουν τεράστια «υπερκέρδη από εξοπλισμούς» προς όφελος των μεγάλων εταιριών. Μήπως αυτό ακριβώς αποδεικνύει ότι τα συμφέροντα της «πολιτικής ηγεσίας» υποχωρούν μπροστά σε αυτά του μονοπωλιακού κεφαλαίου; Ότι επομένως δεν υπήρχε «πρωταρχικότητα της πολιτικής» αλλά μάλλον μια «πρωταρχικότητα του μονοπωλιακού κεφαλαίου»; xlvl1 Neumann, op. cit., p. 613. Bettelheim, op. cit., p. 63. xlvl" Neumann, op. cit., pp. 601f., 591f. xlix Mason, loc. cit., pp.482f., 484.
I Για τις επανιδιωτικοποιήσεις βλέπε μεταξύ των άλλων Bettelheim, op., cit., p. 112, Neuman, op., cit., p.297f.. Σχετικά με τον κρίσιμο ρόλο της υπόθεσης Gelsenkirchen, στο να φέρει ευρύτερους κύκλους της βαριάς βιομηχανίας στο στρατόπεδο του Χίτλερ και για την επανιδιωτικοποίηση του Vereinigte Stahlwerke το 1936, βλέπε Hallgarten, op., cit., pp. 108-13. Kurt Gossweiler, «Die Vereinigten Stahlwerke und die Grossbanken, Fahrbuch fur Wirtschaftsgeschichte», 1965, part IV, Berlin, Akademie Verlag, pp. 11-53.
II Σε σχέση με αυτό, θα θέλαμε να επιστρέψουμε για μια ακόμη φορά στο πρόβλημα που τέθηκε από τον Tim Mason με τον ισχυρισμό του ότι αυτό που είναι αποφασιστικής σημασίας είναι «η δημιουργία μιας πολιτικής βούλησης» και ότι «εσωτερική και εξωτερική πολιτική της ηγεσίας του εθνικοσοσιαλιστικού κράτους (κατέστησαν) αυξανόμενα ανεξάρτητες από το να καθορίζονται από τις οικονομικά άρχουσες τάξεις». Η αποφασιστική λέξη είναι «καθορίζονται». Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει εδώ τίποτε αντίθετο με τη μαρξιστική ερμηνεία του κράτους και της κοινωνίας αλλά μάλλον ένας μηχανιστικός ευτελισμός της. Ο μαρξισμός υποδηλώνει ότι δεν υπάρχει απόλυτη ταύτιση ανάμεσα στην υπερδομή και τη βάση ότι και τα δύο επίπεδα έχουν την εσωτερική λογική τους σαν μια συνέπεια του καταμερισμού της εργασίας και ότι επομένως οι ταξικές κοινωνίες εμπεριέχουν ένα βαθμό ανεξαρτησίας ,όχι μόνο για τη θρησκεία και τη φιλοσοφία αλλά επίσης για το κράτος και το στρατό. Αυτό που είναι σημαντικό να γνωρίζουμε, δεν είναι κατά πόσο μια ομάδα τραπεζιτών ή μεγαλοβιομηχάνων «υπαγορεύουν» απευθείας τις αποφάσεις των επικεφαλείς της κυβέρνησης ή των στρατιωτικών ηγετών αλλά κατά πόσο αυτές οι αποφάσεις αντιστοιχούν στα ταξικά συμφέροντα των μεγάλων τραπεζών και επιχειρήσεων και κατά πόσο είναι κατανοητές μόνο με τους όρους μιας λογικής σύμφυτης με την υπεράσπιση του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής.
Ο Tim Mason παραβλέπει το γεγονός ότι ο μιλιταρισμός και ο ίδιος ο πόλεμος έχουν ήδη αποκτήσει αυτήν την αυτονομία σε μεγάλη έκταση, κάτω από το μονοπωλιακό καπιταλισμό πολύ πριν γεννηθεί το κόμμα των ναζί. Στην πραγματικότητα ολόκληρη η αντίληψη της «πρωταρχικότητας της πολιτικής» γεννήθηκε μέσα στις περιστάσεις που συνόδευαν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. «Υπάρχουν», γράφει ο Tim Mason «μερικές ενδείξεις ότι η επίθεση στην Πολωνία το 1939 και στη Γ αλλία το 1940 δεν αποτελούσαν άκαμπτες θέσεις της συνολικής αντίληψης της άρχουσας τάξης» («Primat der Industrie Eine Erwiderung», Das Argument, no. 47,
Juli 1968, p. 206). Δεν θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί το ίδιο πράγμα (έστω και με αναδρομική ισχύ) για την περιπέτεια του Τσόρτσιλ στα Δαρδανέλια κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ή για το Βερντέν και τις άλλες μάχες που στοίχισαν τεράστιες υλικές απώλειες και τελικά για το ίδιο το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου;

Published by Dimitris Krassas