Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ Ο ΟΙΔΙΠΟΥΣ
του Γιώργου Γιαννόπουλου*
Ο πατέρας μου ο Οιδίπους
φοβόταν ότι είχε κρεμαστεί
απ' το ποδάρι
της νιότης
Έζησε δίκαιος, έγινε σοφός
πιστός στην κληρονομιά του
δεν ήξερε αν έτρωγε τον πόνο
ή αυτός τον κατέτρωγε
Και τώρα εγώ
κληρονόμος ενός έρημου βασιλείου
επιστατώ ξανά
τα σύνορα της ύπαρξής μου
To θωρακισμένο τραίνο του λόγου
μεταφέρει το αίνιγμα :
να έχεις χάσει τα πάντα
και να ξαναρχίζεις
απ' την αρχή
H πορεία, η διέλευση ο δρόμος συγκροτούν τον λόγο του Οιδίποδα. Οι χρησμοί, η Σφίγγα, το μέτρο, οι πνοές του χορού, ο ιδρώτας και η ανάσα της Ιοκάστης, το αίμα της μήτρας και η κάβλα της μητέρας βασίλισσας, το μάτι του κορακιού στην δροσιά της σκόνης, τα σταυροδρόμια και τα άνυδρα τοπία, ο κότινος της οδύνης ορίζουν τα υψίπεδα της ιστορίας. Όταν πάμε στην Θήβα το μυαλό μας οδύρεται στην Βιέννη. Στην ομίχλη του δάσους, όπου σβήνουν οι σιδηροτροχιές, στις συλφίδες με τις νοτισμένες ρώγες, στα πένθιμα γυμνά του Paul Delveaux, στον ύπνο της λιονταρίνας, στο δράμα της μετωνυμίας, στην κατάρα του άταφου πτώματος, στο αίμα της Βηρυττού, στην τέφρα του σπαραγμού ο χρησμός στρώνει τον δρόμο, ορίζει την διαδρομή. Ο βασιλιάς με τα πρισμένα πόδια ιχνηλατεί τα όρια του βασιλείου του.Το νόημα της αγάπης, το τραίνο του βλέμματος, τον χρησμό και την κραυγή της πόλης.
Θεμέλιο του πολιτισμού ο μύθος του Οιδίποδα εξακολουθεί να συγκινεί με την ένταση και το δύναμη του τραγικού του λόγου με την υπαρξιακή του αλήθεια που διαπερνά με συντριβή το υποκείμενο, το κάθε υποκείμενο που συγκροτείται στον λόγο, που δομεί την πόλη, που οικοδομεί τον πολιτισμό. Kι αυτό το οικουμενικό αφήγημα πώς ηχεί σήμερα; Ποια είναι η Σφίγγα και ποιος ο χρησμός; Ποια αρρώστα κατατρώει την πόλη; Ποιους δρόμοι ορίζουν τη μοίρα μας και ποιες αλήθειες κρυφές σφαλλούν σα λέπια τα μάτια μας; Ποια σαγήνη του αίματος ραίνει το μαύρο βήμα του χορού; Πως ηχεί ο λόγος της τραγωδίας στη σημερινή Ελλάδα; Ποιο το νόημα και ποιος ο λόγος της τραγωδίας;
Εδώ ας μου επιτραπεί να μοιραστούμε τις σκέψεις μιας από τις νέες σύγχρονες ποιητικές φωνές: Γράφει η ποιήτρια: «Ο Οιδίποδας είναι ο αιώνιος άνθρωπος. Καρπός μιας αναπότρεπτης μοίρας. Μα αυτό δεν είναι ελαφρυντικό. Ακριβώς εκεί ακουμπά η ανθρωπιά του: δεν τινάζει από πάνω την ενοχή, τινάζει από πάνω του τα άλλοθι. Την ενοχή την παίρνει στα χέρια, τη σκάβει μέσα του: ακόμη κι αν ήταν όλα να γίνουν έτσι πριν από μένα, το βάρος των πράξεών μου δε λιγοστεύει. Γιατί πρέπει να κρατήσω πάνω μου όλο τον πόνο της ανθρωπότητας. Γιατί τα χέρια και το κορμί μου ολόκληρο έπραξαν και το σώμα δεν ξεχνά. Γιατί το σώμα έχει τη μνήμη ενός γίγαντα και ποτίζει δέκα γενιές. Η συμφορά δεν πέφτει στον έναν, πέφτει στην πόλη. Η πόλη πολλαπλασιάζει τις δυνατότητες της τιμωρίας μου. Η πόλη μού δίνει τον ωκεανό των ψυχών μου. Για εκείνη βαδίζω, για εκείνη διαλύομαι. Το κακό μου πρέπει να με φέρει στη βασιλεία του. Το κακό μου πρέπει να το βλέπω σε χίλιους θανάτους.
Η Θήβα είναι το απομεινάρι μιας ευτυχίας που αποκαθηλώθηκε. Η αποκαθήλωση τραβά στους αιώνες. Φτιάχνουμε την ψεύτικη γαλήνη πάνω σε σωρούς αίματος, οι πληγές ανοίγουν ξανά και ξανά. Ξέρουμε πως δε φταίμε για όλα. Αυτό σε κάποιους δίνει γαλήνη. Άλλους τους κεντρίζει χειρότερα: αυτή η μεγάλη φωτιά, το τσακάλι μέσα σου που θέλει να ρουφήξει τον άχρονο πόνο. Το τσακάλι θα είναι πάντοτε η δικαιοσύνη και τα δόντια του δε χορταίνουν ποτέ. Όσο δε του δίνει κανείς να φάει, θα τρώει τις σάρκες του. Δεν είναι τρομακτικός ο κανιβαλισμός του, τρομακτική είναι μονάχα η καταδίκη σε αιώνια πείνα. Τίποτα δεν είναι τελικά όπως φαίνεται.»
Τίποτε δεν είναι τελικά αυτό που φαίνεται. Αυτή η αλήθεια του θεάτρου, της αναπαράστασης, της αμφισημίας του λόγου, του ερωτικού σπαραγμού του επερχόμενου θανάτου είναι ο δρόμος και ο τρόπος του Οιδίποδα. Ο δρόμος είναι η διέλευση των ορίων του λόγου.Κι όμως όλα μιλούν, όλα δηλώνουν. Τι μας λέει σήμερα ο χρησμός; Ποιος είναι ο λόγος της Σφίγγας, εκεί στην άκρη της πόλης, στην διπλανή πόρτα, στα σκαλιά του Μουσείου Africa, στις ρίζες του δάσους του Tervuren;
Η Σφίγγα μας μιλά για το τεμαχισμένο σώμα του Patrice Lumumba, για το αίμα στην Sabra και Shatila και στα σοκάκια της Βυρηττού, για το λίγο του σώματος του Jean Genet, για την σάρκα των ανθρώπων. Η Σφίγγα μιλά για την μεγάλη αρρώστια που κατατρώει την πόλη. Για τα φορτηγά που ξεχειλίζουν πτώματα ξανά στο δρόμο προς την Βιέννη, για τα πτώματα παιδιών που ξεβράζει, σαν τις μέδουσες του Αυγούστου, το κύμα. Η Συμφορά κυριεύει στην πόλη.
Το θάρρος του Οιδίποδα είναι η διέλευση, η απόφασή του να φθάσει στο πλήρωμα των χρησμών, να αναλάβει το βάρος της επιθυμίας του, να πληρώσει τον λόγο της τραγωδίας. Ο μύθος θέλει ο τραγικός ήρωας να γίνεται η αναπαράσταση του τραγικού.
Με τον Οιδίποδα ο χρησμός γίνεται τραγωδία, η αλήθεια άνοιγμα στον κόσμο, η μοίρα η διαλεκτική του λόγου, το πλέγμα των σημαινόντων. Κάθε εποχή διαβάζει στους μύθους την μοίρα της.Η ποίησή της σκιαγραφεί την ιστορία. «Η ποίηση», γράφει ο Μπενζαμέν Περέ, «παραμένει παντοδύναμη, αναβράζει στους μύθους των Εσκιμώων, εκρήγνυται στο γράμμα του έρωτα, μυδραλιοβολεί το εκτελεστικό απόσπασμα που εκτελεί τον εργάτη που εξαίρει την ύστατη πνοή της κοινωνικής επανάστασης…»
Ο μύθος θέλει τον Μάρτιο του 1942 μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα των ιταλών στρατιωτών τρομαγμένων εξίσου με τους μελλοθάνατους πολιτικούς όμηρους, ο Παντελής Πουλιόπουλος, να τους μιλά στη γλώσσα των ανθρώπων. Από την Θήβα την πόλη της εφτάπυλης κατάρας και του Οιδιπόδειου δράματος, γεννημένος το 1900 χρονιά που ο βιεννέζος γιατρός Σίγμουντ Φρόιντ θα δημοσιεύσει το βιβλίο του για την ερμηνεία των ονείρων κι όπου γίνεται αναφορά στον μύθο του Οιδίποδα, δικηγόρος, αγωνιστής και διανοούμενος θα χαρτογραφήσει τα όρια της νεοελληνικής γλώσσας, θα αποκαλύψει με τρόπο προφητικό τη νεοελληνική τραγωδία. Πολύγλωσσος, μεταφραστής, διεθνιστής και ηγετική φυσιογνωμία του εργατικού κινήματος, η πολιτική προσωπικότητά του μπορεί να συγκριθεί με αυτή του Αντόνιο Γκράμσι ή της Ρόζας Λούξεμπουργκ, ο Παντελής Πουλιόπουλος με τη ζωή και το έργο του καθορίζει για πάντα την μοίρα της ελληνικής κοινωνίας. Η ζωή του γίνεται λόγος τραγικός, εγκιβωτισμός της αλήθειας. Και η αλήθεια έχει χαρακτήρα προφητικό. Το απόσπασμα θα κατεβάσει τα όπλα. ΘΑ αρνηθεί να εκτελέσει τον άνθρωπο, τον καταδικασμένο σε θάνατο που έχει απέναντί του και που τους μιλά την γλώσσα των ανθρώπων. Ο Πουλιόπουλος λύνει το αίνιγμα της Σφίγγας. Ο άνθρωπος είναι στο κέντρο της ιστορίας και η ιστορία είναι ο τραγικός βίος των βροτών. Ο Πουλιόπουλος όπως ο τραγικός ήρωας από την Θήβα αποκαλύπτει τα όρια του λόγου. Ο θάνατος, δηλαδή η ταξική βία ορίζουν την μοίρα των ανθρώπων. Ο Πουλιόπουλος ορίζει την μοίρα και την προοπτική της νεοελληνικής γλώσσας, του νεοελληνικού πολιτισμού: Μια γλώσσα τσακισμένη, αποσπασματική, στοιχειωμένη από ένα παρελθόν που ζει και την ορίζει αλλά η ίδια το αγνοεί μπορεί να βρει το νόημά της όταν η πράξη της την φέρνει στην παλιά αλήθεια, στο έργο και τον μόχθο του ανθρώπου. Ο νεοελληνικός πολιτισμός, η νεοελληνική γλώσσα νόημα έχουν όταν συνδιαλέγονται με την ιστορία, όταν επενεργούν στην παγκόσμια ιστορία, όταν συμβάλλουν στην τραγική της ανέλιξη.
Στις σκιές του Ατρέα ηχούν τα λόγια της πέτρας: «Ξέρεις ποιο θεωρώ το πιο σημαντικό πράγμα στην ιστορία του Πουλιόπουλου; Ο σκοπός του δεν άγιασε ποτέ τα μέσα. Ο μακιαβελισμός που έφαγε τις σάρκες και την ανθρωπιά όλου του πολιτισμού μας - ακόμη και των κομμουνιστών - δεν είχε ούτε μια σπιθαμή να πατήσει πάνω σε αυτό τον άνθρωπο. Για χάρη του πραγματισμού, ο Ζαχαριάδης και οι λοιποί έκαναν ό,τι έκαναν, γιατί υποτίθεται δε γινόταν αλλιώς. ο διεθνισμός ήταν όνειρο των τελευταίων ρομαντικών και όχι πολιτική τακτική. κι όμως ο Πουλιόπουλος τούς αποδεικνύει πως οι τελευταίοι ρομαντικοί είχαν δίκιο και τους το δείχνει δύο φορές: τη μία όταν οι στρατιώτες κατεβάζουν τα όπλα τους και τη δεύτερη όταν πια είναι και ο ίδιος ένα φάντασμα που πλανάται πάνω από τα συντρίμμια της χώρας του, όταν η ιστορία παίρνει την εκδίκησή της για τους συμβιβασμούς και τις «τακτικές». τα λάθη πληρώθηκαν με τους νεκρούς του εμφυλίου και τα μετέπειτα σκοτεινά χρόνια.
Όχι, ο σκοπός δεν αγιάζει ποτέ τα μέσα. Και μια μικρή παράκαμψη, στοιχίζει όλη τη διαδρομή. Όπως κι έγινε».
Η τραγωδία θα ολοκληρωθεί. Το πτώμα του Πουλιόπουλου και των συντρόφων του θα μείνουν άταφα. Η κατάρα του Οιδίποδα θα ολοκληρωθεί. Το αύριο, δηλαδή ο χρόνος, η βία και το μέτρο του ανθρώπου, η ποίηση, μας εγκαλούν. Το αίνιγμα του έρωτα και του θανάτου αντηχεί.
*Συγγραφέας, ποιητής και μεταφραστής ο Γιώργος Γιαννόπουλος είναι εκδότης της σημαντικής «Επιθεώρησης Πολιτισμού» ΕΝΕΚΕΝ, που εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη και γιόρτασε πριν από λίγους μήνες τα 20 χρόνια της. Το κείμενό του «Ο πατέρας μου ο Οιδίπους» δημοσιεύθηκε στο επετειακό τεύχος αρ. 37 του ΕΝΕΚΕΝ εν είδει κύριου άρθρου.
Για το ποιος ήταν ο Παντελής Πουλιόπουλος, βλέπε το αφιέρωμα του Ιού της Κυριακής» : http://www.iospress.gr/ios2000/ios20000521a.htm