Αντίο Ερνέστ
Του Γιώργου Μητραλιά
Προσπαθώντας να βάλω μια τάξη στις ιδέες και –αλίμονο- και στις αναμνήσεις μου για τον Ερνέστ Μαντέλ, δεν βρίσκω να πω τίποτα άλλο παρά ότι αποζήτησε πάντα την ουσία της ζωής. Τόσο των ανθρώπων στο σύνολό τους, όσο και του καθένα ξεχωριστά.
Σε τελευταία ανάλυση, ό,τι έκανε κι ό,τι προσπάθησε να μάθει τους άλλους να κάνουν, δεν ήταν παρά απόρροια αυτής της βαθύτατα ηθικής στάσης του απέναντι στη ζωή. Τι κάνει μια ζωή να αξίζει τον κόπο να την ζήσεις; Ή, με άλλα λόγια, τι δίνει νόημα, γοητεία και αξιοπρέπεια στο –κατά τα άλλα- εφήμερο πέρασμά μας από αυτή τη γή;
Πώς είναι δυνατό να τυραννούσαν έναν Μαντέλ τέτοιου είδους ανησυχίες και προβληματισμοί», θα αναφωνήσουν σίγουρα όλοι εκείνοι για τους οποίους ο Ερνέστ δεν ήταν «παρά» ένας διακεκριμένος μαρξιστής, ένας οικονομολόγος ή ένας ασυμβίβαστος επαναστάτης. Δικαιολογημένη η απορία τους. Η εποχή μας, που παραδέρνει μέσα στη βαρβαρότητα των καπιταλιστικών εκτρωμάτων και στα συντρίμια της σταλινικής αντεπανάστασης, δεν επιτρέπει πια τέτοιες… πολυτέλειες. Αυτή περιορίζεται να φυτοζωεί μέσα στον παρακμιακό «μεταμοντέρνο» άκρατο κυνισμό της…
Όμως, ο Μαντέλ ήταν …παλαιών αρχών. Ίσως ο τελευταίος της παλιάς φρουράς. Ήταν η ζωντανή μνήμη των (συκοφαντημένων) παραδόσεων του επαναστατικού μαρξισμού, εκείνων που έβαζαν τον πληγωμένο και αλλοτριωμένο άνθρωπο στην βάση και στο κέντρο του προβληματισμού τους. Όλη η διδασκαλία, η πράξη και η ζωή του ήταν αφιερωμένες σ’αυτό το κομματιασμένο κι ευνουχισμένο άνθρωπο και στον τιτάνιο αγώνα του για χειραφέτηση και ολοκλήρωση.
Να λοιπόν τι έκανε τον ανθρωποκεντρικό (και γι’αυτό αυθεντικό) μαρξισμό του Ερνέστ Μαντέλ να απέχει έτη φωτός από το αποστεωμένο μαρξιστικό κακέκτυπο των σταλινικών επιγόνων. Να επίσης τι τον έκανε να είναι ένας σπάνιος ρήτορας και κυρίως, ένας ακόμα σπανιότερος παιδαγωγός, που ήξερε να αναδεικνύει ό,τι καλύτερο υπήρχε στους μαθητές και ακροατές του. Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, ο «εγκεφαλικός» και πάντα καλοντυμένος Μαντέλ με την καθηγητικίστικη εμφάνιση, ήξερε να συνεπαίρνει και να πείθει επειδή απευθυνόταν πρωτίστως σ’αυτά τα αισθήματα που μας έμαθαν να κρύβουμε…
Για τον Ερνέστ, βάση και αφετηρία των πάντων ήταν η «ιερή αγανάκτηση», η οργή που οδηγεί στην εξέγερση περνώντας μέσα από τη συνειδητοποίηση της δικιάς μας προσωπικής μιζέριας. «Δεν μπορούμε να ζούμε σ’αυτό τον τρομερό κόσμου σαν ανθρώπινα όντα άξια αυτού του ονόματος, όταν κάθε τέσσερα χρόνια πεθαίνουν στον Τρίτο κόσμο από πείνα και από αρρώστιες από τις οποίες θα μπορούσαν εύκολα να γιατρευτούν 60 εκατομμύρια παιδιά». Και χτυπώντας το δάκτυλό του στο τραπέζι για να τονίσει την κάθε συλλαβή της επωδού του, ο Ερνέστ κατέληγε: «Τόσοι ήταν οι νεκροί σε όλο τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Αυτό είναι το αποτρόπαιο πρόσωπο της κοινωνίας μέσα στην οποία ζούμε: κάθε τέσσερα χρόνια, ένας παγκόσμιος πόλεμος κατά των παιδιών».
Όχι, ο Ερνέστ δεν είχε την παραμικρή σχέση ούτε με τους επαγγελματίες προφέσορες του μαρξισμού ούτε με τους ποικίλους «προοδευτικούς» που κόβουν την τρίχα στα τέσσερα και έχουν για μοναδική τους φιλοδοξία την αναγνώριση της «επιστημονικής κοινότητας». Όλα αυτά δεν τον ενδιέφεραν καθόλου, για έναν και μοναδικό λόγο: επειδή δεν μπορούν να γεμίσουν μια ζωή. Επειδή είναι ασήμαντα, ευτελή, ανάξια λόγου και ανίκανα να προσφέρουν απαντήσεις στα υπαρξιακά μας διλήμματα και να δώσουν νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Αρχή πάντων, λοιπόν, (για τον Ερνέστ) η διεκδίκηση του στοιχειώδους δικαιώματος στην αγανάκτηση, στην οργή και στην εξέγερση. Όχι επειδή αυτό απαιτούν κάποιες «νομοτέλειες» ή κάποιοι «φυσικοί νόμοι». Ούτε επειδή πρόκειται για κάποιο πολιτικό ή ακόμα και ταξικό «καθήκον». Για τον Μαντέλ, «η πολιτική στράτευση ενάντια σε όλα αυτά, ο πολιτικός αγώνας ενάντια σε όλα αυτά, η πάλη για έναν κόσμο που θα επιτρέψει να ανθήσει το χαμόγελο στα πρόσωπα όλων των παιδιών του κόσμου, αποτελεί τη μοναδική στάση που είναι αντάξια του άνδρα, της γυναίκας και του ανθρώπινου όντος». Ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο…
«Ηθικολόγος» λοιπόν ο Ερνέστ Μαντέλ; Σίγουρα ναι, αλλά τουλάχιστον τόσο «ηθικολόγος» όσο κι ο Λένιν όταν επέμενε ότι η «συνείδηση της εργατικής τάξης δεν μπορεί να είναι μια αληθινή πολιτική συνείδηση αν οι εργάτες δεν συνηθίσουν να αντιδρούν ενάντια σε κάθε κατάχρηση εξουσίας, σε κάθε εκδήλωση αυθαιρεσίας, καταπίεσης και βίας, οποιεσδήποτε και αν είναι οι τάξεις που είναι θύματά τους» («Τι να κάνουμε;»). Αν και μετά από 90 χρόνια, τι άλλο λέει ο Ερνέστ Μαντέλ όταν παρακινεί τους νέους να ξαναθυμηθούν αυτό που ο ίδιος «ο Μαρξ αποκαλούσε ηθικό κανόνα και κατηγορική προσταγή μάχης»; Όταν δηλαδή, τους καλεί να αγωνιστούν «παντού και πάντα, και άνευ όρων, ενάντια σε όλες τις μορφές αλλοτρίωσης, καταπίεσης, καταστολής και εκμετάλλευσης που έχουν για θύματά τους ανθρώπινα όντα»!
Ο Ερνέστ ήταν γνήσιο πνευματικό τέκνο του Μαρξ όταν μας παρότρυνε να «αμφιβάλουμε για τα πάντα». Ήταν όμως εξίσου γνήσιος συνεχιστής της πιο ουμανιστικής μαρξικής παράδοσης όταν μας διαβεβαίωνε ότι υπάρχει μια εξαίρεση σ’αυτό τον κανόνα, κάτι για το ποίο δεν χωράει καμιά αμφιβολία. Όπως ο (ξεχασμένος και παραγνωρισμένος) Μαρξ, έτσι κι ο Ερνέστος διαπίστωνε ότι «υπάρχει κάτι το θεσπέσιο σ’αυτή την ηθική βεβαιότητα που δεν επιτρέπει την παραμικρή αμφιβολία» (…). Απόλυτος, κατηγορηματικός αλλά συνάμα και λυρικός, συνόψιζε λοιπόν σε αυτές τις τρεις αράδες που κόβουν την ανάσα τον πάντα επίκαιρο «ηθικό κανόνα» του ολοκληρωμένου ανθρώπινου όντος: «Πάντα ενάντια στο κατεστημένο, πάντα ενάντια στην αδικία, όποιες κι αν είναι οι ελπίδες, οι τρόποι διατύπωσης, οι διορίες, πάντα!»…
Δεν τρέφουμε καμιά αυταπάτη. Όλα αυτά θα φανούν παράξενα, απροσδόκητα, παρωχημένα και «φυσικά» άκρως «ιδεαλιστικά» στους «προοδευτικούς» της εποχής μας που έχουν ξεχάσει ακόμα και τι σημαίνει η λέξη αλληλεγγύη. Ειδικά μάλιστα εκείνο το κατηγορηματικό και ανυποχώρητο «άνευ όρων» θα πρέπει να σοκάρει όσους έμαθαν να παζαρεύουν την αλληλεγγύη τους και να υποκύπτουν στις κάθε λογής κομματικές, ιδεολογικές ή στις άλλες ακόμα πιο… πεζές σκοπιμότητές τους. Σ’εκείνους που διυλίζουν τον κώνωπα και καταπίνουν συστηματικά την κάμηλο…
Δεν τρέφουμε επίσης καμιάν αυταπάτη ότι θα βρεθούν πολλοί που θα κρίνουν αυτό τον ηθικό κανόνα «λίγο» και «ανεπαρκή» για να παίξει τον ρόλο πυξίδας στη μπερδεμένη και πολύπλοκη εποχή μας. Σίγουρα, όλη η κοσμοθεωρία του Μαντέλ δεν εξαντλείται σ’αυτόν. Ωστόσο, ποιος θα είχε το θράσος να αμφισβητήσει αυτό που όλοι αναγνωρίζουν σήμερα… εκ των υστέρων; Ποιος θα τολμούσε να ισχυριστεί ότι το εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα ή ακόμα και ο ίδιος ο κόσμος μας δεν θα ήταν εντελώς διαφορετικός αν αυτός ο στοιχειώδης ηθικός κανόνας δεν είχε καταλήξει προ πολλού στα αζήτητα της ιστορίας;¨
Ο άνθρωπος δεν γίνεται όμως υποκείμενο της ιστορίας μόνο με την ιερή αγανάκτηση που του προκαλεί κάθε αδικία. Πατώντας πάνω σ’αυτή τη στέρεη βάση, πρέπει να προχωρήσει παραπέρα, να κατανοήσει σε βάθος τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει. «Μελετείστε τις ανθρωπιστικές επιστήμες (…) προσπαθείστε να αφομοιώσετε τις γενικές γραμμές της επιστημονικής ερμηνείας της ιστορίας, της αλληλοδιαδοχής των κοινωνικών καθεστώτων, των πολιτικών καθεστώτων, (…) κάντε ό,τι θέλετε αλλά κάντε το με επιστημονικό πνεύμα, με το πνεύμα του Μαρξ», έλεγε ο Ερνέστ απευθυνόμενος στους νέους. Με άλλα λόγια, τραβήξτε ζόρι, μην κάνετε τίποτα ερασιτεχνικά για να έχετε απλώς ήσυχη την συνείδησή σας.
Ο Μαντέλ ήταν φοβερά απαιτητικός ίσως επειδή είχε επιβάλει στον ίδιο τον εαυτό του μια πειθαρχία που μας φαινόταν απλησίαστη. Όμως, δεν επρόκειτο γι’αυτό. Απεχθανόταν το «περίπου», την τσαπατσουλιά και τον ερασιτεχνισμό επειδή διέκρινε σ’αυτά την έλλειψη σοβαρότητας που απαιτούν οι περιστάσεις. Ενώ μπορούσε να κλέψει ώρες από τον πολύτιμο και τόσο οργανωμένο χρόνο του για να μιλήσει με τον αναλφάβητο Ινδιάνο αγρότη των Άνδεων ή με τον μετανάστη ανθρακωρύχο του βέλγικου Λιμβούργου, ενώ ήταν πάντα διαθέσιμος για μιαν ομιλία ακόμα και στο ολιγάριθμο ακροατήριο συνδικαλιστών και φοιτητών, δεν ανεχόταν την παραμικρή ανούσια φλυαρία. Τότε ο συνήθως τόσο ήρεμος και συγκρατημένος άνθρωπος σκοτείνιαζε και έκοβε τη συζήτηση με το μαχαίρι καθώς ανακάλυπτε (πάντα έκπληκτος) ότι ο συνομιλητής του μιλούσε έτσι, για να περνάει η ώρα, χωρίς κανένα πάθος και κανένα μεράκι.
Αυστηρός; Σίγουρα ναι, επειδή ζούσε την κάθε στιγμή σαν την τεντωμένη χορδή του τόξου που σκοπεύει την καρδιά του στόχου του. Αλλά ποτέ μονόχνωτος και περιφρονητικός για ό,τι ξέφευγε από τα άμεσα ενδιαφέροντά του. Προς μεγάλη έκπληξη των συνομιλητών του, μπορούσε να περάσει από τον «ασιατικό τρόπο παραγωγής» στην προσφορά των σουρεαλιστών στην σύγχρονη τέχνη κι από τον αγαπημένο του Σπινόζα στη συμβολή του Ντάσιελ Χάμετ στο αστυνομικό μυθιστόρημα ή στη σημασία των (τότε πρωτοεμφανιζόμενων) Πινκ Φλόϋντ στη μετεξέλιξη της μουσικής ροκ! Όχι, ο Ερνέστ δεν ήταν ούτε μονοδιάστατος, ούτε παλαιομοδίτης. Απλώς σεβόταν τόσο πολύ τους πάντες και τα πάντα ώστε να μην περνάει από το μυαλό του η ιδέα ότι θα μπορούσε να μην ασχοληθεί με τη μέγιστη δυνατή σοβαρότητα και ευαισθησία…
Τα κριτήριά του ήταν, λοιπόν, απλά και συνάμα εντελώς απρόσιτα για όλους εμάς. Και για να μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία, να πώς όριζε ο Ερνέστος το πρότυπο του αυθεντικού επαναστάτη μαρξιστή προς το οποίο μπορούν και πρέπει να τείνουν όλοι οι νεαροί «αμφισβητίες» που ανακαλύπτουν την πολιτική: επαναστάτης μαρξιστής είναι εκείνος που «μπορεί να αντιμετωπίσει με επιτυχία τους καλύτερους εκπροσώπους της αστικής σκέψης και μάλιστα τον καθένα ξεχωριστά στον τομέα του» !!! Και πριν καλά-καλά συνειδητοποιήσουν οι αποσβολωμένοι νεαροί τι ακριβώς εννοούσε, ο Μαντέλ τους μοίραζε τρεις πολυγραφημένες (από τον ίδιο) σελίδες με τη «βασική μαρξιστική βιβλιογραφία» των πρώτων 00 πολιτικών, ιστορικών, οικονομικών, κοινωνιολογικών (Σχολή της Φρανκφούρτης) και ψυχαναλυτικών (Φρομ και Φρόϋντ) βιβλίων που θα τους έδιναν μια πρώτη γεύση της ακόμα πιο επίπονης αλλά τόσο απαραίτητης συνέχειας…
Για μιαν ακόμα φορά, δεν επρόκειτο για μιαν εξωπραγματική και «υπεραισιόδοξη» θεώρηση των πραγμάτων από τον Ερνέστ Μαντέλ. Τα κριτήριά του δεν ήταν άλλα από εκείνα που είχε διαμορφώσει στις αρχές του αιώνα η «λενινιστική θεωρία της οργάνωσης» πριν ανασκολωπηθεί από το απάνθρωπο σταλινικό έκτρωμα που όλοι γνωρίσαμε. Αυτά που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως παράλογες απαιτήσεις ενός εντελώς ξεχωριστού ανθρώπου που… έκρινε εξ ιδίων, δεν ήταν τίποτα άλλο από επίδειξη του πιο πραγματιστικού ρεαλισμού: είτε διανοούμενος, είτε εργάτης (!), ο επαναστάτης μαρξιστής δεν μπορεί να παίξει αποτελεσματικά τον ρόλο του παρά μόνον αν εξοπλιστεί κατάλληλα,, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να γίνει (ή τουλάχιστον να τείνει να γίνει) «και» τέρας πολύμορφης μόρφωσης. Ο λόγος απλός: αυτό ακριβώς απαιτούν οι πρωτόγνωρες (στην κυριολεξία) και γι’αυτό γιγάντιες ανάγκες της ενσυνείδητης διαδικασίας που ολοκληρώνεται με τη διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης.
Ένας τέτοιος αυθεντικά «αναγεννησιακός άνθρωπος» ήταν ο επαναστάτης Ερνέστ Μαντέλ. Όχι μόνο φιλόσοφος, οικονομολόγος, ιστορικός και κοινωνιολόγος, αλλά και οργανωτής, συνδικαλιστής, παράνομος αγκιτάτορας και δημεγέρτης. Όχι μόνον μέγιστος θεωρητικός, αλλά και ταπεινός στρατευμένος αγωνιστής στην υπηρεσία της μεγάλης υπόθεσης της χειραφέτησης των εργαζομένων. Όχι μόνο γνήσιο τέκνο αυτής της πολύπαθης αστικής κοινωνίας που ποτέ δεν μπόρεσε να τον αφομοιώσει, αλλά και αντιπροσωπευτικό δείγμα του ολοκληρωμένου ανθρώπου της σοσιαλιστικής κοινωνίας του μέλλοντος. Όπως πριν από αυτόν ο Ντα Βίντσι, ο Μπετόβεν, ο Μαρξ, ο Τρότσκι ή ο φίλος και συνονόματός του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, έτσι κι ο σύγχρονός μας Ερνέστ Μαντέλ ήταν η ζωντανή επιβεβαίωση των απεριόριστων δυνατοτήτων του ανθρώπου που αρνείται να υποταγεί. Ο Μαντέλ ήταν και είναι αστείρευτη πηγή ελπίδας για όλους εκείνους που θέλουν να κλείσουν, πριν είναι πολύ αργά για τον πλανήτη και το ανθρώπινο είδος, αυτό το κεφάλαιο της «ανθρώπινης προϊστορίας».
Ας κλείσουμε λοιπόν αυτό τον μικρό επικήδειο στον άνθρωπο που μας σημάδεψε όσο κανείς άλλος, ξανακούγοντάς τον να μιλάει για την ζωή του, αλλά και για την ουσία των πραγμάτων, δηλαδή για ό,τι κάνει μια ζωή να αξίζει τον κόπο να την ζήσεις.
«Σας διαβεβαιώνω –και το λέω τώρα στη βάση μιας προσωπικής εμπειρίας 55 χρόνων αγώνων- ότι στο βαθμό που της είμαστε πιστοί αυτή η ηθική στράτευση είναι και πηγή ατομικής ευτυχίας. Δεν έχουμε τύψεις συνείδησης ούτε και σύμπλεγμα ενοχής ακόμα κι όταν κάνουμε λάθος –όπως εξάλλου κάνει λάθη όλος ο κόσμος. Όμως, κάνουμε λάθος αγωνιζόμενοι για μια καλή υπόθεση. Δεν αγωνιστήκαμε για λάθος υπόθεση, δεν υποστηρίξαμε κυνικά βασανιστές, δολοφόνους, εκμεταλλευτές. Όχι! Ποτέ! Με τίποτα!».
Έχε γεια, αγαπημένε δάσκαλε.
3 Νοεμβρίου 1995