Οικοσοσιαλιστικό Μανιφέστο
Των Joel Kovel και Michael Loewy*
Η αρχή του 21ου αιώνα είναι καταστροφική: οικολογικός κίνδυνος χωρίς προηγούμενο, χαοτική παγκόσμια τάξη πραγμάτων σημαδεμένη από το τρόμο και τους πολέμους χαμηλής έντασης που απλώνονται σαν γάγγραινα πάνω στο πλανήτη -στη κεντρική Αφρική, στη Μέση Ανατολή, κατά μήκος της ακτής του Ειρηνικού στη Νότια Αμερική- και αντανακλώνται σε όλα τα έθνη.
Κατά την άποψή μας, οι οικολογικές κρίσεις και οι κρίσεις της κοινωνικής κατάρρευσης συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους και θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται σαν ξεχωριστές εκδηλώσεις των ίδιων δομικών δυνάμεων. Οι πρώτες έλκουν, γενικά, την καταγωγή τους από την έρπουσα εκβιομηχάνιση που καταστρέφει την ικανότητα της γης να αποσβένει και να συγκρατεί την οικολογική αποσταθεροποίηση. Οι δεύτερες προέρχονται από τη μορφή του ιμπεριαλισμού τη γνωστή με το όνομα της παγκοσμιοποίησης, που ρημάζει τις κοινωνίες που βρίσκει στο δρόμο του. Επιπλέον, αυτές οι υπόγειες δυνάμεις αποτελούν ουσιαστικά διαφορετικές πτυχές της ίδιας κεντρικής δυναμικής που κινεί το όλον: την επέκταση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.
Απορρίπτουμε όλους τους ευφημισμούς και την προπαγάνδα που αποσκοπεί στον εξωραϊσμό της κτηνωδίας αυτού του καθεστώτος: κάθε απόπειρα υποτίμησης του οικολογικού του κόστους όπως και κάθε σχετικοποίηση του ανθρώπινου κόστους του στο όνομα της δημοκρατίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Αντίθετα, επιμένουμε ότι είναι ανάγκη να κοιτάμε το κεφάλαιο μέσα από το πρίσμα των χειροπιαστών πράξεών του.
Επενεργώντας στη φύση και στην οικολογική της ισορροπία, και όντας συνεχώς υποχρεωμένο να επεκτείνει την κερδοφορία του, αυτό το καθεστώς εκθέτει τα οικοσυστήματα σε αποσταθεροποιητικές ρυπάνσεις, κατακερματίζει τους φυσικούς βιότοπους που εξελίχτηκαν επί χιλιετίες για να επιτρέψουν να ανθήσουν ζωντανοί οργανισμοί, σπαταλά τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους, συρρικνώνει την αισθησιακή ζωτικότητα της φύσης στη ψυχρή ανταλλαγή που απαιτεί η συσσώρευση του κεφαλαίου.
Όσον αφορά την ανθρωπότητα και την απαίτησή της για αυτοδιάθεση, για κοινά αγαθά και για μια ζωή γεμάτη ουσία, το κεφάλαιο υποβαθμίζει την πλειοψηφία του πλανητικού πληθυσμού αντιμετωπίζοντάς την σαν απλή δεξαμενή εργατικής δύναμης ενώ απορρίπτει τους περισσότερους από τους υπόλοιπους ως άχρηστα αντικείμενα. Εισέβαλε στις κοινότητες και υπονόμευσε την ακεραιότητα τους μέσα από τη παγκόσμια κουλτούρα της μαζικής κατανάλωσης και απολιτικοποίησης. Αύξησε τις ανισότητες εισοδήματος και εξουσίας όσο ποτέ άλλοτε στην ανθρώπινη ιστορία. Συνεργάστηκε με ένα δίκτυο διεφθαρμένων και δουλοπρεπών Κρατών-πελατών, οι τοπικές ελίτ των οποίων επωμίζονται την καταστολή και προστατεύουν το κέντρο από την κατακραυγή. Επιπλέον, άρχισε να δημιουργεί ένα δίκτυο διεθνικών οργανώσεων επιτηρούμενων από δυτικές δυνάμεις και από την αμερικανική υπερδύναμη για να υπονομεύσει την αυτονομία της περιφέρειας και να την καταδικάσει στο χρέος ενώ ταυτόχρονα διατηρεί ένα τεράστιο στρατιωτικό μηχανισμό που εξασφαλίζει την υποταγή στο καπιταλιστικό κέντρο.
Πιστεύουμε ότι το παρόν καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορεί να ρυθμίσει, και ακόμα περισσότερο να ξεπεράσει τις κρίσεις που το ίδιο έχει προκαλέσει. Δεν μπορεί να επιλύσει την οικολογική κρίση επειδή, για να το κάνει, θα έπρεπε να θέσει όρια στη συσσώρευση -πράγμα απαράδεκτο για ένα σύστημα που βασίζεται στην επιταγή «αυξήσου ή πέθανε»! Και δεν μπορεί να επιλύσει την κρίση που προκαλεί ο τρόμος ή άλλες μορφές βίαιου ξεσηκωμού επειδή θα έπρεπε να εγκαταλείψει τη λογική της αυτοκρατορίας και άρα να επιβάλει απαράδεκτα όρια στην οικονομική ανάπτυξη και στο «τρόπο ζωής» που στηρίζονται από αυτή την αυτοκρατορία. Η μόνη επιλογή που του απομένει είναι η προσφυγή στη ωμή βία, αυξάνοντας με αυτό το τρόπο την αλλοτρίωση και σπέρνοντας τους σπόρους της τρομοκρατίας… και της αντιτρομοκρατίας που την ακολουθεί, διολισθαίνοντας έτσι προς μια νέα και επικίνδυνη παραλλαγή του φασισμού.
Συνοψίζοντας, το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται σε ιστορική χρεοκοπία. Έχει μετατραπεί σε μια αυτοκρατορία ανίκανη να προσαρμοστεί, ο γιγαντισμός της οποίας αποκαλύπτει στο φως της ημέρας τη λανθάνουσα αδυναμία της. Είναι, με οικολογικούς όρους, βαθύτατα «μη βιώσιμο» και πρέπει να αλλάξει, ή καλύτερα, να αντικατασταθεί, αν θέλουμε ένα μέλλον που αξίζει να το ζήσουμε.
Να γιατί επιστρέφει το δραματικό δίλημμα που έθεσε άλλοτε η Ρόζα Λούξεμπουργκ: Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα!, σε μια εποχή που το πρόσωπο της βαρβαρότητας αντανακλά τον αιώνα που αρχίζει και παίρνει τα χαρακτηριστικά της οικοκαταστροφής, του διδύμου τρόμος/αντιτρόμος, και του φασιστικού εκφυλισμού τους.
Ωστόσο, γιατί σοσιαλισμός; Γιατί να αναβιώσουμε μια λέξη τάχα καταδικασμένη να ριχτεί στο σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας εξαιτίας των λαθεμένων ερμηνειών της κατά τον 20ο αιώνα; Για ένα και μόνο λόγο: αν και εξαιρετικά ταλαιπωρημένη και απραγματοποίητη, η έννοια του σοσιαλισμού εξακολουθεί να εκφράζει την υπέρβαση του κεφαλαίου. Αν το ζητούμενο είναι να ηττηθεί το κεφάλαιο, καθήκον που επιβάλλεται σήμερα κατεπειγόντως από την ανάγκη να επιβιώσει ο ίδιος ο πολιτισμός, το αποτέλεσμα θα είναι αναγκαστικά «σοσιαλιστικό», μια και αυτός είναι ο όρος που σημαίνει το βήμα προς μια μετακαπιταλιστική κοινωνία. Όταν λέμε ότι το κεφάλαιο είναι ριζικά μη βιώσιμο και τείνει προς τη βαρβαρότητα που σκιαγραφήσαμε παραπάνω, λέμε επίσης ότι χρειαζόμαστε να οικοδομήσουμε ένα «σοσιαλισμό» ικανό να υπερβεί τις κρίσεις που δημιούργησε το κεφάλαιο. Και αν οι «σοσιαλισμοί» του παρελθόντος απέτυχαν να το κάνουν, είναι κατά συνέπεια δική μας υποχρέωση, αν δεν θέλουμε να υποταγούμε στη βάρβαρη μοίρα μας, να αγωνιστούμε για ένα νικηφόρο σοσιαλισμό. Και όπως, από τότε που η Ρόζα Λούξεμπουργκ διατύπωσε το προφητικό της δίλημμα, η βαρβαρότητα άλλαξε ώστε να αντανακλά τον περασμένο αιώνα, με τον ίδιο τρόπο το όνομα και η πραγματικότητα του «σοσιαλισμού» πρέπει να προσαρμοστούν στην εποχή μας.
Για όλους αυτούς τους λόγους, επιλέξαμε να ονομάσουμε οικοσοσιαλισμό τη δική μας ερμηνεία του σοσιαλισμού, και να εργαστούμε για την πραγμάτωσή της.
Γιατί ο οικοσοσιαλισμός;
Μέσα στις συνθήκες της οικολογικής κρίσης, βλέπουμε τον οικοσοσιαλισμό όχι ως την άρνηση των σοσιαλισμών «της πρώτης εποχής» του εικοστού αιώνα αλλά ως την πραγμάτωσή τους. Όπως και εκείνοι, οικοδομείται πάνω στη βαθιά γνώση του γεγονότος ότι το κεφάλαιο είναι αντικειμενοποιημένη παρελθούσα εργασία, και εδράζεται στην ελεύθερη ανάπτυξη όλων των παραγωγών, ή με άλλα λόγια, στην εξάλειψη της αποξένωσης των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής. Γνωρίζουμε ότι οι σοσιαλισμοί της πρώτης εποχής δεν στάθηκαν ικανοί να πραγματώσουν αυτό το στόχο, για λόγους εξαιρετικά περίπλοκους που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε εδώ, και γι’αυτό περιοριζόμαστε να τους συνοψίσουμε στις ποικίλες συνέπειες της υπανάπτυξης μέσα στο εχθρικό περιβάλλον των τότε υπαρχουσών καπιταλιστικών δυνάμεων. Αυτή η συγκυρία προκάλεσε πολυάριθμες βλαβερές συνέπειες στους υπαρκτούς σοσιαλισμούς, κυρίως την άρνηση της εσωτερικής δημοκρατίας, που συνδυαζόμενη με την άμιλλα προς το καπιταλιστικό παραγωγισμό (προντουκτιβισμό), οδήγησε τελικά στη κατάρρευση αυτών των κοινωνιών και στη καταστροφή του περιβάλλοντός τους.
Ο οικοσοσιαλισμός κρατάει τους χειραφετητικούς στόχους του σοσιαλισμού της πρώτης εποχής και απορρίπτει τους αλλοιωμένους και ρεφορμιστικούς στόχους της σοσιαλδημοκρατίας και τις παραγωγίστικες δομές των γραφειοκρατικών παραλλαγών του σοσιαλισμού. Αντίθετα, επιμένει στον επανακαθορισμό τόσο των δρόμων όσο και του στόχου της σοσιαλιστικής παραγωγής μέσα σε ένα οικολογικό πλαίσιο.
Δεν το κάνει για να επιβάλει ελλείψεις, στερήσεις και καταστολή αλλά για να σεβαστεί εκείνα τα «αναπτυξιακά όρια» που είναι συμβατά με τη βιωσιμότητα της κοινωνίας. Αντίθετα, στόχος είναι ο μετασχηματισμός των αναγκών και μια βαθιά στροφή προς τη ποιοτική διάσταση, σε βάρος της ποσοτικής. Από την άποψη της παραγωγής εμπορευμάτων, αυτό μεταφράζεται στη προτεραιότητα των αξιών χρήσης σε σχέση με τις ανταλλακτικές αξίες, πράγμα που συνιστά ένα σχέδιο μεγάλης σημασίας, που εδράζεται στην άμεση οικονομική δραστηριότητα.
Η γενίκευση μιας οικολογικής παραγωγής σε σοσιαλιστικές συνθήκες μπορεί να προσφέρει τη βάση για να ξεπεράσουμε τις σημερινές κρίσεις. Μια κοινωνία ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών δεν σταματάει στο δικό της εκδημοκρατισμό. Πρέπει να επιμείνει στην απελευθέρωση όλων των ανθρώπων, πράγμα που θεωρεί θεμέλιο και συνάμα στόχο της. Έτσι ξεπερνάει τις ιμπεριαλιστικές ορμές, τόσο υποκειμενικά όσο και αντικειμενικά. Υλοποιώντας ένα τέτοιο στόχο, αγωνίζεται για να ξεπεράσει κάθε μορφή κυριαρχίας, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων του φύλου και της φυλής, Και ξεπερνάει τις συνθήκες που εκτρέφουν τις φονταμενταλιστικές στρεβλώσεις και τις τρομοκρατικές εκδηλώσεις τους. Συνοψίζοντας, η αρχή μιας παγκόσμιας κοινωνίας εγγράφεται σε μια προοπτική οικολογικής αρμονίας που είναι αδιανόητη στις παρούσες συνθήκες. Μια πρακτική συνέπεια αυτών των τάσεων θα ήταν, για παράδειγμα, ο μαρασμός της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα που είναι συνυφασμένα με το βιομηχανικό καπιταλισμό. Και αυτό με τη σειρά του μπορεί να προσφέρει την υλική βάση για την απελευθέρωση των χωρών που καταπιέζονται από τον ιμπεριαλισμό του πετρελαίου, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει τη συγκράτηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, καθώς και των άλλων δεινών της οικολογικής κρίσης.
Κανείς δεν μπορεί να διαβάσει αυτές τις προτάσεις χωρίς να σκεφτεί, πρώτο, τα πολυάριθμα θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα που εγείρουν και, δεύτερο και πιο αποκαρδιωτικό, χωρίς να νοιώσει μια κάποια αποθάρρυνση, καθώς όλες αυτές μοιάζουν να είναι τόσο μακριά από την παρούσα πραγματικότητα του κόσμου, όπως αυτή εμφανίζεται στους θεσμούς και αποτυπώνεται στη συνείδηση. Δεν χρειάζεται να επεξεργαστούμε αυτά τα σημεία που θα έπρεπε να είναι εύκολα αναγνωρίσιμα από τους πάντες. Όμως, θα θέλαμε να επιμείνουμε για να αντιμετωπισθούν μέσα από την κατάλληλη προοπτική. Δεν είναι πρόθεσή μας ούτε να καθορίσουμε το κάθε βήμα αυτής της πορείας ούτε να υποχωρήσουμε μπροστά στον αντίπαλο επειδή είναι πολύ πιο ισχυρός. Αντίθετα, πρόθεσή μας είναι να αναπτύξουμε μια λογική επαρκούς και αναγκαίου μετασχηματισμού της παρούσας τάξης πραγμάτων ώστε να διανύσουμε τις ενδιάμεσες φάσεις προς την κατεύθυνση αυτού του στόχου. Το κάνουμε προκειμένου να στοχαστούμε σε βάθος αυτές τις δυνατότητες και ταυτόχρονα για να αρχίσουμε το έργο του σχεδιασμού από κοινού με εκείνους που μοιράζονται τις ίδιες αντιλήψεις. Αν αυτά τα επιχειρήματα έχουν κάποια αξία, τότε παρόμοιες σκέψεις και πρακτικές που πραγματώνουν αυτές τις σκέψεις, πρέπει να βλαστήσουν σε αναρίθμητα σημεία σε όλο τον πλανήτη.
Ο οικοσοσιαλισμός ή θα είναι διεθνής και οικουμενικός ή δεν θα υπάρξει. Οι κρίσεις της εποχής μας μπορούν -και πρέπει- να κατανοηθούν ως επαναστατικές ευκαιρίες, και δική μας υποχρέωση είναι να τις αντιμετωπίσουμε ως τέτοιε και να τις κάνουμε πραγματικότητα.
Η ιδέα αυτού του μανιφέστου ρίχτηκε από κοινού από τον Joel Kovel και τον Michael Loewy σε ένα εργαστήριο για την οικολογία και το σοσιαλισμό που έγινε στη Βενσέν, κοντά στο Παρίσι, το Σεπτέμβρη του 2001. Όλοι μας πάσχουμε από μια χρόνια περίπτωση του παραδόξου του Γκράμσι, επειδή ζούμε σε μια εποχή της οποίας η τάξη πραγμάτων πεθαίνει (συμπαρασύροντας και τον πολιτισμό) ενώ η νέα τάξη δεν φαίνεται ικανή να γεννηθεί. Όμως, μπορεί τουλάχιστον να προαναγγελθεί. Η πιο μαύρη σκιά που πέφτει πάνω μας δεν είναι ούτε ο τρόμος, ούτε η περιβαλλοντική κατάρρευση, ούτε η παγκόσμια οικονομική ύφεση ή κρίση. Είναι η εσωτερικευμένη μοιρολατρία που ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει εφικτή εναλλακτική λύση στην παγκόσμια καπιταλιστική τάξη. Να γιατί θέλουμε να αρθρώσουμε ένα υπόδειγμα λόγου που αρνείται συνειδητά την παρούσα ατμόσφαιρα αγχώδους συμβιβασμού και παθητικής αποδοχής.
Αυτό το μανιφέστο δεν έχει την τόλμη εκείνου του 1848, επειδή ο οικοσοσιαλισμός δεν είναι ακόμα ούτε «φάσμα», ούτε ενσαρκώνεται σε κάποιο συγκεκριμένο κόμμα ή κίνημα. Είναι μόνο μια συλλογιστική βασισμένη σε μια ανάγνωση της παρούσας κρίσης και στις συνθήκες που είναι απαραίτητες για να την ξεπεράσουμε. Δεν κάνουμε τους παντογνώστες. Μακριά από μας κάτι τέτοιο, στόχος μας είναι να προσκαλέσουμε σε διάλογο, σε συζήτηση, σε βελτιώσεις, με κύριο μέλημα το πώς μπορεί αυτή η έννοια να πραγματωθεί. Αναρίθμητες εστίες αντίστασης εμφανίζονται αυθόρμητα σε όλη τη χαοτική οικουμένη του παγκόσμιου κεφαλαίου. Πολλές από αυτές είναι κατά βάθος οικοσοσιαλιστικές σε περιεχόμενο. Πώς μπορούν να ενωθούν; Μπορούμε να οραματιστούμε μια «οικοσοσιαλιστική διεθνή»; Μπορεί το φάσμα να αποκτήσει υπόσταση; Είναι με αυτό το στόχο που ανοίγουμε τη συζήτηση.
* Το (πρώτο) Οικοσοσιαλιστικό Μανιφέστο δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2001.