ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ: Η ΜΑΥΡΗ ΤΡΥΠΑ ΤΟΥ ΑΟΥΣΒΙΤΣ
Πολεμική στους Γερμανούς ιστορικούς
Η πολεμική που ξέσπασε στη Γερμανία, ανάμεσα σ΄ αυτούς που προσπαθούν να υποβαθμίσουν τον ναζιστικό όλεθρο (Nolte, Hillgruber) και σε αυτούς που υποστηρίζουν τη μοναδικότητά του (Habermas και πολλοί άλλοι) δεν μπορεί να μας αφήσει αδιάφορους. Η θεωρία των πρώτων είναι γνωστή: η ανθρωπότητα γνώρισε σφαγές σε κάθε αιώνα, ιδιαίτερα στις αρχές του δικού μας και κυρίως εναντίον των "ταξικών εχθρών" στη Σοβιετική Ένωση, συνεπώς κοντά στα σύνορα της Γερμανίας. Εμείς οι Γερμανοί, στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου δεν κάναμε τίποτα περισσότερο από το να προσαρμοστούμε σε μια πρακτική φρικτή αλλά καθιερωμένη: μια πρακτική "ασιατική" η οποία ερμηνεύεται σε σφαγές, μαζικές εκτοπίσεις, σκληρή απομόνωση σε εχθρικές περιοχές, βασανιστήρια, διάλυση των οικογενειών. Η δική μας μοναδική καινοτομία υπήρξε τεχνολογικής φύσεως: επινοήσαμε τους θαλάμους αερίων. Ας το πούμε εν συντομία: είναι ακριβώς αυτή η καινοτομία την οποία αρνείται η σχολή των "αναθεωρητών" οπαδών του Faurisson, επομένως οι δύο θεωρίες αλληλοσυμπληρώνονται σε μια ερμηνεία της ιστορίας η οποία δεν μπορεί παρά να είναι ανησυχητική.
Τώρα οι Σοβιετικοί δεν μπορούν να κηρυχθούν αθώοι. Η εξόντωση των κουλάκων πρώτα και μετά οι στημένες δίκες και οι αναρίθμητες ωμότητες εναντίον πραγματικών ή φανταστικών εχθρών του λαού είναι γεγονότα πολύ σοβαρά και οδήγησαν τη Σοβιετική Ένωση στην απομόνωση, η οποία με διαφορετικές αποχρώσεις (και με την αναγκαστική παρένθεση του πολέμου) διαρκεί μέχρι σήμερα. Αλλά κανένα νομικό σύστημα δεν μπορεί να αθωώσει έναν δολοφόνο επειδή και στο απέναντι σπίτι υπάρχουν και άλλοι δολοφόνοι. Επιπλέον, τα γεγονότα αυτά συντελούνταν αναμφισβήτητα στο εσωτερικό του σοβιετικού κράτους και στα οποία κανείς από το εξωτερικό δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί παρά μόνον μέσω ενός γενικευμένου πολέμου.
Οι νέοι Γερμανοί αναθεωρητές επιδιώκουν να παρουσιάσουν τη ναζιστική σφαγή σαν προληπτική άμυνα απέναντι σε μια "ασιατική" εισβολή. Η θεωρία μου φαίνεται εξαιρετικά αβάσιμη. Δεν έχει αποδειχτεί ότι οι Ρώσοι είχαν την πρόθεση να εισβάλουν στη Γερμανία, αντίθετα τη φοβούνταν, όπως έδειξε το εσπευσμένο σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότωφ, και δίκαια, όπως αποδείχτηκε με την ξαφνική επίθεση της Γερμανίας το 1941. Επιπλέον, δεν είναι κατανοητό πως οι "πολιτικές" εξοντώσεις, οργανωμένες από τον Στάλιν, αντικατροπτίζονται στην εξόντωση του εβραϊκού λαού, όταν είναι γνωστό ότι πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία οι Γερμανοεβραίοι ήταν πλήρως ενσωματωμένοι στη γερμανική κοινωνία και θεωρούνταν εχθροί μόνο από τον ίδιο τον Χίτλερ και τους λίγους φανατικούς που αρχικά τον ακολούθησαν. Η ταύτιση εβραϊσμού και μπολσεβικισμού, έμμονη ιδέα του Χίτλερ, στερείτο αντικειμενικής βάσης, κυρίως στη Γερμανία, όπου εμφανώς η πλειονότητα των Εβραίων ανήκε στην αστική τάξη.
Ότι "το Γκουλάγκ προηγήθηκε του Άουσβιτς" είναι αλήθεια, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι σκοποί για τους οποίους δημιουργήθηκε ήταν διαφορετικοί. Το Γκουλάγκ σκόπευε στην εξόντωση ανάμεσα σε ομοφύλους, δεν βασιζόταν στη φυλετική υπεροχή, δεν διαχώριζε την ανθρωπότητα σε υπερανθρώπους και υπανθρώπους, το Άουσβιτς στηρίχτηκε σε μια ιδεολογία διαποτισμένη από ρατσισμό. Εάν είχε επικρατήσει σήμερα ο κόσμος θα ήταν χωρισμένος στα δύο, "εμείς" οι κύριοι από τη μία πλευρά και όλοι οι άλλοι υπό την εξουσία τους ή υπό εξόντωση σαν φυλετικά κατώτεροι. Αυτή η περιφρόνηση της θεμελιώδους ισότητας που δικαιούνται όλες οι ανθρώπινες υπάρξεις, διαπερνούσε τις άπειρες συμβολικές λεπτομέρειες, αρχίζοντας από το τατουάζ του Άουσβιτς μέχρι τη χρήση, ακριβώς στους θαλάμους αερίων, του δηλητηρίου που αρχικά προοριζόταν για την απολύμανση των πλοίων από τους ποντικούς. Η ανόσια εκμετάλλευση των νεκρών και της στάχτης τους παραμένει μοναδικό προνόμιο της χιτλερικής Γερμανίας και, ως σήμερα, σε πείσμα όσων επιθυμούν να σβήσουν το περίγραμμα, αποτελεί το έμβλημα.
Είναι πράγματι αλήθεια ότι στο Γκουλάγκ η θνησιμότητα ήταν τρομακτικά μεγάλη, αλλά μπορούμε να το θεωρήσουμε ως ένα επακόλουθο που αντιμετωπιζόταν με κυνική αδιαφορία: ο πρωταρχικός σκοπός, βάρβαρος πράγματι, είχε τη δική του λογική, αυτή της αναγέννησης της δουλοκτητικής οικονομίας ως βάσης για την "οικοδόμηση του σοσιαλισμού". Ούτε στις σελίδες του Σολτζενίτσιν, οι οποίες ριγούν από δικαιολογημένη οργή, δεν διαφαίνεται κάτι που θα μπορούσε να συγκριθεί με την Τρεμπλίνκα και το Τσέλμνο, τα οποία δεν ήταν στρατόπεδα εργασίας ούτε στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά "μαύρες τρύπες" για άντρες, γυναίκες και παιδιά που ήταν ένοχοι μόνο για το γεγονός ότι γεννήθηκαν Εβραίοι, και που κατέβαιναν από τα τρένα για να οδηγηθούν κατευθείαν στους θαλάμους αερίων, χωρίς κανείς να βγει ζωντανός. Οι Σοβιετικοί που κατέλαβαν τη Γερμανία, μετά το μαρτύριο που υπέστη η χώρα τους (θυμόσαστε ανάμεσα στις εκατοντάδες λεπτομέρειες την ανελέητη πολιορκία του Λένινγκραντ;), διψασμένοι για εκδίκηση, σπιλώθηκαν με σοβαρά εγκλήματα, αλλά δεν υπήρχαν ανάμεσά τους οι Einsatzkommandos, με αποστολή να πυροβολούν τον άμαχο πληθυσμό δίπλα σε απέραντους ομαδικούς τάφους που πολλές φορές τα ίδια τα θύματα είχαν σκάψει, ούτε εξάλλου είχαν ποτέ σχεδιάσει την εξόντωση του γερμανικού λαού, εναντίον του οποίου έτρεφαν δικαιολογημένα αίσθημα εκδίκησης.
Ποτέ δεν πιστοποιήθηκε ότι στα Γκουλάγκ γινόταν "επιλογή", όπως αυτές των γερμανικών Λάγκερ, που έχουν περιγραφεί συχνά, στις οποίες οι γιατροί (γιατροί!)) Ες Ες με μία μόνο ματιά στο θώρακα και στην πλάτη αποφάσιζαν ποιος ήταν ικανός να δουλέψει και ποιος θα πήγαινε στους θαλάμους αερίων. Και δεν βλέπω πως αυτή η "καινοτομία" θα μπορούσε να χαρακτηριστεί δευτερεύουσα και μικρής σημασίας με τη δήλωση ότι ήταν "η μοναδική". Δεν ήταν μία μίμηση "ασιατική", ήταν σαφώς ευρωπαϊκή, το αέριο το παρήγαγαν γνωστές χημικές βιομηχανίες της Γερμανίας, στις γερμανικές βιομηχανίες κατέληγαν τα μαλλιά των δολοφονημένων γυναικών, και στις γερμανικές τράπεζες ο χρυσός των δοντιών των νεκρών. Όλα αυτά είναι σαφώς γερμανικά και κανείς Γερμανός δεν πρέπει να τα ξεχνά, όπως επίσης δεν πρέπει να ξεχνά και ότι μόνο στη ναζιστική Γερμανία οδηγήθηκαν σε φρικτό θάνατο ακόμα και παιδιά και ετοιμοθάνατοι στο όνομα ενός αφηρημένου και βάρβαρου ριζοσπαστισμού χωρίς όμοιό του στη σύγχρονη εποχή.
Σε αυτή τη διφορούμενη επίκαιρη πολεμική δεν έχει σπουδαιότητα το γεγονός ότι οι Σύμμαχοι είναι ένοχοι σε μεγάλο βαθμό. Είναι αλήθεια ότι κανένα δημοκρατικό κράτος δεν πρόσφερε άσυλο στους καταδιωκόμενους ή εξόριστους Εβραίους. Είναι αλήθεια ότι οι Αμερικανοί αρνήθηκαν να βομβαρδίσουν τις σιδηροδρομικές γραμμές προς το Άουσβιτς (ενώ αντίθετα βομβάρδισαν συχνά την παρακείμενη βιομηχανική ζώνη) και είναι επίσης αλήθεια ότι για την παράλειψη παροχής βοήθειας οι Σύμμαχοι πρόβαλαν λόγους ανήθικους, δηλαδή το φόβο της παροχής φιλοξενίας και βοήθειας σε εκατομμύρια πρόσφυγες και επιζώντες. Αλλά δεν μπορούμε να μιλήσουμε για πραγματική συνενοχή και είναι αβυσσαλέα η διαφορά (νομική και ηθική) ανάμεσα σε αυτόν που πράττει και σε αυτόν που δεν εμποδίζει την πράξη.
Εάν η Γερμανία του σήμερα υπολογίζει στη θέση που της αξίζει ανάμεσα στα ευρωπαϊκά έθνη δεν μπορεί και δεν πρέπει να απαλύνει την ενοχή του παρελθόντος.
PRIMO LEVI
La Stampa, 22 Ιανουαρίου 1987
* Ο Primo Levi, ιταλοεβραϊκής καταγωγής, γεννήθηκε το 1919 και σπούδασε χημικός. Συνελήφθη το 1943 ως μέλος της αντιφασιστικής αντίστασης κατά τη διάρκεια του πολέμου και στάλθηκε στο Άουσβιτς. Η εμπειρία του καταγράφεται σε αυτό το αυτοβιογραφικό του κείμενο Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, που θεωρείται παγκοσμίως ένα από τα σημαντικότερα κείμενα για το Ολοκαύτωμα.
Μερικά αποσπάσματα από αυτό το βιβλίο του:
«Στη ζωή όλοι ανακαλύπτουν – αργά ή γρήγορα – ότι η απόλυτη ευτυχία είναι ανέφικτη, αλλά λίγοι θα εμβαθύνουν στο αντίθετο συλλογισμό: ότι ανέφικτη είναι και η απόλυτη δυστυχία. Οι περιστάσεις της ζωής που αποκλείουν την πραγματοποίηση και των δυο αυτών οριακών καταστάσεων, απορρέουν από την ανθρώπινη φύση, φύση εχθρική προς την έννοια του απείρου. Τις αποκλείει η σταθερή άγνοια του μέλλοντος που άλλοτε ονομάζεται ελπίδα και άλλοτε αβεβαιότητα για το αύριο. Τις αποκλείει η βεβαιότητα του θανάτου που βάζει τέλος σε κάθε χαρά αλλά και σε κάθε θλίψη. Τις αποκλείουν οι αναπόφευκτες υλικές φροντίδες που όπως δηλητηριάζουν τη διαρκή ευτυχία, με τον ίδιο τρόπο μας αποσπούν αδιάκοπα από τη σκέψη της δυστυχίας που μας απειλεί, καθιστώντας την αποσπασματική και γι’ αυτό υποφερτή. Οι στερήσεις, το κρύο, η δίψα, τα χτυπήματα ήταν ακριβώς αυτά που δεν μας άφησαν να βουλιάξουμε στο κενό της απέραντης απελπισίας, στη διάρκεια του ταξιδιού και μετά. Όχι ακριβώς η επιθυμία μας να ζήσουμε ούτε η συνειδητή εγκαρτέρηση: γιατί οι άνθρωποι που είναι ικανοί γι’ αυτό είναι λίγοι και εξαιρετικοί, κι εμείς δεν ήμασταν παρά κοινοί άνθρωποι» (σελ. 18-19)
«Το φορτηγό σταμάτησε και είδαμε μια μεγάλη πύλη και πάνω της μια επιγραφή ζωηρά φωτισμένη (η ανάμνηση της με βασανίζει ακόμα στα όνειρα μου) : ARBEIT MACHT FREI, η εργασία απελευθερώνει.» (σελ. 24)
«Τότε, για πρώτη φορά, συνειδητοποιήσαμε ότι η γλώσσα μας δεν έχει λέξεις για να εκφράσει αυτή την ύβρι, την εκμηδένιση του ανθρώπου. Σαν προικισμένοι με την ενορατική ικανότητα των προφητών είδαμε την πραγματικότητα: ήμασταν στον πάτο.» (σελ. 30)
«Η λογική σπάνια καθοδηγεί τη σκέψη των ανθρώπων όταν κινδυνεύει η ζωή τους. Συνήθως υιοθετούν τις πιο ακραίες σκέψεις.» (σελ. 45)
«...γιατί σε πέντε λεπτά θα αρχίσει η διανομή του ψωμιού-pane-brot-broit-chleb-p
«Στο Ka-Be, παρένθεση σχετικής ηρεμίας, αντιληφθήκαμε ότι η ανθρώπινη υπόσταση είναι εύθραυστη, ότι αυτή κινδυνεύει περισσότερο από την ζωή. Και οι αρχαίοι σοφοί αντί να μας νουθετήσουν "να θυμάσαι ότι θα πεθάνεις" θα ήταν καλύτερο να μας υπενθύμιζαν ότι αυτός είναι ο πιο σοβαρός κίνδυνος. Εάν μέσα απ' τα στρατόπεδα θα μπορούσε να δραπετεύσει ένα μήνυμα και να φτάσει στους ελεύθερους ανθρώπους θα ήταν αυτό: Προσπαθήστε να μην υποστείτε στο σπίτι σας αυτό που έχει επιβληθεί σε εμάς εδώ.» (σελ. 65)
«Δίπλα μας στέκει μια ομάδα Ελλήνων, αυτοί οι φοβεροί και αξιοθαύμαστοι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, πεισματικοί, κλέφτες, σοφοί, αμείλικτοι και αλληλέγγυοι, αποφασισμένοι να ζήσουν, ανελέητοι αντίπαλοι στον αγώνα της επιβίωσης: από αυτούς τους Έλληνες που υπερίσχυσαν στις κουζίνες και στο εργοτάξιο, που ακόμα και οι Γερμανοί υπολογίζουν και οι Πολωνοί φοβούνται. Έκλεισαν τρία χρόνια στο Άουσβιτς, αυτοί ξέρουν καλύτερα από τον καθένα τι είναι το στρατόπεδο. Στέκονται στο κύκλο με τους ώμους κολλητά ο ένας στον άλλο και τραγουδούν μια μακρόσυρτη μελωδία.» (σελ. 85)
«Αυτή η χρονιά πέρασε γρήγορα. Σαν τώρα, πέρυσι, ήμουν ελεύθερος: εκτός νόμου, αλλά ελεύθερος, είχα όνομα, οικογένεια, ανήσυχο και άπληστο πνεύμα, ήμουν υγιής και ζωηρός. Σκεφτόμουν πολλά πράγματα, μακρινά: τη δουλειά μου, το τέλος του πολέμου, το καλό και το κακό, την φύση των πραγμάτων και τους νόμους που κατευθύνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, σκεφτόμουν τα βουνά, το τραγούδι, τον έρωτα, τη μουσική, την ποίηση.» (σελ. 173)
«Να εκμηδενίσεις τον άνθρωπο είναι δύσκολο, όσο και να τον δημιουργήσεις: δεν ήταν απλό, πήρε χρόνο, αλλά τα καταφέρατε, Γερμανοί. Είμαστε υπάκουοι κάτω από το βλέμμα σας, δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα από μας: καμιά πράξη αντίστασης, καμιά λέξη πρόκλησης, κανένα κριτικό βλέμμα.» (σελ. 181)
«26 Ιανουαρίου 1945: Ο κόσμος μας ήταν ένας κόσμος νεκρών και φαντασμάτων. Το τελευταίο ίχνος πολιτισμού έσβησε μέσα μας και γύρω μας. Το έργο της αποκτήνωσης που άρχισαν οι θριαμβευτές Γερμανοί, το ολοκλήρωσαν οι ηττημένοι Γερμανοί.» (σελ. 206)
«Ο φασισμός ήταν ακόμα παρών, αλλά κρυμμένος μέσα στο κουκούλι του. Προετοίμαζε την αλλαγή του για να εμφανιστεί ξανά με καινούργιο πρόσωπο, μη αναγνωρίσιμο, πιο αξιοσέβαστο, προσαρμοσμένος στις καινούργιες συνθήκες ενός κόσμου ο οποίος έβγαινε από την καταστροφή που ο ίδιος ο φασισμός είχε προκαλέσει.» (σελ. 213)