Στο καναβάτσο των οίκων αξιολόγησης ο Ολάντ
του ΜΩΥΣΗ ΛΙΤΣΗ
Η πρόσφατη υποβάθμιση της υψηλής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας ΑΑΑ της Γαλλίας από τον οίκο Moody’s ήταν σαφής προειδοποίηση: Ή ο Ολάντ θα ακολουθήσει τα χνάρια της Μέρκελ και θα εγκαταλείψει την στροφή «αριστερά» ή θα αρχίσει να πληρώνει το τίμημα του υψηλότερου κόστους δανεισμού με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η «αριστερή» στροφή βέβαια Ολάντ δεν έχει τίποτα το ριζοσπαστικό. Μάλλον τα χνάρια του Γερμανού ομοϊδεάτη του σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ και την υιοθέτηση ενός προγράμματος τύπου «ατζέντας 2010» για «σταδιακή» κατάργηση κοινωνικών και εργασιακών κεκτημένων ακολουθεί ο νέος Γάλλος πρόεδρος, παρά μία ουσιαστικά διαφορετική πολιτική. Παρόλα αυτά ακόμη και η μικρή απόκλιση από την «πεπατημένη» των τελευταίων ετών δυσανασχετεί τις αγορές και τους νέους «Γκάουλάιτερ» του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη: την Μέρκελ και το ΔΝΤ καθώς και το επιχειρηματικό κατεστημένο της Γαλλίας που βλέπει να χάνει έδαφος έναντι των Γερμανών ανταγωνιστών του.
Ο Ολάντ ο οποίος εξελέγη τον Μάιο είναι ο δεύτερος σοσιαλιστής υποψήφιος που κερδίζει την προεδρία από το 1958. Η νίκη του έναντι του κεντροδεξιού Νικολά Σαρκοζί ήλθε 31 χρόνια μετά τη νίκη του Φρανσουά Μιτεράν το 1981, μία νίκη που σηματοδότησε την προσπάθεια αλλαγής της κυρίαρχης πολιτικής σε μια Ευρώπη που βρισκόταν ξανά σε περίοδο μεγάλης οικονομικής κρίσης, εξαιτίας της ανόδου του πετρελαίου. Το «πείραμα» Μιτεράν, ευρείες εθνικοποιήσεις, ενίσχυση των δημοσίων δαπανών και αύξηση φόρων κυρίως για τους πλουσίους, πολεμήθηκε…με υποτίμηση του φράγκου, αναγκάζοντας δύο χρόνια μετά την κυβέρνηση να αλλάξει ρώτα υπό την επιρροή του τότε υπουργού Οικονομικών Ζακ Ντελόρ.
Οι σοσιαλιστές κυβέρνησαν και την πενταετία 1997-2002 με πρωθυπουργό τον Λιονέλ Ζοσπέν, ο οποίος προχώρησε σε ευρείες ιδιωτικοποιήσεις-περισσότερες από όσες είχε κάνει ο δεξιός προκάτοχός του- και «απελευθερώσεις» με τη στήριξη των συνδικάτων. Το πιο «αριστερό» μέτρο του Ζοσπέν ήταν το 35ωρο, το οποίο επιχείρησε ο Σαρκοζί να καταργήσει δέκα χρόνια μετά.
Τα πρώτα δείγματα γραφής της κυβέρνησης Ολάντ σηματοδότησαν μία προσπάθεια να εμφανιστεί ο Γάλλος πρόεδρος ότι φέρνει ένα νέο μείγμα πολιτικής εντός όμως του καθορισμένου από την ευρωζώνη πλαισίου. Μείωσε για παράδειγμα το όριο συνταξιοδότησης από 62 στα 60 χρόνια για ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, όταν παντού στην Ευρώπη γίνεται κανόνας τα 67 έτη. Το μέτρο το οποίο η γαλλική «Le Monde» χαρακτήρισε « το 35ωρο του Ολάντ», ήταν η αύξηση του φορολογικού συντελεστή στο 75% για ετήσια εισοδήματα άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ. Μέτρο που αφορά ελάχιστους, και χρησιμεύει περισσότερο ως αριστερό άλλοθι για όλα τα άλλα που ακολουθούν από μία υποτίθεται «αριστερή» κυβέρνηση, παρά ως μέτρο ουσίας. Κι’ όμως ο αγγλοσαξονικός τύπος, κύριος εκφραστής του απόλυτου «Laissez-faire» χρησιμοποίησε την απόφαση του μεγαλοεπιχειρηματία και πλουσιότερου ανθρώπου στην Γαλλία, Μπερνάρ Αρνό να μεταφέρει τις επιχειρήσεις του στο Βέλγιο, ως επιχείρημα ότι η πολιτική του νέου Γάλλου προέδρου εμποδίζει την επιχειρηματικότητα.
Έξι μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας ο Ολάντ βρίσκεται στριμωγμένος μεταξύ οίκων αξιολόγησης-πριν την Moody’s είχε προηγηθεί τον περασμένο Ιανουάριο, η υποβάθμιση των ΑΑΑ από την Standard & Poor’s-αυξανόμενης δυσαρέσκειας-η δημοτικότητά του έχει πέσει ήδη στο 41% -και εντεινόμενων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων που θυμίζουν ευρωπαϊκό νότο παρά ευρωπαϊκό βορρά.
Το γαλλικό χρέος
Το δημόσιο χρέος της Γαλλίας ξεπερνά το 90% του ΑΕΠ από το 22% που ήταν επί Μιτεράν το 1981. Οι δημόσιες δαπάνες ανέρχονται σε 57% του ΑΕΠ και η ανεργία ξεπέρασε τα 3 εκατομμύρια και έφθασε στο 10%, υψηλότερο ποσοστό από το 1999. Η ανεργία στους νέους βρίσκεται κοντά στο 25% και είναι κατά πολύ μεγαλύτερη στα εργατικά προάστια του Παρισιού, που κατοικούνται κυρίως από δεύτερης γενιάς μετανάστες από την Βόρειο Αφρική-οι κατά καιρούς ταραχές υπενθυμίζουν την παρουσία τους και το μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα.
Αυτό που ωστόσο απασχολεί κυρίως την γαλλική οικονομική και πολιτική ελίτ είναι η μείωση της γαλλικής ανταγωνιστικότητας. Όταν η Γαλλία εντάχθηκε στο ευρώ το 1999, το εργατικό κόστος ήταν χαμηλότερο από αυτό της Γερμανίας και η χώρα είχε πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών. Τώρα έχει υψηλότερο εργατικό κόστος από το γείτονά της και αυξανόμενο μεγάλο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Το ίδιο το ΔΝΤ σε μία από τις τελευταίες του εκθέσεις για τη Γαλλία επεσήμαινε ότι «η απώλεια της ανταγωνιστικότητας προηγήθηκε της κρίσης και ενέχει τον κίνδυνο να γίνει ακόμη χειρότερη αν η γαλλική οικονομία δεν προσαρμοστεί στα δεδομένα των κυριότερων εμπορικών της εταίρων στην Ευρώπη, κυρίως την Ιταλία και την Ισπανία, ακολουθώντας την Γερμανία, οι οποίες προχωρούν σε βαθιές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και τον τομέα των υπηρεσιών». Με άλλα λόγια το ΔΝΤ προτρέπει τη Γαλλία να ακολουθήσει σκληρή λιτότητα και πλήρη ανατροπή των εργασιακών και κοινωνικών κεκτημένων.
Κάτι άλλωστε που επισήμανε και ο οίκος αξιολόγησης Moody’s, ο οποίος στο αιτιολογικό της υποβάθμισης επισημαίνει τις προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η γαλλική οικονομία, όπως «η συνεχής απώλεια της ανταγωνιστικότητας και οι μακροχρόνιες αγκυλώσεις στις αγορές εργασίας, αγαθών και υπηρεσιών».
Οι ίδιοι οι Γάλλοι επιχειρηματίες έχουν άλλωστε ζητήσει ένα είδος «θεραπείας σοκ», σκληρά μέτρα για την πλήρη ανατροπή των εργασιακών και κοινωνικών σχέσεων, προκειμένου να καλυφτεί το κενό με τη γειτονική Γερμανία. Κάτι άλλωστε που φαίνεται να επικροτεί και το Βερολίνο, όπως φάνηκε από την πρόσφατη «παρεξήγηση» στις σχέσεις των δύο χωρών, όταν μαθεύτηκε ότι το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών έχει παραγγείλει μελέτη για το τι πρέπει να γίνει με το «προβληματικό παιδί της Ευρώπης»…
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Ελλάδα αύριο" 24/11/2012