Featured

Εξήντα επτά χρόνια μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και τη δίκη της Νυρεμβέργης, νάμαστε λοιπόν βαθειά μέσα σε μια Δημοκρατία της Βαϊμάρης αλα ελληνικά…

του Γιώργου Μητραλιά

Αθήνα, 3 Μαΐου 2012

Στερούμενη αντιφασιστικών παραδόσεων και πρακτικών, η ελληνική αριστερά σχεδόν κάθε απόχρωσης, παρακολουθεί ανήμπορη και αμήχανη την επανάληψη στη χώρα της του δράματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης όχι σαν φάρσα αλλά πιθανότατα σαν τραγωδία που προαναγγέλλει μεγάλα ευρωπαϊκά δεινά. Αυτό μαρτυρούν τα πρόσφατα γεγονότα: αφού επένδυσε, κατά τους τελευταίους μήνες, τις ελπίδες της στην αριστερά που τοποθετείται στα αριστερά της νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας (ΠΑΣΟΚ), η κατεστραμμένη και απελπισμένη ελληνική μικροαστική τάξη τής γυρίζει τη πλάτη σε χρόνο ρεκόρ και ψάχνει τώρα στο άλλο άκρο της πολιτικής σκακιέρας τις ριζοσπαστικές λύσεις των ιστορικών και κατακλυσμικών προβλημάτων της.

 

 

Πράγματι, ήταν αρκετό που οι σχηματισμοί της λίγο ή πολύ ριζοσπαστικής αριστεράς (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Δημοκρατική Αριστερά,…) φάνηκαν ανίκανοι να εκμεταλλευτούν το γεγονός ότι μονοπωλούσαν ντε φάκτο την αντιπολίτευση στη λεγόμενη κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του τραπεζίτη Λουκά Παπαδήμου, για να της γυρίσουν, μέσα σε λίγες βδομάδες, τη πλάτη και να προσανατολιστούν προς σχηματισμούς που βρίσκονται στους αντίποδες  της ριζοσπαστικής αριστεράς, στην ακόμα και νεοναζιστική άκρα δεξιά, ολάκερα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας! Έτσι, αυτά τα κόμματα και συνασπισμοί στα αριστερά του ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο βλέπουν να συρρικνώνονται δραστικά αυτά τα 50%-54% των προτιμήσεων που συγκέντρωναν όλα μαζί στη διάρκεια αυτού του χειμώνα, αλλά και ότι αυτή η μείωση γίνεται εν μέρει προς όφελος μιας βίαιης, ρατσιστικής και πογκρομικής άκρας δεξιάς, που θέλει να ξεμπερδεύει με ό,τι είναι κόκκινο ή ακόμα και ροζ. Και όλα αυτά μέσα σε μερικές βδομάδες, σχεδόν από τη μια μέρα στην άλλη!...

 

Στη πραγματικότητα, όλα αυτά που συμβαίνουν εδώ και μήνες στην Ελλάδα καταδεικνύουν με τον πιο παραστατικό τρόπο το τεράστιο βάρος της μικρομεσαίας αστικής τάξης στην ελληνική κοινωνία και την καθοριστικής σημασίας επιρροή που πρόκειται να ασκήσει πάνω στα προσεχή γεγονότα. Όμως, προσοχή, δεν πρόκειται μόνο για αυτό. Η ακραία εξαθλίωση αυτής της «κοινωνίας μικροκαταστηματαρχών» στην οποία έχει οδηγήσει η εφαρμογή διαδοχικών σχεδίων λιτότητας, ριζοσπαστικοποιεί  φοβερά αυτή την από εδώ και πέρα ρακένδυτη μικρή και μεσαία ελληνική αστική τάξη, τη σπρώχνει μακριά από τους παραδοσιακούς πολιτικούς εκπροσώπους της, τη μεταβάλει σε καλοπροαίρετο ακροατήριο όλων εκείνων που πρεσβεύουν ριζοσπαστικές λύσεις στο κοινωνικό της ξεπεσμό. Με λίγα λόγια, ξεριζωμένη και απελπισμένη, κατεστραμμένη και αλλόφρων, αυτή η οργισμένη ελληνική μικροαστική τάξη είναι εφεξής διαθέσιμη για να υποστηρίξει ενεργά κάθε πολιτικό πρόγραμμα που θα της φαινόταν ότι προσφέρει ριζοσπαστικές λύσεις στο υπαρξιακό της πρόβλημα. Και είναι για αυτό που ακολουθεί όλο και πιο σταθερά τη κίνηση του εκκρεμούς, κινούμενη από το ένα άκρο στο άλλο σε όλο και πιο σύντομα χρονικά διαστήματα…

 

Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται προφανή ή ακόμα και «στοιχειώδη» αλλά όχι στην Ελλάδα, καθώς είναι, δυστυχώς, γεγονός ότι οι ελληνική μεσαία τάξη ήταν πάντα και παραμένει εντελώς απούσα ως τέτοια από τις αναλύσεις, τα σχέδια και τις πρακτικές του συνόλου των πολιτικών σχηματισμών της αριστεράς αυτής της χώρας! Ωστόσο, αυτό το κουσούρι που θα μπορούσε να περάσει σχεδόν απαρατήρητο σε «νορμάλ καιρούς», γίνεται σε αυτή την ώρα της αλήθειας που είναι η παρούσα ιστορική στιγμή, ένα κολοσσιαίο μειονέκτημα που μπορεί να οδηγήσει στη καταστροφή όχι μόνο το εργατικό κίνημα αλλά και ολάκερες γενιές Ελλήνων μισθωτών και πολιτών.

 

Οι συνέπειες αυτής της «ιδιαιτερότητας» της ελληνικής αριστεράς είναι ήδη ορατές και δραματικές. Ταυτίζοντας το ελληνικό μικροαστικό τέλμα με το μυθικό «λαό» που τα χωράει όλα των (σταλινικών) ιδεολογικών της παραδόσεων, και ο οποίος είναι –αναγκαστικά- πάντα με τους «καλούς», η ελληνική αριστερά αποκαλύπτεται τώρα εντελώς απογυμνωμένη από εργαλεία κατανόησης των όσων συμβαίνουν στη βάση της ελληνικής κοινωνίας. Και έτσι, παίρνει εδώ και μήνες τα φύκια για μεταξωτές κορδέλες ταυτοποιώντας ως αναγκαστικά «αριστερές» τις εκδηλώσεις μικροαστικής οργής το πολιτικό χρώμα των οποίων δεν είναι για κανένα λόγο προκαταβολικά δοσμένο μια και αποτελεί  την                         –κατεξοχήν- πιο κρίσιμη από τις διακυβεύσεις της σύγκρουσης μεταξύ του κεφαλαίου και του κόσμου της εργασίας.

 

Τα αποτελέσματα αυτής της «αδυναμίας κατανόησης» στρώνουν ήδη το έδαφος αυτής της αναστροφής τάσης (σε βάρος της αριστεράς και προς όφελος της άκρας δεξιάς) που αναφέρθηκε στην αρχή αυτού του κειμένου.  Συγχέοντας για παράδειγμα κάθε σκληρή (ή ακόμα και βίαιη) κριτική του αστικού κοινοβουλευτισμού με μια αριστερή ριζοσπαστική αντίθεση στο αστικό καθεστώς, η ελληνική αριστερά παραιτήθηκε προκαταβολικά από το ιστορικό της καθήκον να παλέψει καθημερινά για να κερδίσει στο πολιτικό της σχέδιο αυτά τα μικροαστικά στρώματα που αρέσκονται να υπόσχονται τη κρεμάλα στους 300 «προδότες» του ελληνικού Κοινοβουλίου. Και έτσι, ούτε αναγνώρισε ούτε είδε να εμφανίζονται πολιτικοί ανταγωνιστές διαμετρικά αντίθετοι σε αυτήν και οι οποίοι μάχονται πολύ συνειδητά και μεθοδικά για να κερδίσουν στην υπόθεσή τους αυτή την απελπισμένη μικροαστική τάξη…

 

Αυτή η ήδη πολύ ανησυχητική κατάσταση προκαλεί όμως κυριολεκτικά συναγερμό από τη στιγμή που η περισσότερη ανερχόμενη δύναμη ανάμεσα σε αυτούς τους «διαμετρικά αντίθετους πολιτικούς ανταγωνιστές» είναι ένα υπερ-βίαιο γκρουπούσκουλο νεοναζιστών φονιάδων με το όνομα Χρυσή Αυγή! Πρέπει να ομολογήσουμε ότι με την εξαίρεση κάποιων ηρωικών κινηματικών πρωτοβουλιών στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑΣ, η ελληνική αριστερά εμφανίζεται  εντελώς άοπλη μπροστά σε αυτό το νεοναζιστικό κίνδυνο που συνιστά κάτι το ολοκληρωτικά καινούργιο στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Πράγματι, τόσο στο συλλογικό υποσυνείδητο όσο και στη παράδοση της ελληνικής αριστεράς, ο «φασίστας» δεν έχει καμιά σχέση με το μέλος της Χρυσής Αυγής. Είναι μάλλον ο αιώνιος «χαφιές της γειτονιάς» που κληροδότησαν στην ιστορία της χώρας τόσες και τόσες στρατιωτικές δικτατορίες και άλλα αστυνομικά καθεστώτα νικητών εμφυλίων πολέμων.

 

Όμως, ο μπάτσος ή ο χαφιές δεν είναι σε τελευταία ανάλυση παρά ένας δημόσιος υπάλληλος και δεν μπορεί για κανένα λόγο να ταυτιστεί ούτε με ένα φασίστα ούτε με ένα νεοναζιστή. Και ακόμα περισσότερο με ένα νεοναζιστικό κίνημα και κόμμα. Συνηθισμένη λοιπόν όπως είναι να αποκαλεί «φασίστες» εκείνους που δεν ήταν παρά απλοί κατώτεροι υπάλληλοι αυταρχικών καθεστώτων, η ελληνική αριστερά φαίνεται να είναι τώρα εντελώς απροετοίμαστη και ανυπεράσπιστη μπροστά σε ένα νεοναζιστικό πολιτικό κίνημα που καμώνεται πως έχει τους ίδιους εχθρούς με αυτή (τα σχέδια λιτότητας, τις κυβερνήσεις των νεοφιλελεύθερων κομμάτων, την Τρόικα, τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών,…) και που επιπλέον τους δίνει συχνά τα ίδια ονόματα (πλουτοκρατία, ιμπεριαλισμό, κοσμοπολιτικό καπιταλισμό, προδότες της πατρίδας,…). Το αποτέλεσμα αυτής της «έλλειψης προετοιμασίας» είναι ήδη τραγικό. Αυτή η ελληνική αριστερά μοιάζει ανίκανη όχι μόνο να αποτρέψει αλλά ακόμα και να εξηγήσει την κατακόρυφη άνοδο της Χρυσής Αυγής (μέσα σε 3-4 μήνες, αυτή πέρασε από το 1% στο 6,5% των προτιμήσεων των Ελλήνων) και όλα επιτρέπουν, δυστυχώς, να προβλεφτεί μια ακόμα πιο κεραυνοβόλα ανάπτυξή της στους επόμενους μήνες.

 

Ωστόσο, ακόμα πιο ανησυχητική από την εκλογική της άνοδο είναι ήδη η οργανωτική της ανάπτυξη και κυρίως η επέκταση της πολιτικής και κοινωνικής επιρροής των Ελλήνων νεοναζιστών.  Ιδού λοιπόν ένα πρόσφατο παράδειγμα και λέει πολλά για το πόσο «απροετοίμαστη» είναι η ελληνική αριστερά και που αποτυπώνει στην εντέλεια τη δραματικότητα της κατάστασης. Θέλοντας να απαντήσει στις αντιδράσεις που είχε προκαλέσει η καλή υποδοχή που επιφυλάχτηκε σε μια ισχυρή αντιπροσωπεία της Χρυσής Αυγής από τους απεργούς της Χαλυβουργίας, που διεξάγουν ένα παραδειγματικό αγώνα εδώ και πέντε μήνες κάτω από την αποκλειστική καθοδήγηση συνδικαλιστών του ΚΚΕ, το ΠΓ αυτού του κόμματος έβγαλε μια ανακοίνωση που κατάγγελλε… «τους ψευτοεπαναστάτες της Χρυσής Αυγής και του ΣΥΡΙΖΑ»!

 

Όπως μπορούσαμε να αναμένουμε, αυτή η ανακοίνωση προκάλεσε πολλές διαμαρτυρίες επειδή, κατά τη παλιά συνήθεια του ΚΚΕ, έβαζε στο ίδιο καλάθι τους νεοναζιστές και τους αγωνιστές του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, για μια ακόμα φορά, πέρασε σχεδόν απαρατήρητο το γεγονός ότι για την ηγεσία του ΚΚΕ, οι νεοναζιστές δεν είναι τελικά παρά… «ψευτοεπαναστάτες»! Δηλαδή, σχεδόν ακίνδυνοι και όχι μια ένοπλη συμμορία που υπηρετεί τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του κεφαλαίου και έχει για κύριο στόχο να εξατομικεύσει την εργατική τάξη καταστρέφοντας για πολύ καιρό τις συνδικαλιστικές της οργανώσεις καθώς και τα πολιτικά κόμματα της αριστεράς.

 

Μια τέτοια άγνοια της φύσης των φασιστικών οργανώσεων από μέρους της ελληνικής αριστεράς είναι σίγουρα προάγγελος μεγάλων επερχόμενων δεινών.  Και το χειρότερο είναι ότι αυτά τα δεινά δεν θα περιοριστούν στο εκλογικό επίπεδο.  Πράγματι, αφού έκαναν στόχο των δολοφονικών στρατιωτικών τους επιχειρήσεων κατά προτεραιότητα τους μετανάστες, και ενθαρρυμένοι από τη σκανδαλώδη ατιμωρησία που τους επιφυλάσσεται, οι Έλληνες νεοναζιστές επεκτείνουν εφεξής το «πεδίο δράσης» τους σε ό,τι κινείται στα αριστερά ή ακόμα και πιο πέρα (συμπεριλαμβανομένου του ΠΑΣΟΚ), χωρίς να κάνουν διάκριση μεταξύ ριζοσπαστών και ρεφορμιστών. Το σχέδιό τους είναι ξεκάθαρο:  να εμφανιστούν σαν ριζοσπαστική εναλλακτική λύση απέναντι στο «σύστημα» και να τρομοκρατήσουν τα πλήθη χρησιμοποιώντας πρωτόγνωρη βία.  Και όλα αυτά χωρίς να κρύβουν ποτέ τις χιτλερικές τους αναφορές. Ακόμα κι αν  είναι προσωρινός, ο απολογισμός της στρατηγικής τους βγάζει μάτια: Φέρνει αποτελέσματα! Τραβάνε κόσμο και έχουν ούριο τον άνεμο στα πανιά τους…

 

Σίγουρα, το γιατί αυτής της εφιαλτικής επιτυχίας δεν οφείλεται μόνο στη κρίση και στην έλλειψη αντιφασιστικών παραδόσεων και κουλτούρας στην ελληνική κοινωνία και αριστερά. Αυτή η επιτυχία είναι επίσης εξηγήσιμη από το γεγονός ότι η ελληνική άκρα δεξιά εκμεταλλεύεται τις ρατσιστικές, σοβινιστικές, σκοταδιστικές και αντιδραστικές παραδόσεις που καλλιεργήθηκαν και συντηρήθηκαν μεθοδικά εδώ και δεκαετίες από την «επίσημη» ιδεολογία και κυρίως την πρακτική του ελληνικού Κράτους και των κυρίαρχων κομμάτων. Δεν είναι μόνο που το ελληνικό Κράτος είναι το μόνο στην Ευρώπη (και πέρα από αυτή) που δεν έχει ακόμα χωριστεί από την (υπερσυντηρητική) Εκκλησία! Είναι και που οι Έλληνες SS της εποχής της ναζιστικής κατοχής της χώρας, παραμένουν πάντα αναγνωρισμένοι ως…αντιστασιακοί και λαβαίνουν τακτικά τη σύνταξή τους για τις υπηρεσίες στην ευγνωμονούσα πατρίδα. Είναι που στελέχη των κυβερνητικών κομμάτων τολμούν να δηλώσουν δημόσια ότι θα έπρεπε να κάνουμε τους σκουρόχρωμους μετανάστες «χρωμο-σαμπουάν» (εκσυγχρονισμένη αναφορά στους «Εβραίους που έγιναν σαπούνι» στο Άουσβιτς) και ότι προσωπικότητες ενός κόμματος της αριστεράς προτείνουν, χωρίς να προκαλέσουν αντιδράσεις, να λυθεί το ζήτημα της μετανάστευσης στέλνοντας τους μετανάστες  χωρίς τροφή στα «βραχονήσια του Αιγαίου»!  Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε ότι, θέλοντας να εμποδίσουν την αυξανόμενη επιρροή της ρατσιστικής ακροδεξιάς, οι κυβερνήτες κάνουν όλο και περισσότερο τους μαθητευόμενους μάγους, οργανώνοντας καθημερινά αληθινά πογκρόμ  ενάντια στους μετανάστες και μιλώντας για αυτούς στη τηλεόραση σαν να ήταν λιγότερο κι από άγρια ζώα προς εξολόθρευση, μπορούμε να κατανοήσουμε τόσο την υπό εξέλιξη επιχείρηση παρουσίασης της Χρυσής Αυγής σαν ένα κόμμα που είναι σαν οποιοδήποτε άλλο όσο και την ανταπόκριση που βρίσκει σε πλήθη αποπροσανατολισμένων και κατεστραμμένων ανθρώπων που ψάχνουν να βρουν ριζοσπαστικές  και κυρίως εκδικητικές εναλλακτικές  λύσεις.

 

Πρέπει λοιπόν να συμπεράνουμε ότι η Ελλάδα είναι προκαταβολικά καταδικασμένη να γίνει εύκολη λεία της άκρας δεξιάς και να υποστεί την «ομαλοποίηση» της κοινωνίας της που επιμένει να ξεσηκώνεται ενάντια στα κελεύσματα της Τρόικας; Η απάντηση είναι Όχι. Τίποτα, απολύτως τίποτα δεν είναι προαποφασισμένο, τα πάντα είναι ακόμα δυνατά και δεν επιτρέπεται καμιά μοιρολατρία. Όμως, υπό δυο βασικές προϋποθέσεις: ότι η ελληνική αριστερά α) θα ξεπεράσει γρήγορα το κατακερματισμό της και το παθολογικό σεχταρισμό της και θα μάθει κατεπειγόντως να ενώνει τις δυνάμεις απέναντι στο κοινό ταξικό εχθρό, και β) θα συγκροτήσει ένα ενιαίο αντιφασιστικό μέτωπο πάλης πριν είναι πολύ αργά.

 

Ωστόσο, ο χρόνος πιέζει απελπιστικά, η ελληνική κοινωνία –αλλά και η εργατική τάξη- αποσυντίθενται ταχύτατα και είναι εντελώς λάθος να νομίζουμε  ότι το βάθεμα της κρίσης θα οδηγήσει μοιραία στη κατάρρευση του καθεστώτος και ίσως και του ίδιου του συστήματος. Εξάλλου, ενόσω η παρούσα καθαρά προεπαναστατική κατάσταση δεν μεταβάλλεται σε επαναστατική κατάσταση (με τις φροντίδες της ριζοσπαστικής αριστεράς), τότε ναι, είναι σχεδόν μοιραίο να το στρίψει στην αντεπανάσταση, να γίνει αντεπαναστατική! Και τα σημάδια των τελευταίων βδομάδων είναι ανησυχητικά: τα δυο μεγάλα κυβερνητικά και νεοφιλελεύθερα κόμματα βλέπουν την ελεύθερη πτώση τους να σταματάει και ανακτούν την αυτοπεποίθηση τους, ενώ στα δεξιά εμφανίζονται νέοι πολιτικοί σχηματισμοί που αμφισβητούν από τα κόμματα της αριστεράς το μονοπώλιο της αντιπολίτευσης στα μέτρα λιτότητας.  Είναι αλήθεια ότι προς το παρόν, δεν είμαστε παρά στην αρχή αυτής της αντιστροφής τάσης  και ότι η ελληνική αριστερά διαθέτει ακόμα ένα κάποιο κεφάλαιο λαϊκής εμπιστοσύνης.  Όμως, προσοχή: γινόμαστε ήδη στην Ελλάδα μάρτυρες μιας εξαιρετικής επιτάχυνσης του ρου της ιστορίας και οι ανατροπές καταστάσεων γίνονται εφεξής μέσα σε μερικές βδομάδες. Εκείνοι που δεν καταλαβαίνουν αυτό το θεμελιώδες χαρακτηριστικό των «ανώμαλων» περιόδων της ιστορίας, όπως αυτής που περνάμε τώρα στην Ελλάδα, είναι καταδικασμένοι όχι μόνο να μην κατανοήσουν ό,τι συμβαίνει στα τρίσβαθα της κοινωνίας αλλά και να αιφνιδιάζονται μόνιμα από τα  «απρόβλεπτα» κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα.  Με λίγα λόγια, είναι καταδικασμένοι να ηττηθούν πριν καν δώσουν τη μάχη…

 

Νάμαστε λοιπόν μπροστά σε μια άλλη μεγάλη αδυναμία της ελληνικής αριστεράς: για αυτή, ο πολιτικός και κοινωνικός χρόνος μένει πάντα ο ίδιος, αναλλοίωτος και ακίνητος, είναι ένα χρόνος επίπεδος όπου κάθε επιτάχυνση της ιστορίας είναι αδιανόητη και προκαταβολικά απαράδεκτη! Είναι λοιπόν επειδή η παρούσα ιστορική στιγμή δεν διαφέρει από οποιαδήποτε άλλη που η ηγεσία του ΚΚΕ (όπως εξάλλου και η υπερβολικά ρεφορμιστική της Δημοκρατικής Αριστεράς) παρουσιάζει σαν μοναδική λύση στη κρίση τη σταδιακή ενίσχυση αυτού του κόμματος, κάνοντας ότι αγνοεί ότι τα πάντα (συμπεριλαμβανομένης και της τύχης του ίδιου του ΚΚΕ) παίζονται  όχι σε ένα ομιχλώδες μέλλον αλλά σήμερα, στους επόμενους μήνες.  Επίσης, ο συνασπισμός της άκρας αριστεράς ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αν και λιγότερο τυφλωμένος και σεχταριστικός από ό,τι το ΚΚΕ, δεν βλέπει πώς θα ήταν δυνατό να συμμαχήσει τώρα με άλλους σχηματισμούς της αριστεράς καθώς είναι πάρα πολύ αδύναμος προς το παρόν για να σταθεί απέναντι π.χ. στο ΣΥΡΙΖΑ. Συνιστά λοιπόν…υπομονή, κάνοντας ότι αγνοεί πως η ιστορία δεν κάνει υπομονή και μας υπόσχεται καταστροφικές επαύριον αν αναβάλουμε για αύριο αυτό που πρέπει να κάνουμε σήμερα.  Τέλος, ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ), αν και είναι ο πιο ενωτικός από όλους, περιορίζεται με τις διαδοχικές προτάσεις εκλογικών συμμαχιών, μάλλον να στριμώχνει τους άλλους σχηματισμούς της αριστεράς παρά να ενεργεί συγκεκριμένα για τη δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου της αριστεράς  που συσπειρώνει, οργανώνει και συντονίζει, για να τις κάνει αποτελεσματικές, τις αντιστάσεις παντού στη βάση της ελληνικής κοινωνίας, που έχουμε τόσο ανάγκη σήμερα και όχι αύριο…

 

Είναι λοιπόν γεγονός ότι αναβάλλοντας για αύριο τις αποφάσεις και τις επιλογές που η κοινωνική και πολιτική κατάσταση ανάγκης μας επιβάλει να πάρουμε σήμερα σημαίνει ότι δείχνουμε εγκληματική ανευθυνότητα απέναντι στην ελληνική και διεθνή αριστερά, στους Έλληνες και Ευρωπαίους εργαζομένους. Κι αυτό επειδή είναι τώρα και όχι «αργότερα», στις σημερινές μάχες και όχι στις αυριανές, που ίσως δεν θα υπάρξουν πια, που θα παιχτεί  όχι μόνο η δικιά μας τύχη αλλά και η τύχη των επόμενων γενιών. Όχι μόνο της τάδε ή της δείνα κατάκτησης των μισθωτών αλλά της ίδιας της ύπαρξης των οργανώσεων του κόσμου της εργασίας στο σύνολό του, της ύπαρξης της εργατικής τάξης ως τέτοιας! Το να μην κατανοούμε όλα αυτά, τις πραγματικές διακυβεύσεις τής υπό εξέλιξης αναμέτρησης, σημαίνει λοιπόν ότι δεν έχουμε μια καθαρή εικόνα, δεν κατανοούμε το βάθος και την πρωτόγνωρη ένταση, τις αληθινά ιστορικές διαστάσεις της παρούσας επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στους εργαζομένους και στις εργαζόμενες, ενάντια στη συντριπτική πλειοψηφία των «από κάτω» των κοινωνιών μας. Με λίγα λόγια, να μην κατανοούμε ότι είναι απολύτως ρεαλιστική και καθόλου αδιανόητη  η προοπτική ενός αύριο που θα έβλεπε να έχει σφραγιστεί η τύχη μας, ενός αύριο που δεν θα πρόσφερε πια καμιά ευκαιρία να πολεμήσουμε στις επόμενες δεκαετίες…

 

Το συμπέρασμά μας είναι λοιπόν κατηγορηματικό: για να σταθεί στο ύψος των ιστορικών διακυβεύσεων του πολέμου που η ελληνική και διεθνής αστική τάξη έχει εξαπολύσει ενάντιά της και ενάντια στο κόσμο της εργασίας, η ελληνική αριστερά πρέπει να απομακρυνθεί από τη ρουτίνα της και από τις συνήθειές της, από το παραδοσιακό τρόπο της να κάνει πολιτική, να σκέφτεται και να δρα. Κατά συνέπεια, πρέπει καταρχήν να συνειδητοποιήσει ότι η παρούσα σύγκρουση δεν είναι μια απλή επανάληψη των προηγούμενων, αλλά κάτι καινούργιο ποιοτικά διαφορετικό, ότι είναι εδώ για να μείνει, ότι θα έχει μεγάλη διάρκεια, και κυρίως ότι πρόκειται για μια συνολική μάχη που εκτείνεται σε όλη τη σφαίρα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων.  Αν συνειδητοποιήσει όλα αυτά, την εντελώς νέα πραγματικότητα, τότε θα κατορθώσει να κάνει τον αγώνα της όχι μόνο ενωτικό και ριζοσπαστικό αλλά και να τον ριζώσει στη βάση της κοινωνίας μέσα σε ένα οργανωμένο κίνημα μεγάλης πνοής και γύρω από ένα εναλλακτικό σχέδιο για μια Ευρώπη των λαών και των εργαζομένων, που απομένει πάντα να εφευρεθεί. Αλλά προσοχή: Σύντροφοι, ο χρόνος πιέζει και αυτό που είναι σήμερα ακόμα δυνατό δεν θα είναι πια αύριο…