Ο Παπαδήμος, η Τριμερής και ο Αριστοτέλης
του Άρη Χατζηστεφάνου
Η Τριμερής Επιτροπή δέχτηκε ιδιαίτερα σκληρή κριτική από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας της, το 1973. Καθώς, όμως, η πλειονότητα όσων ασχολούνταν μαζί της προερχόταν είτε από το χώρο της φασίζουσας άκρας Δεξιάς είτε ανήκε σε ομάδες ανυπόστατων συνωμοσιολόγων, το αποτέλεσμα της κριτικής ήταν πολύ συχνά το αντίθετο από το αναμενόμενο, καθώς όσοι τολμούσαν να εκφράσουν και την ελάχιστη ανησυχία για τη δράση της κατατάσσονταν αυτομάτως σε μία από τις δύο αυτές ομάδες
Χρειάστηκαν λίγα μόλις 24ωρα έως ότου δύο χώρες της Μεσογείου, η Ελλάδα και η Ιταλία, βρεθούν με ένα μη εκλεγμένο πρωθυπουργό, ο οποίος τυχαίνει να είναι και μέλος της περιβόητης Τριμερούς Επιτροπής – ενός πανίσχυρου λόμπι επιχειρηματιών, τραπεζιτών και πολιτικών. Πρόκειται, ίσως, για τη σημαντικότερη παρουσία που έχει πετύχει η Επιτροπή στη διεθνή σκηνή από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν είχε σχεδόν απόλυτο έλεγχο στην κυβέρνηση Κάρτερ.
Η είδηση έκανε το γύρο του κόσμου και δεκάδες ιστοσελίδες παρουσίασαν αφιερώματα στη λεγόμενη Trilateral Commission – την Επιτροπή στην οποία συμμετέχουν, επίσης, ο Αλέξης Παπαχελάς και ο πρώην πρόεδρος του ΣΕΒ, Οδυσσέας Κυριακόπουλος. Ποιο είναι, όμως, το πραγματικό προφίλ αυτής της Επιτροπής; Πού σταματά η αλήθεια και πού αρχίζουν οι θεωρίες συνωμοσίας;
Η Τριμερής Επιτροπή δέχτηκε ιδιαίτερα σκληρή κριτική από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας της, το 1973. Παρά το γεγονός ότι στο καταστατικό της παρουσιάζεται σαν μια ένωση ανθρώπων που εκφράζουν την ανάγκη συνεννόησης μεταξύ ΗΠΑ, Ευρώπης και Ιαπωνίας, η ταχύτατη διεύσδυσή της στον αμερικανικό μηχανισμό λήψης αποφάσεων έκανε πολλούς να μιλούν για ένα «επιχειρηματικό πραξικόπημα» στην καρδιά της Ουάσιγκτον.
Καθώς, όμως, η πλειονότητα όσων ασχολούνταν μαζί της προερχόταν είτε από το χώρο της φασίζουσας άκρας Δεξιάς είτε ανήκε σε ομάδες ανυπόστατων συνωμοσιολόγων, το αποτέλεσμα της κριτικής ήταν πολύ συχνά το αντίθετο από το αναμενόμενο. Η Τριμερής έμενε πρακτικά στο απυρόβλητο, καθώς όσοι τολμούσαν να εκφράσουν και την ελάχιστη ανησυχία για τη δράση της κατατάσσονταν αυτομάτως σε μία από τις δύο αυτές ομάδες.
Παρ’ όλα αυτά, αρκετοί έγκριτοι ακαδημαϊκοί κατάφεραν να δουν μέσα από τον πυκνό καπνό των θεωριών συνωμοσίας τα πραγματικά χαρακτηριστικά της Trilateral – και το θέαμα ήταν άκρως ανησυχητικό. Μια από τις πρώτες εμπεριστατωμένες αναλύσεις έγινε ήδη από τη δεκαετία του ’70 από τον Νόαμ Τσόμσκι, ο οποίος γρήγορα αντιλήφθηκε ότι σχεδόν ολόκληρη η αμερικανική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου Κάρτερ, ήταν μέλη της Τριμερούς. Συγκεκριμένα, ο αντιπρόεδρος και οι υπουργοί Εξωτερικών, Άμυνας και Οικονομικών φιγουράριζαν στις λίστες της Trilateral, ενώ ο τότε διευθυντής της κατέλαβε τη θέση του συμβούλου εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ. Εντούτοις, η ύπαρξη και ο ρόλος που διαδραμάτιζε η Τριμερής στο εσωτερικό της κυβέρνησης Κάρτερ δεν έφταναν ποτέ στα μέσα ενημέρωσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η υπόθεση της Τριμερούς έλαβε το 1976 το «βραβείο» της «καλύτερα λογοκριμένης είδησης» – μια άτυπη διάκριση που δίνουν οργανώσεις για την προστασία της ελευθερίας του Τύπου.
Η «Αγία Τριάδα» της οικονομίας
H Τριμερής δημιουργήθηκε σε μια κρίσιμη περίοδο για το καπιταλιστικό σύστημα, εν μέσω της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του ’70, η οποία τερμάτισε την εκρηκτική μεταπολεμική ανάπτυξη. Κυρίαρχο χαρακτηριστικό για την οικονομία της εποχής ήταν η εδραίωση τριών κέντρων οικονομικής ισχύος: των ΗΠΑ, της Ευρώπης –με επίκεντρο τη Γερμανία– και της Ιαπωνίας. Αυτές οι τρεις «τεκτονικές πλάκες» του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος θα οδηγούνταν μακροπρόθεσμα σε προδιαγεγραμμένη σύγκρουση, προς το παρόν, όμως, είχαν κάθε συμφέρον να ενώσουν την οικονομική και κυρίως την πολιτική τους ισχύ απέναντι σε τρεις εχθρούς: τη Σοβιετική Ένωση, τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, που είχαν απελευθερωθεί οριστικά από την αποικιοκρατία και αναζητούσαν νέα μοντέλα –συχνά μη καπιταλιστικής– ανάπτυξης, αλλά και το εργατικό δυναμικό στο εσωτερικό των οικονομικών μητροπόλεων της Δύσης.
Παρά την ψυχροπολεμική – αντισοβιετική ρητορική της εποχής, τα μέλη της Τριμερούς φαίνεται ότι ανησυχούσαν πολύ περισσότερο για τον «εσωτερικό εχθρό», δηλαδή για τη δύναμη που είχαν συγκεντρώσει τα εργατικά συνδικάτα την εποχή των «παχιών αγελάδων» της μεταπολεμικής ανάπτυξης. Αντιμέτωπες με μια βαθιά κρίση υπερσυσσώρευσης, οι οικονομικές ελίτ των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Ιαπωνίας γνώριζαν πολύ καλά ότι ο μοναδικός τρόπος για τη διατήρηση της κερδοφορίας τους ήταν η συμπίεση των μισθών και η ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών εργασίας για εκατομμύρια εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο. Για να επιτευχθεί, όμως, αυτός ο στόχος, απαιτούνταν μια ολομέτωπη επίθεση όχι μόνο στη δύναμη των συνδικάτων, αλλά στην ίδια την έννοια της Δημοκρατίας. Όπως εξήγησε στα «Επίκαιρα» ο Γιώργος Βασσάλος, από την οργάνωση Corporate Europe Observatory (Παρατηρητήριο της Ευρώπης των Πολυεθνικών), η Τριμερής «είχε ως ρητό στόχο τον περιορισμό των δημοκρατικών κατακτήσεων των λαών και την αύξηση της εξουσίας των εταιρειών». Ο κ. Βασσάλος, ο οποίος ερευνά εδώ και χρόνια τη δράση ισχυρών λόμπι στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς αποφάσεων, έκρουσε από την πρώτη στιγμή των κώδωνα του κινδύνου για τη δράση της συγκεγκριμένης επιτροπή, την οποία ο ίδιος εντάσσει στην κατηγορία των ισχυρότερων ομάδων πίεσης του πλανήτη. Στο ίδιο μήκος κύματος και η Αυστραλή ακαδημαϊκός Σάρον Μπέντερ, η οποία σημείωνε παλαιότερα ότι «η Trilateral Commission είναι ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο δίκτυα εταιρειών μπορούν να εντάξουν υψηλά ιστάμενους σε κυβερνήσεις και δημόσιες διοικήσεις μέσα σε συμμαχίες εναντίον της Δημοκρατίας. Η Τριμερής Επιτροπή δημιουργήθηκε για να “διαμορφώσει τη δημόσια πολιτική”, σε μια εποχή που η Δημοκρατία έθετε εξοργιστικά εμπόδια στις πολυεθνικές». Η Τριμερής, άλλωστε, δεν χρειάζεται τους επικριτές της για να αποκαλύψει το βαθιά αντιδραστικό προσωπείο της. Ο ίδιος ο ιδρυτής της επιτροπής, Ντέιβιντ Ροκφέλερ, δήλωσε κάποτε στο περιοδικό Newsweek: «Οι επιχειρηματίες ζητούν τον περιορισμό της παρέμβασης των κυβερνήσεων. Κάποιος, όμως, θα πρέπει να καλύψει αυτό το κενό (εξουσίας) και, κατά την άποψή μου, οι επιχειρήσεις είναι ο φυσικός διεκδικητής γι’ αυτό το ρόλο».
Για τον Γιώργο Βασσάλο, η συγκεκριμένη φράση του Ροκφέλερ επιβεβαιώνεται στην περίπτωση της Ελλάδας με την επιβολή ενός μη εκλεγμένου πρωθυπουργού από «πολυεθνικά αρπακτικά, που ασκούν έλεγχο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην κυρία Μέρκελ και στον κ. Σαρκοζί».
Ο Αριστοτέλης στο απόσπασμα
Αυτό το βαθύ μίσος προς τη Δημοκρατία αποτυπώθηκε σε μια από τις πρώτες εκθέσεις της Τριμελούς Επιτροπής, η οποία έκτοτε αποτελεί ιερή βίβλο για όλα τα μέλη της ομάδας. Το κείμενο, με τίτλο «Η κρίση της Δημοκρατίας», υπέγραφαν τρεις διάσημοι ακαδημαϊκοί, ο Γάλλος Μισέλ Κροζιέ, ο Ιάπωνας Τοζί Γατανούκι και ο περίφημος Σάμιουελ Χάντινγκτον – γνωστοί ήδη από τη δεκαετία του ’70 για τις αντιδραστικές τους θέσεις. Αρκεί να σημειωθεί ότι ο Χάντινγκτον, πριν ασχοληθεί με την Τριμερή Επιτροπή, συνέτασσε εκθέσεις για το Βιετνάμ, στις οποίες πρότεινε στο Πεντάγωνο να πραγματοποιήσει μαζικούς βομβαρδισμούς αμάχων στην ύπαιθρο, ώστε να δημιουργηθεί μεταναστευτικό κύμα προς τις πόλεις, το οποίο θα αφάνιζε την παραγωγή και ολόκληρη την οικονομία της χώρας.
Στην έκθεσή τους, οι τρεις ακαδημαϊκοί έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για την «υπέρμετρη», όπως τη χαρακτήριζαν, Δημοκρατία που επικράτησε κατά τη δεκαετία του ’60 και παρέθεταν σειρά προτάσεων για το στραγγαλισμό της κοινωνικής και κυρίως της οικονομικής ισότητας. Όπως εύστοχα παρατηρούσε ο Νόαμ Τσόμσκι, οι ακαδημαϊκοί της Τριμερούς ουσιαστικά ακολουθούσαν το πρότυπο του Αμερικανού προέδρου Τζέιμς Μάντισον, ο οποίος επιχείρησε να αντιστρέψει τα επιχειρήματα του Αριστοτέλη για την ισότητα και τη Δημοκρατία. «Σε ένα από τα κλασικά προβλήματα της πολιτικής θεωρίας», εξηγούσε ο Τσόμσκι, «ο Αριστοτέλης παρατήρησε ότι εάν σε μια κοινωνία με μεγάλες ανισότητες δοθεί αναλογικό δικαίωμα ψήφου στους πολίτες, η πλειοψηφία θα επιβάλει τη λήψη μέτρων αναδιανομής του εισοδήματος προς όφελός της. Η λύση στο πρόβλημα, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ήταν να μειώσεις τις ανισότητες και με τον τρόπο αυτό να θωρακίσεις τη Δημοκρατία. Για τον Μάντισον, όμως –όπως και για τα μέλη της Τριμερούς Επιτροπής–, η λύση ήταν να περιορίσεις τη Δημοκρατία, έτσι ώστε να διαφυλάξεις την ισχύ των ολίγων και εύπορων». Οι θέσεις της Επιτροπής ουσιαστικά προετοίμαζαν το έδαφος για την επιβολή του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος εκείνη την περίοδο δοκιμαζόταν πειραματικά στη δικτατορία του Πινοτσέτ, στη Χιλή.
Η πολιτική δραστηριότητα των πολιτών, που είχε ενταθεί τη δεκαετία ’60, φάνταζε ως ανάθεμα για τους διανοητές της Τριμερούς Επιτροπής, οι οποίοι ζητούσαν επιστροφή σε παλαιότερες μορφές πειθαρχίας και ελέγχου του πληθυσμού. «Η ισορροπία», σημείωνε με απέχθεια ο Χάντινγκτον, «μετατοπίστηκε από την κυβέρνηση προς την κοινωνία». Η τάση αυτή, την οποία οι τρεις ακαδημαϊκοί παρουσίαζαν σαν «ηθική κρίση», θα αποτελούσε εμπόδιο για τις κυβερνήσεις που ήθελαν να επιβάλουν σκληρά αντιλαϊκά μέτρα.
Μια από τις βασικές προτάσεις που κατέθεταν οι τρεις ακαδημαϊκοί για τον περιορισμό της «υπέρμετρης Δημοκρατίας» ήταν η δημιουργία κλίματος απάθειας και μη συμμετοχής στα κοινά («non involment») σε μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες. Ως πρότυπο για τη διακυβέρνηση μιας χώρας παρουσιαζόταν ο πρόεδρος Τρούμαν, ο οποίος, όπως σημειώνεται, κατάφερνε να κυβερνά με τη βοήθεια «μιας μικρής ομάδας τραπεζιτών και δικηγόρων». Το όραμα των τριών αυτών ανθρώπων για τη Δημοκρατία, όπως εξηγούσε και ο Νόαμ Τσόμσκι, ήταν η επιστροφή στο πολιτικό σκηνικό της φεουδαρχίας.
Φυσικά, δεν είναι τυχαίο ότι στο πέρασμα των χρόνων από τους κόλπους της Τριμερούς Επιτροπής πέρασαν ορκισμένοι εχθροί της Δημοκρατίας αλλά και άνθρωποι που έχουν κατηγορηθεί για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Συγκεκριμένα, ο Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, που ενίσχυε τους μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν θέτοντας τις βάσεις για την άνοδο της ισλαμικής τρομοκρατίας, παραιτήθηκε από τη θέση του στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια για να οργανώσει την Επιτροπή. Στο πλευρό του βρέθηκαν από την πρώτη στιγμή άνθρωποι όπως ο Ρόμπερτ Μπόουι (υποδιευθυντής της CIA και «δεξί χέρι» του τραπεζίτη Τζον ΜακΚλόι, που φρόντισε να αθωωθούν αρκετοί ναζιστές αξιωματικοί του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου), ο Μαξ Κονχσταμ από το «Κλαμπ της Ρώμης» και σειρά στελεχών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και άλλων αμερικανικών υπουργείων και υπηρεσιών.
Η οικονομική κρίση και η συνακόλουθη πολιτική κατάρρευση που παρατηρείται σε χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, αλλά ακόμη και σε πρώην βιομηχανικά κέντρα, όπως η Ιταλία, φαίνεται ότι προσφέρουν πεδίον δόξης λαμπρόν για τις ιδεολογικές θεωρίες της Τριμερούς Επιτροπής. Το ερώτημα είναι τι θα συμβεί εάν τα μέλη της επιχειρήσουν να επιβάλουν και στην πράξη το εγχειρίδιο κατά της Δημοκρατίας που συνέταξαν ο Χάντινγκτον και οι συνεργάτες του.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Επίκαιρα»